Τύπος,
Αθλητισμός και Πολιτική: «Η περίπτωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας μέσα από
δημοσιεύματα του “Ριζοσπάστη”»
Εργασία Β' Εξαμήνου
του Στρ. Ψαράκη
Ιωάννινα 2011
Εισαγωγή
Αναφορικά με την επιστήμη της Ιστορίας ένα γεγονός που δεν
μπορεί πλέον να τεθεί «εν’ αμφιβόλω» είναι αυτό που ορίζει ως ερμηνευτικά
εργαλεία της όλα εκείνα τα επιμέρους συστατικά που συγκροτούν και διαμορφώνουν
αυτό που με δύο λέξεις θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «κοινωνική
κουλτούρα». Δύο από αυτά λοιπόν, ο αθλητισμός υπό τη μορφή του θεσμού των
Ολυμπιακών Αγώνων και ο Τύπος υπό τη
μορφή της εφημερίδας, είναι που θα μας απασχολήσουν στην παρούσα εργασία.
Σκοπός της εργασίας είναι να αναδείξει
την ερμηνεία ενός φορτισμένου πολιτικά αθλητικού γεγονότος, των Ολυμπιακών
Αγώνων στη Μόσχα το 1980 – μέσα από τα δημοσιεύματα μιας εφημερίδας («Ριζοσπάστης»), «οργάνου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος»,
όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο τίτλος του. Το επιχείρημα αυτό ωστόσο – και
εδώ θα παρεκκλίνουμε χάριν της επιστημονικής δεοντολογίας – δεν θα γίνει
αναιρώντας το προφανές. Η πλειοψηφία των ΜΜΕ, στην οποία ανήκει και η ανωτέρω
εφημερίδα, αποτελεί πολιτικό και κομματικό φορέα και δίαυλο και ως τέτοια
πρέπει να λογίζεται και να προσεγγίζεται.
Με αυτές τις ορίζουσες, λοιπόν, αρχικώς
θα αναπτύξουμε το θεωρητικό πλαίσιο της εργασίας του οποίου τα «σκέλη»
χωρίζονται αφενός σε μια ενδεικτική ανάλυση της ιστορικότητας του Τύπου,
αφετέρου σε μια αντίστοιχη του αθλητισμού.
Ακολούθως, βάσει του πρώτου μέρους όπως
το περιγράψαμε, θα υπεισέλθουμε στην ανάλυση της πολιτικής διάστασης που έλαβε
το κίνημα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων με μια εκτενέστερη αναφορά στο πως
διαμορφώθηκε κατά την ψυχροπολεμική περίοδο αναφέροντας παραδείγματα με
κορυφαίο αυτό της Μόσχας το 1980.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος αφού εντάξουμε τον «Ριζοσπάστη» στο πολιτικό, κυρίως, αλλά
και κοινωνικό «αντικείμενο» του έτους 1980, θα επιχειρήσουμε μέσα από την
ανάλυση των δημοσιευμάτων που αφορούν τους Αγώνες την ερμηνεία τους, δια του
πρίσματος ωστόσο της ιδεολογίας και της πολιτικής με τις οποίες προσλαμβάνονται,
σκοπίμως ή μη. Με αυτό τον τρόπο ελπίζουμε εμμέσως, αλλά σαφώς, να αναδείξουμε
το ουσιαστικό ζητούμενο της εργασίας το οποίο απαντά στο πως ο «Τύπος» και η
ιδεολογία όταν συνευρεθούν στο ιστορικό πεδίο μπορούν να λειτουργήσουν
επικουρικά στο έργο της έρευνας.
1.ΤΥΠΟΣ,
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
1.1 Ο
Τύπος ως ιστορική πηγή
Αν
και όχι ευρέως διερευνημένη είναι κοινώς αποδεκτό, σε βαθμό επιστημονικής αρχής
θα μπορούσαμε να πούμε, πως αυτή η μορφή Τύπου αποτελεί εδώ και χρόνια
σημαντικό παράγοντα στην προσπάθεια καταγραφής του παρελθόντος. Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρουν και οι Ν. Μπάλτα και Δ. Παπαδημητρίου, η χρονική
εκείνη περίοδος της παγκόσμιας ιστορίας που συνδέεται αλλά και διαπλέκεται με αυτή
τη μορφή ενημέρωσης είναι σημαντική για τον ιστορικό αλλά και την ίδια την
Ιστορία καθώς αποτελεί το πεδίο εκείνο στο οποίο συναντώνται όλες εκείνες οι
συνιστώσες, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές αλλά και άλλες που συγκροτούν αυτό
το οποίο, τη «σήμερον ημέρα», θεωρούμε παρελθόν. Η εφημερίδα, το «προσχέδιο της ιστορίας» (“history’s first draft”),[1]
όπως ορίζουν με έναν σχεδόν κανονιστικό ορισμό αποτελεί «καταγραφή του εφήμερου, της κάθε ημέρας που περνά και προστίθεται στον
παρελθόντα χρόνο, υπηρετεί ωστόσο τη διάρκεια, συντηρεί τη συλλογική μνήμη,
υπερβαίνει τον χρόνο, άρα “ποιεί ιστορίαν” των ανθρωπίνων πραγμάτων, των
μεγάλων και των μικρών».[2]
Ο σκοπός βέβαια της
σύνταξης και έκδοσης μιας εφημερίδας δεν είναι να φθάσει ως πηγή στον ιστορικό.
Μια εφημερίδα, ένα «φύλλο» της δηλαδή, έχει μικρή αξία όταν τα γεγονότα
περάσουν. Η συγκέντρωση γεγονότων και γνώσης, όπως αυτή καταγράφεται σε
καθημερινή βάση, είναι αυτή που την καθιστά
πηγή πληροφοριών υψηλής σημασίας και αξίας για ιστορική έρευνα.
Ιστορικά, ο πρώτος που διέβλεψε την αξία
του τύπου στη συμπλήρωση της ιστορικής έρευνας ήταν ο Αμερικάνος ιστορικός, των
τελών του 19ου αιώνα, J. F. Rhodes. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του
1890 ξεκίνησε την κριτική έρευνα του για την Ιστορία των ΗΠΑ, «κολλώντας» στη
μικρή ποσότητα πηγών για τη δεκαετία 1850-1860, αναλογίστηκε τον ρόλο του τύπου
στην πολιτική ζωή της προκείμενης περιόδου διαπιστώνοντας πως το να προσεγγίσει
το «πνεύμα» της θα γινόταν με το να ερευνήσει δημοσιογραφικό υλικό. Το
αποτέλεσμα του εγχειρήματος του, όπως το ανέφερε στην ανακοίνωση του στο
συνέδριο της Αμερικάνικης Ένωσης
Ιστορίας, ήταν πως «… η χρήση εφημερίδων
ως πηγών για τη δεκαετία του 1850-1860 ήταν ιδανική. Σε κάθε βήμα της αρκετά
λεπτομερούς έρευνας σε αυτές, πειθόμουν όλο και περισσότερο ότι βρισκόμουν στη
σωστή κατεύθυνση. Βρήκα πληροφορίες που δύσκολα θα έβρισκα οπουδήποτε αλλού
καθώς η πολιτική υπήρξε σημαντικός παράγοντας της κοινής γνώμης την εν λόγω
δεκαετία, και στο μεγαλύτερο βαθμό καταγράφεται και αναπαριστάται στον τύπο».[3]
Κατόπιν του Rhodes όλοι
οι ευυπόληπτοι ιστορικοί ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τακτικά εφημερίδες ως
ιστορικές πηγές και σύντομα πολλά βιβλία εμφανίστηκαν να βασίζονται εξ’
ολοκλήρου στον καθημερινό ή εβδομαδιαίο τύπο. «Κανένας τώρα δεν θα επιχειρούσε να γράψει χωρίς πρόσβαση σε καταλόγους
εφημερίδων. Ειδικότερα για την μετά το 1840 περίοδο, αποτελούσαν
αδιαμφισβήτητες πηγές “νέων” και απόψεων καθώς και απεικονίσεων του πνεύματος
μιας εποχής».[4]
Ως
ιστορική πηγή λοιπόν η αξία του, ειδικότερα κατόπιν της εκλαΐκευσης και
μαζικοποίησης του τον 19ο αιώνα,[5]
έγκειται στο γεγονός πως μέσα από τη μελέτη του μπορούμε να κατανοήσουμε τα
πλαίσια στα οποία καθορίζεται μια κοινωνική, οικονομική, πολιτική ή άλλης
μορφής πραγματικότητα ή ακόμη – ακόμη πως μεταβάλλεται διαχρονικά. Συγχρόνως,
στο ίδιο μήκος κύματος, μπορούμε να αντιληφθούμε πως δομείται, καθορίζεται ή
μεταβάλλεται η κοινή γνώμη καθώς «αποτελεί
μια από τις πλέον φερέγγυες και πιστές αντανακλάσεις – εκφράσεις της» σε
επίπεδο επικαιρότητας, ιδεολογίας και ψυχολογίας.[6]
Πιο συγκεκριμένα,
όπως αναφέρει και η J. L. Secker στην έρευνα της, ως σύγχρονο μέσο,
ενδέχεται να καταγράψει ένα γεγονός ή μια γνώμη η οποία μπορεί να μην έχει
καταγραφεί κάπου αλλού και αυτομάτως αυτό να τη καταστήσει άκρως σημαντική.
Επιπροσθέτως, όσον αφορά την έρευνα κοινωνικών ή πολιτισμικών ζητημάτων
αποτελεί μια από τις καλύτερες, ίσως και τη καλύτερη, πηγή. Χαρακτηριστικά
σημειώνει πως «όταν οι υπόλοιπες πηγές
αποτελούν τα “οστά” της έρευνας για ένα ζήτημα, η εφημερίδα αποτελεί τη σάρκα».[7]
Έτσι, επί
παραδείγματι, όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, οι πρώτες εφημερίδες που θα
εκδοθούν στη Βιέννη προς τα τέλη και τις αρχές 17ου-18ου
αιώνα θα καταμαρτυρούν «την άνθηση των
ελληνικών παροικιών» στη συγκεκριμένη περιοχή αλλά και στις Παραδουνάβιες
Ηγεμονίες. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο «Τύπος» του τελευταίου
τετάρτου του 19ου αιώνα που με την έντονη κομματική και πολιτική
απόχρωση του, τον εκσυγχρονισμό της εμφάνισης του αλλά και τον εμπλουτισμό του
με νέα θέματα, φανερώνει τους μετασχηματισμούς οι οποίοι συντελούνται σε
κοινωνία, οικονομία και πολιτική στα πλαίσια της καλλιέργειας της «Μεγάλης
Ιδέας» και της ανάλογης εθνικής έξαρσης, της εμφάνισης νέων πολιτικών ρευμάτων
ή της απαρχής της εκβιομηχάνισης της ελληνικής κοινωνίας.
Κατά τον 20ο
αιώνα και ειδικότερα κατά την περίοδο των διχασμών ο «Τύπος» ταυτίζεται,
«ομφαλικά» σχεδόν, με την πολιτική καθώς «σε
περιόδους έντονων συγκρούσεων δεν υπάρχει χώρος για παρατηρητές»
συμβάλλοντας κατά αυτόν τον τρόπο «στην
πόλωση της πολιτικής ζωής και στην οικειοποίηση της πολιτικής κρίσης από τη
κοινή γνώμη», καθιστώντας τον
έτσι ένα σημαντικό μέσο στη προσέγγισης του πνεύματος της περιόδου.[8]
1.2 Ο αθλητισμός ως ιστορική πηγή
Ανάλογου ενδιαφέροντος και σημασίας, αλλά από διαφορετική
οπτική, είναι και ο ρόλος του αθλητισμού στην Ιστορία. Όπως αναφέρει και ο Robert Wheeler, «το
αντικείμενο της Ιστορίας δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από το σύνολο
της ανθρώπινης εμπειρίας και ο αθλητισμός αποτελεί ένα σημαντικότατο μέρος
αυτής ειδικότερα κατά τη σύγχρονη ιστορία».[9] Είναι ένα φαινόμενο πολλαπλών
χαρακτήρων και χαρακτηριστικών και ως εκ τούτου συστατικό αλλά και έκφραση της
κοινωνίας της οποίας αποτελεί μέρος. Στο βιβλίο του “Sports in World History” ο David McComb γράφει πως «είναι μια έκφραση, μια δήλωση, από μια κοινωνία για τα ενδιαφέροντα
της, την ιστορία της και τον χαρακτήρα της. Η οικονομία, πολιτική, τεχνολογία,
θρησκεία, κοινωνικά ζητήματα όπως το φύλο ή η φυλή, η γεωγραφία και η ηθική
μπορούν να παρατηρηθούν στους κανόνες και τις πραγματικότητες του αθλητισμού».[10]
Ειδικότερα όσον αφορά το πεδίο της
Ιστορίας, ο αθλητισμός και ο τρόπος κατά τον οποίο εξελίσσεται,
διαμορφώνεται ή αναδιαμορφώνεται, συνιστά εμμέσως πλην σαφώς
και τον τρόπο με τον οποίο αναλόγως λειτουργούν μετασχηματισμοί ή εξελίξεις που
αφορούν τον πολιτισμό, τη κοινωνία, την οικονομία ή άλλους παράγοντες. Σε
μικροσκοπικό βαθμό επί παραδείγματι, δηλαδή στα στενά πλαίσια μιας κοινωνίας,
οι ιστορικοί αυτοί μετασχηματισμοί φαίνονται στα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης
του ποδοσφαίρου και ράγκμπι[11]
στη Βρετανία, της ποδηλασίας και του «Γύρου της Γαλλίας» (“Tour de France”) στη Γαλλία ή του μπέιζμπολ στις ΗΠΑ
όπου η σύγχρονη ανάπτυξη του αθλητισμού και η εκβιομηχάνιση αμβλύνουν τις
κοινωνικές διαιρέσεις εκδημοκρατίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη κοινωνία και από
συστατικά των υψηλών τάξεων διαδίδονται στις μάζες αποτελώντας «κάτι σαν παράγοντα ολοκλήρωσης του έθνους -
κράτους».[12]
Ανάλογη είναι και η
εξέλιξη του φαινομένου σε μακροσκοπικό βαθμό καθώς τα μοντέρνα σπορ εξαπλώθηκαν
παγκοσμίως από τη κοιτίδα τους, τη Δύση, ως αποτέλεσμα του ενθουσιασμού
ανθρώπων, των ιεραποστολών, των αθλητικών οργανώσεων, των στρατιωτικών
επιχειρήσεων ή των διεθνών διοργανώσεων όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες ή τα διάφορα
παγκόσμια κύπελλα και πρωταθλήματα.[13]
Σε αυτές τις περιπτώσεις το σπορ παραμένει ίδιο αλλά μετουσιώνεται ο χαρακτήρας
του καθώς προσαρμόζεται σε νέες πραγματικότητες, νέα πολιτισμικά στοιχεία «σκιαγραφώντας»
και εδώ, όπως και πριν, τη σημασία του αθλητισμού στην Ιστορία αφενός, στην
ταυτότητα του έθνους αφετέρου.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων, λόγω και της μαζικότητας
του, είναι ο «βασιλιάς των σπορ», το ποδόσφαιρο. Πέραν της Ευρώπης, όπου το
άθλημα πήρε από πολύ νωρίς διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου λόγω και του
ανεπτυγμένου βιομηχανικού και εμπορικού δικτύου της ηπείρου (χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση πολλών σωματείων όπως της Γιουβέντους, Ίντερ ή
Μπαρτσελόνα από εμπόρους ή της Αθλέτικ Μπιλμπάο από βρετανούς
ναυπηγοεπισκευαστές οπαδούς της Σάντερλαντ), η εξάπλωση του σε παγκόσμια
κλίμακα έγινε στα πλαίσια σημαντικών ιστορικών μεταβάσεων και η πρόσληψη του ή
μη φανερώνει σημαντικές πτυχές του πολιτισμού του κάθε λαού.
Στην Αφρική, επί παραδείγματι, το ποδόσφαιρο συνοδεύει αλλά
και αναδεικνύει συνάμα το φαινόμενο της, γαλλικής και βρετανικής κυρίως,
αποικιοκρατίας. Μέσω αυτού βλέπουμε πως ο αθλητισμός χρησιμοποιήθηκε ως μια
μορφή ελέγχου των αποικιών από την πλευρά των αποίκων αλλά και πως οι τοπικοί
λαοί το προσέλαβαν, το ιδιοποιήθηκαν και το προσάρμοσαν στις δικές τους
ανάγκες, ανάγοντας το σε σύμβολο αντίστασης προς την ξένη κατοχή.[14]
Στην λατινική Αμερική, ειδικότερα στις περιπτώσεις της Αργεντινής και της
Βραζιλίας, η ανάπτυξη του εν λόγω αθλήματος προς τα τέλη του 19ου μέσω
Βρετανών ναυτών και εμπόρων, αναδεικνύει το πως ο αθλητισμός συγχέεται με την
πολιτική και πως μέσω αυτής της διαδικασίας γίνεται ενοποιητικός παράγοντας του
λαού σε περιόδους έντονων πολιτικών κρίσεων.[15]
Στις ΗΠΑ, από την άλλη, η αργή ανάπτυξη του ποδοσφαίρου φανερώνει τον
υπερσκελισμό του από το μπάσκετ, το αμερικάνικο ράγκμπι ή το μπέιζμπολ, δηλαδή «γηγενή αθλήματα που οι περήφανοι Αμερικάνοι
προτιμούσαν έναντι των ξένων».[16]
2.ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
2.1 «Αναβίωση»,
«Καθιέρωση» και «Ψυχρός Πόλεμος»
Σε μια πιο εξειδικευμένη ανάλυση του ανωτέρω κεφαλαίου, μια
άκρως ενδιαφέρουσα και πολλή σημαντική πτυχή του συσχετισμού αθλητισμού –
Ιστορίας είναι το πεδίο των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων - από το 1896 δηλαδή
και εντεύθεν - και ο τρόπος με τον οποίο αυτοί καθορίζονται από την εκάστοτε
πολιτική συγκυρία.
Παραφράζοντας την περίφημη αποστροφή του
Κ. φον Κλαούζεβιτς, οι Ολυμπιακοί Αγώνες κατά ένα τρόπο «…είναι η συνέχεια της διπλωματίας με άλλα μέσα». Σύμφωνα με
τον Δ. Γαργαλιάνο ο Ολυμπισμός «βασίζεται στην υπόθεση ότι ο αθλητισμός
πηγάζει μόνο από ατομικά κίνητρα και ότι το κρατικό επίπεδο είναι, επίσημα
τουλάχιστον, ανύπαρκτο…». Ωστόσο «στη
σημερινή εποχή ηγέτες πολλών χωρών θεωρούν τον αθλητισμό ως ένα δείκτη της
πολιτικής δύναμης του κράτους τους και ως ένα χαμηλού κόστους – υψηλής
ακροαματικότητας μέσο για να δημοσιοποιήσουν τη πολιτική ή τις διαθέσεις τους
για τα διεθνή ζητήματα». Κατά αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο θεσμός «συμμετέχει έμμεσα στη πολιτική διαδικασία,
αποτελεί μια από τις λιγότερο βίαιες μορφές προσπάθειας για επικράτηση και
κατατάσσεται στο πεδίο των δευτερευόντων ζητημάτων (low politics) μιας χώρας…»[17].
Η αναβίωση και καθιέρωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων από
τον Π. ντε Κουμπερταίν δεν υπήρξε μια εντελώς “apolitique” διαδικασία. Ιδεαλιστικά, ο Γάλλος
βαρόνος, μπορεί να αναγνώριζε την αναβίωση των Αγώνων ως μια πρώτης τάξεως
ευκαιρία για συνεργασία και φιλία μέσω του αθλητισμού[18]
ωστόσο πραγματιστικά αφενός «γαλουχήθηκε
και ανδρώθηκε σε μια Γαλλία στην οποία ο “ρεβανσισμός” εξαιτίας της ήττας στο
Γαλλοπρωσικό Πόλεμο (1870-1871) είχε “εμποτίσει” την εθνική ύπαρξης» αφετέρου
«ιδιαίτερη ζέση επέδειξε […] για την υλοποίηση των αντιλήψεων του μετά
τις εντυπωσιακές επιτυχίες της γερμανικής αρχαιολογικής σκαπάνης στους Δελφούς
και την αρχαία Ολυμπία».[19]
Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο λοιπόν, κατόπιν και της σύστασης της ΔΟΕ (Διεθνούς
Ολυμπιακής Επιτροπής) το 1894, μιας εξαιρετικά πολιτικής έως αντιδραστικής
«κάστας» όπως σημειώνει και η Λ. Παπαστεφανάκη,[20]
οι Ολυμπιακοί Αγώνες να μη παραμείνουν πολιτικά ανεπηρέαστοι και να μην
καταστούν «…ένα επιπλέον πεδίο εθνικής αντιπαράθεσης
– έστω και συμβολικής – όπου οι νίκες των αθλητών ταξινομούνται με βάση τα
κράτη (έθνη) και οι ολυμπιονίκες αντιμετωπίζονται ως εθνικοί ήρωες.»[21]
Από τις «παρθενικές» κιόλας διοργανώσεις φάνηκε ο πολιτικός
χαρακτήρας του θεσμού, τόσο για την ίδια την επιτροπή όσο και για τις χώρες που
τον διοργάνωναν, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις τις διοργανώσεις που «περιέρρεαν»
των δύο παγκόσμιων πολέμων. Αξιοσημείωτα παραδείγματα τέτοιων αγώνων, που κατά
τον Riordan η
τέλεση τους ή μη δε βασίζεται στην ηθική αλλά στον ανταγωνισμό,[22]
αποτέλεσαν οι Ολυμπιακοί της Στοκχόλμης το 1912, η «ανολυμπιάδα»[23]
του Βερολίνου το 1916 ή η, «εκδικητική» απέναντι στις Κεντρικές Δυνάμεις,
περίπτωση της Αμβέρσας το 1920 αλλά και αυτή του Βερολίνου το 1936, η οποία
εξελίχθηκε σε «προπαγανδιστικό μονόλογο» για τον Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα.[24]
Στο ίδιο μήκος κύματος
κατόπιν του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου οι Ολυμπιακοί Αγώνες παραμένουν ένα
πολιτικό «σημείον αντιλεγόμενον», με τις περισσότερες ωστόσο διενέξεις που
εκφράζονται μέσω αυτών να υποβαθμίζονται από την ψυχροπολεμική σύγκρουση η
οποία θέτει ολόκληρο το ολυμπιακό κίνημα στην «προκρούστειο κλίνη» του δίπολου
ΗΠΑ-ΕΣΣΔ. Όπως σημειώνει και ο Γαργαλιάνος αναφορικά με τις σχέσεις
ανατολής-δύσης, «ο κόσμος δεν
παρακολουθούσε πλέον μόνο τις προσπάθειες των αθλητών αλλά και την πάλη μεταξύ
των δύο ιδεολογιών».[25]
Το συγκεκριμένο φαινόμενο θα είναι απόρροια της μεταστροφής
της στάσης των σοβιετικών κυρίως, απέναντι αφενός στον Ολυμπισμό τον οποίο
μεσοπολεμικά θεωρούσαν «καπιταλιστικό» και «εθνικιστικό», αφετέρου στον θεσμό
των αγώνων τον οποίο θεωρούσαν σχεδιασμένο «…να
αποπροσανατολίσει τους εργαζόμενους από την πάλη των τάξεων και να τους
εκπαιδεύσει για ένα νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο».[26]
Στην ιδεολογία της Σοβιετικής Ένωσης και στη μαρξιστική θεωρία, ο αθλητισμός –
άρα και οι Ολυμπιακοί – έως τότε θεωρείτο «άρρηκτα
συνδεδεμένος με την παραγωγική διαδικασία αντανακλώντας τις ιδέες της
επικρατούσας τάξης κάθε κοινωνίας».
Κατά αυτά τα χρόνια λοιπόν, που η χώρα έμενε αδύνατη και
απομονωμένη, οι διεθνείς αθλητικές τις σχέσεις περιορίζονταν στις «Εργατικές
Ολυμπιάδες», όπως αυτές διοργανώνονταν αρχικώς από τη Σοσιαλιστική Διεθνή των
Σπορ και ακολούθως από την αντίστοιχη Κομμουνιστική, καθώς και στις «Σπαρτακιάδες»,
θεσμό που υπαγόταν στη Κόκκινη Αθλητική
Διεθνή.[27]
Μεταπολεμικά, το νέο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό όριζε, τόσο
για την ΕΣΣΔ όσο και για τον ηγέτη της Ι. Στάλιν, πως ο ανταγωνισμός στα διεθνή
σπορ αναγνωριζόταν ως ένα πολύτιμο και αποτελεσματικό διπλωματικό εργαλείο
απέναντι στον ιδεολογικό αντίπαλο.[28]
Τόσο αυτή όσο και τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κράτη θα αρχίσουν να ασχολούνται
πιο σοβαρά με τον αθλητισμό καθώς αποτελούσε ένα αξιοποιήσιμο «…μέσο άσκησης της συνολικής εξωτερικής
πολιτικής τους. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούσαν ότι μέσω του αθλητισμού βελτίωναν
το γόητρο τους, αναγνωρίζονταν από άλλες χώρες, ενδυνάμωναν την ενότητα των
κομμουνιστικών χωρών και επεδείκνυαν τα πλεονεκτήματα του κομμουνιστικού τρόπου
ζωής».
Χαρακτηριστική άλλωστε, ως προς το παραπάνω, είναι και η
άποψη του Π. Στεποβόι ο οποίος επισημαίνει πως «η πολιτική του ΚΚΣΕ στον τομέα της φυσικής αγωγής και του αθλητισμού
είναι μια μεθοδευμένη δραστηριότητα
για την αξιοποίηση του στην οικοδόμηση του κομμουνισμού…» ορίζοντας,
ακολούθως, σχεδόν κανονιστικά πως «εννοείται
ότι όλα τα στοιχεία της πολιτικής στον τομέα της φυσικής αγωγής και του
αθλητισμού έχουν τελικά πολιτικό χαρακτήρα, γιατί υποτάσσονται στην εκπλήρωση
από την εργατική τάξη, καθοδηγούμενη από το μαρξιστικολενινιστικό κόμμα, της
κοσμοϊστορικής αποστολής: την οικοδόμηση του κομμουνισμού».[29]
Στα
πλαίσια αυτά το πεδίο των αγώνων θα καταστεί ο βασικός αντίκτυπος της
σύγκρουσης των δύο υπερδυνάμεων με αποτέλεσμα την «άμβλυνση» όλων εκείνων των
στοιχείων που συνιστούσαν το ολυμπιακό ιδεώδες όπως η ερασιτεχνική φύση των
αθλητών ή αθλημάτων καθώς και η πολιτική ανεξαρτησία των ΕΟΕ (Εθνικών
Ολυμπιακών Επιτροπών).[30]
Έτσι στους αγώνες του 1952 στο Ελσίνκι, όπως σημειώνει και ο Φιλίππου, «οι ανατολικές αποστολές, και κυρίως η
σοβιετική, για τον φόβο... των Ιουδαίων (κίνδυνος διαφυγής στο δυτικό
στρατόπεδο γαρ) συνοδεύονταν από πληθώρα βλοσυρών μυστικών πρακτόρων της
περιβόητης Κα Γκε Μπε από την άφιξή τους έως το Oλυμπιακό Xωριό, από τους
χώρους προθέρμανσης και των αγωνισμάτων έως και το βάθρο των απονομών» ενώ «…οι Φινλανδοί διοργανωτές κατέβαλαν προσπάθειες
ώστε να αποφευχθούν αμερικανοσοβιετικές αναμετρήσεις…», γεγονός που όταν
συνέβαινε ξεπερνούσε τα «ολυμπιακά όρια». Αποκορύφωμα του προαναφερθέντος ο
τελικός του τουρνουά καλαθοσφαίρισης ο οποίος έληξε «με το παιδικό σκορ 36 – 25» υπέρ των ΗΠΑ και την ανάλογη ψυχροπολεμική
ειρωνεία πως «…οι ατυχείς Σοβιετικοί
μπορεί να κατέληγαν σε κάποιο σιβηριανό κολχόζ ως συνέπεια της ήττας τους».
Ανάλογο ήταν και το κλίμα το 1956 στη Μελβούρνη όπου ο ανταγωνισμός συνεχίσθηκε
αυτή τη φορά με τη συνδρομή της Ουγγαρίας. Το ματς Ουγγαρίας – ΕΣΣΔ στην
υδατοσφαίριση, το οποίο λόγω της βιαιότητας του θα χαρακτηριστεί και ως «Το
Λουτρό Αίματος», θα «εκφράσει» με σαφήνεια τα αποτελέσματα της «Ουγγρικής
Επανάστασης» με πολλούς Ούγγρους αθλητές να ζητούν πολιτικό άσυλο από τις αυστραλιανές
ή αμερικάνικες αρχές. Τέσσερα χρόνια αργότερα στη Ρώμη η επίτευξη
εξωπραγματικών επιδόσεων, ένθεν κακείθεν, αλλά και ο θάνατος του Δανού ποδηλάτη
Κουρτ Γιένσεν κατά τη διάρκεια των αγώνων θα φέρουν στο προσκήνιο το ζήτημα του
«ντόπινγκ». Οι Αμερικάνοι που και σε αυτούς τους Ολυμπιακούς θα καταταγούν
δεύτεροι σε μετάλλια πίσω από τους Σοβιετικούς[31]
«…μη δυνάμενοι να παραδεχθούν την
ανατολική κυριαρχία σε παραδοσιακά γι' αυτούς αθλήματα, κατέφυγαν στο εύκολο
συμπέρασμα για χρήση αναβολικών ουσιών από τους αντιπάλους τους παρασύροντας
στις καταγγελίες τους δικαίους και αδίκους» με ορισμένες υποψίες και
καταγγελίες ωστόσο να μην είναι αβάσιμες καθώς τα επόμενα χρόνια αρκετοί
ανατολικοί ολυμπιονίκες «εν πλήρει δράσει και ακμή» εξαφανίσθηκαν
υπόπτως.[32]
2.2 Οι Ολυμπιακοί Αγώνες
του 1980
Τα «βήματα» της ΕΣΣΔ στο ολυμπιακό κίνημα διόλου «μετέωρα»
δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.[33]
Πέρα από το γεγονός των επιτευγμάτων των αθλητών της, εθεωρείτο πως είχε
συμβάλλει ποικιλοτρόπως στην ενίσχυση του ρόλου του αθλητισμού και του
Ολυμπιακού Πνεύματος.[34]
Σε αυτή τη βάση λοιπόν ήταν φανερό πως η τέλεση αγώνων σε μια σοβιετική
μεγαλούπολη αποτελούσε «θέμα χρόνου».
Η στιγμή αυτή θα έρθει στις 23 Οκτωβρίου
του 1974 όταν στην 75η Σύνοδο της ΔΟΕ στη Βιέννη η Μόσχα θα πάρει το
«χρίσμα» της διοργάνωσης των αγώνων του 1980 με άνετη νίκη στη ψηφοφορία έναντι
του βασικού της αντιπάλου, του Λος Άντζελες.[35]
Η ανάθεση αυτή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν τόσο ο Riordan όσο και η Mertin, σε συμβολικό επίπεδο αποτελούσε το
επιστέγασμα της εισχώρησης των σοβιετικών στο ολυμπιακό κίνημα αλλά και «…τη λογική συνέπεια των επιτευγμάτων τους…»
μέσα σε αυτό. Πλέον, το να φιλοξενήσεις τους Αγώνες στη «Μέκκα» του
κομμουνισμού αποτελούσε «…μια πρώτης
τάξεως ευκαιρία να προσκαλέσεις τον κόσμο […] και να του παρουσιάσεις τον σοσιαλιστικό τρόπο ζωής στην τελειότητα».[36]
Παρά
την αντίληψη πως ένα τέτοιο γεγονός θα εξομάλυνε τις διπλωματικές σχέσεις
Ανατολής – Δύσης, η αθλητική αυτή συγκυρία θα προκύψει σε μια εξαιρετικά
σημαντική καμπή της εξέλιξης του «Ψυχρού Πολέμου». Η δεκαετία του ’80, και
ειδικότερα το πρώτο μισό της, αποτελεί τη χρονική εκείνη περίοδο που ο
ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων ξεκινά από μηδενική βάση. Ο «Ψυχρός Πόλεμος»
επαναπροσδιορίζεται και οι συνιστώσες του πλέον καθορίζονται από την παύση της
“détente” όπως αυτή είχε επικρατήσει στις
σχέσεις των δύο χωρών από τα 60’s.
Επιμέρους συστατικά αυτού του επαναπροσδιορισμού οι, ανά τον πλανήτη, κρίσεις
που προέκυπταν και οι οποίες αναπόφευκτα ενέτειναν το ήδη βεβαρυμμένο κλίμα που
προκαλούσε η ιδέα της διοργάνωσης σε ένα κομμουνιστικό κράτος.[37]
Μια τέτοια κρίση ήταν και η σοβιετική
εισβολή στο Αφγανιστάν, η «…μεγαλύτερη
στρατιωτική αποστολή που ανέλαβαν εξ’ ολοκλήρου οι Σοβιετικοί από το 1945…».
Η «ψυχροπολεμική» σύγκρουση ανάμεσα στις σοβιετικές δυνάμεις που υποστήριζαν το
κυβερνόν Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν (ΛΔΚΑ) και τους ισλαμιστές
μουτζαχεντίν που υποστηρίζονταν από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ θα έχει
άμεσο αντίκτυπο στους Ολυμπιακούς της Μόσχας. Δυόμιση εβδομάδες κατόπιν της
εισβολής στις 20 Ιανουαρίου του 1980 ο πρόεδρος Τζ. Κάρτερ θα φανερώσει τις
προθέσεις του σχετικά με τη στάση των ΗΠΑ όταν σε επιστολή προς τον πρόεδρο της
ΟΕ της χώρας του θα αναφέρει «προτρέπω
την ΟΕ των ΗΠΑ σε συνεργασία με άλλες ΕΟΕ να συμβουλεύσουν τη ΔΟΕ πως αν τα
σοβιετικά στρατεύματα δεν υπαναχωρήσουν εξ’ ολοκλήρου από το Αφγανιστάν εντός
του επόμενου μηνός, η Μόσχα θα αποτελέσει ένα ακατάλληλο μέρος για τη διοργάνωση
μιας γιορτής που ως στόχο έχει την εξύμνηση της ειρήνης και της καλής θέλησης».[38]
Την επομένη, στα πλαίσια της εξαγγελίας του «δόγματος Κάρτερ» θα δηλώσει
επισήμως πλέον πως «…έχω ενημερώσει την
Ολυμπιακή Επιτροπή πως με τις σοβιετικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν, τόσο ο
αμερικάνικος λαός όσο και εγώ, δεν θα υποστηρίξουμε την αποστολή της Ολυμπιακής
ομάδας στη Μόσχα».[39]
Θέτοντας ως χρονικό όριο της απόφασης
του την 20η Φεβρουαρίου επιχείρησε να πείσει και άλλες κυβερνήσεις
να ακολουθήσουν αυτή τη διπλωματική οδό καθώς και να βρει τρόπο να μεταφέρει σε
άλλο μέρος ή μέρη, ακυρώσει ή αναβάλλει τους Αγώνες.[40]
Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά το πρώτο γεγονός οι ΗΠΑ θα αρχίσουν με τη συμβολή
ειδικών εντεταλμένων, όπως του Λ. Κάτλερ ή του Μ. Άλι[41]
μια παγκόσμια περιοδεία προπαγάνδας ώστε να πείσουν και άλλες χώρες να
συμμετάσχουν στο μποϊκοτάζ. Συγχρόνως κυβερνήσεις, όπως αυτή της Μ. Θάτσερ στη
Μ. Βρετανία, θα υποστηρίξουν το πνεύμα της απόφασης φέρνοντας, εκβιαστικά
σχεδόν, τους αθλητές προ των ευθυνών τους[42].
Αναφορικά με το δεύτερο γεγονός η αμερικάνικη ηγεσία θα προτείνει τη διεξαγωγή
των «Αγώνων του Ελεύθερου Κόσμου» ως αντίλογο σε αυτούς της Μόσχας ενώ ο
έλληνας πρόεδρος Κ. Καραμανλής ενθαρρυμένος από την τροπή της κατάστασης θα
επιχειρήσει τον μόνιμο επαναπατρισμό τους.[43]
Το οριστικό «σχίσμα» στον παγκόσμιο
ολυμπισμό θα επέλθει, με αρκετά παράδοξο τρόπο τηρουμένων των αναλογιών του
κλίματος που υπήρχε στις τάξεις των Αμερικάνων αθλητών και της ΟΕ των ΗΠΑ, στις
12 Απριλίου όταν ο αντιπρόεδρος Γ. Μόντεηλ εξισώνοντας τους Ολυμπιακούς της
Μόσχας με αυτούς του Βερολίνου 44 χρόνια πριν, θα παρακινήσει τους αθλητές να
απέχουν λέγοντας στην ομιλία του «είμαστε
μακριά από αυτή την περίοδο – αλλά όχι μακριά από αυτό το σενάριο». Έτσι σε
μια πρωτόγνωρη απόφαση στα χρονικά της αμερικάνικης ΟΕ με ψήφους 2 προς 1
αποφασίστηκε το μποϊκοτάζ των Αγώνων.[44]
Συνολικά 60 χώρες δεν θα λάβουν μέρος με αξιοσημείωτο γεγονός να αποτελεί η
αλλαγή στο τελετουργικό καθώς 10 από αυτές που θα συμμετέχουν (Βρετανία,
Ολλανδία, Βέλγιο κα) δεν θα χρησιμοποιήσουν τις σημαίες τους και τους εθνικούς
τους ύμνους κατά τις τελετές έναρξης και λήξης και κατά τις απονομές μεταλλίων
αλλά την ολυμπιακή σημαία και τον ολυμπιακό ύμνο.[45]
Η σοβιετική στάση απέναντι στο
ζήτημα, όπως σημειώνεται και από τον Στεποβόι, αναλώθηκε αφενός στο να
χαρακτηρίζει τη στάση των δυτικών ως αντικομμουνιστική, αντισοσιαλιστική και
αντισοβιετική με μοναδικό στόχο τη δυσφήμιση του ΚΚΣΕ, του σοσιαλιστικού
κράτους καθώς και της κοινωνίας και του αθλητισμού της ΕΣΣΔ[46],
αφετέρου στο να κατασκευάσει τη δική της γραμμή επιχειρηματολογίας καθώς οι
πολιτικοί σχεδιαστές του Κόμματος αντιλήφθηκαν πως μπορεί να καταλήξουν με ένα
μείζον πρόβλημα αν συνεχίσουν να το συγκαλύπτουν. Σε αυτή τη βάση, για τη
διεθνή κοινή, γνώμη δημιουργήθηκε μια «κόντρα – προπαγάνδα» η οποία έφερε ως
νομιμοποιητική αρχή την έγκριση της ΔΟΕ καθώς και έδινε έμφαση στο γεγονός πως «…οι Αγώνες θα λάμβαναν χώρα σε ένα υψηλό
τεχνικά και οργανωτικά επίπεδο…». Σε ανάλογο βαθμό, προκειμένου να «αποσπαστεί»
η σοβιετική κοινή γνώμη από το γεγονός του πολέμου και του επερχόμενου
μποϊκοτάζ δόθηκε έμφαση, μέσω του σοβιετικού τύπου, στις έντονες πολιτικές
συζητήσεις που εγείροντο στις δυτικές δημοκρατίες αναφορικά με την συμμετοχή
στους Αγώνες. Με αυτό τον τρόπο και με «όχημα» την εικόνα του προδομένου αθλητή
«…ως ένα θύμα των πολιτικών ιντρίγκων που
αναπτύσσονταν στα πλαίσια της συζήτησης για το μποϊκοτάζ» εγείροντο
ερωτήματα για την «πραγματική» δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Δύση[47]
και όχι για αντίστοιχα ζητήματα που προέκυπταν από τη σοβιετική πλευρά.
Oι Αγώνες, εν κατακλείδι, θα διεξαχθούν
κανονικά μεταξύ 19 Ιουλίου και 3 Αυγούστου. Ως προς το οργανωτικό τους κομμάτι
θα μείνουν στην ιστορία για τις θεαματικές τελετές έναρξης και λήξης και τη
χαρακτηριστική μασκότ, τον Μίσα. Ως προς το αγωνιστικό κομμάτι ωστόσο θα
μείνουν στην ιστορία για το χαμηλό τους κύρος, αφενός στον τομέα της «ευγενούς
άμιλλας» με πολλούς αθλητές και δημοσιογράφους να κατηγορούν για παρατυπίες,
αφετέρου στον τομέα του ανταγωνισμού με την απουσία πολλών παραδοσιακών
αθλητικών δυνάμεων να οδηγεί στη «μονοπώληση» σχεδόν των μεταλλίων από ΕΣΣΔ και
Αν. Γερμανία αλλά και από χώρες που δεν εμφάνιζαν εντυπωσιακούς αριθμούς
παλαιότερα. Ως προς την ελληνική ολυμπιακή ομάδα τελικώς, αυτή θα καταφέρει να
κατακτήσει 3 μετάλλια, 1 χρυσό με τον Στ. Μυγιάκη στην πάλη και 2 χάλκινα με σε
τους Γ. Χατζηιωαννίδη και Τ. Μπουντούρη σε πάλη και ιστιοπλοΐα αντίστοιχα.[48]
3.Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
3.1 Ο «Ριζοσπάστης»
με «φόντο» το 1980
Το 1980, η χρονιά που σηματοδότησε κατά την Ε. Γαζή τη
δεκαετία που «άρχισε νωρίς και τελείωσε
αργά»[49], αποτέλεσε αναφορικά με την ελληνική
περίπτωση το χρονικό εκείνο διάστημα που παγιώθηκε το μεταπολιτευτικό κλίμα
όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από το 1974.
Κύριο χαρακτηριστικό είναι η ριζοσπαστική αναδόμηση του «τρικομματικού»[50]
συστήματος της προδικτατορικής περιόδου με το πέρασμα του πολιτικού στοιχείου
στο προσκήνιο να γίνεται αυτή τη φορά με τη στενή έννοια του όρου και όχι με
αυτές του Παλατιού, του στρατού ή των ξένων επικυρίαρχων. Το κράτος, όπως
σημειώνει και ο Γ. Καραμπελιάς, γίνεται «κράτος των κομμάτων» καθώς όλα
συμμετέχουν στη διαχείριση της εξουσίας ασχέτως αν κυβερνούν ή
αντιπολιτεύονται.[51]
Συγχρόνως ως προεκλογικό έτος, στα πλαίσια της «Αλλαγής» και των κανόνων που
επιβάλει το δίπολο «Δεξιά-Αντιδεξιά», διέπεται από όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά
που θα επιτρέψουν στα κόμματα την προβολή των πολιτικοϊδεολογικών απόψεων τους
με στόχο τη μεταφορά και την επικράτηση τους στη Βουλή. Ένα από αυτά είναι η «…“δια του Τύπου” έκφραση και διάδοση των
“στοχασμών”…»[52] τους.
Σε αυτό το σημείο, και προτού υπεισέλθουμε στην ανάλυση των
χαρακτηριστικών του ιστορικού οργάνου του ΚΚΕ κατά την προκειμένη περίοδο,
οφείλουμε να σημειώσουμε πως η πρώτη φάση της μεταπολίτευσης παγιώνει τον τύπο
ως πρωτεύουσα μορφή επικοινωνίας καθώς «οι
εφημερίδες αποτελούσαν το βασικό μέσο πολιτικής ενημέρωσης και κομματικής
διαπάλης, αφού τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, ραδιόφωνο και τηλεόραση, βρίσκονταν εκείνη
την εποχή υπό κρατικό, δηλαδή κυβερνητικό, έλεγχο».[53]
Ο πολίτης μετατρέπεται σε «ενεργητικό
αναγνώστη»[54] καθώς αφενός το μέσο είναι οικονομικά
προσεγγίσιμο αφετέρου μέσω αυτού συμμετέχει στον πολιτικό διάλογο, ενώ
σημαντικό συστατικό αυτής της μετάβασης θα αποτελέσει και η επανέκδοση
εφημερίδων οι οποίες προγενέστερα είχαν απαγορευθεί και οι οποίες ιδεολογικά «…υποστηρίζουν αφενός την επιτάχυνση της
πορείας της “αποχουντοποίησης”, αφετέρου τα καινούρια κοινωνικά ρεύματα και τις
ριζοσπαστικές πολιτικές τοποθετήσεις».[55]
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο «Ριζοσπάστης» θα έχει θριαμβευτική ανοδική πορεία στην κυκλοφορία
του που από τα 20.000 φύλλα ημερήσιο μέσο όρο το 1974 φτάνει στα 35.002 φύλλα[56]
την προεκλογική περίοδο του 1980 και κορυφώνεται στις 60.000 την αντίστοιχη του
1985.[57]
Χαρακτηριστικά, άλλωστε, του προαναφερθέντος είναι και ορισμένα δημοσιεύματα
της προκείμενης περιόδου βάσει των οποίων η εφημερίδα αποτελεί «στόχο
κυβέρνησης και μεγαλο-εκδοτών».[58]
Σε αυτή τη βάση και ως αμιγώς κομματική εφημερίδα, δηλαδή «προωθώντας με “συνέπεια” την εικόνα του
κομματικού προτύπου, μέσα από τη συνολική λειτουργία των πρωτοσέλιδων τίτλων
του»,[59]
οι κεντρικές του θεματικές θα κινούνται στις συνιστώσες που αφενός ορίζουν οι
διεθνείς εξελίξεις, αφετέρου οι εγχώριες κοινωνικές, πολιτικές ή οικονομικές
συγκυρίες καθώς η εν λόγω χρονική περίοδος, σε γενικές γραμμές, χαρακτηρίζεται
από την έντονη αποδοκιμασία απέναντι στη Δεξιά όπως και από μια διάχυτη
αμφιθυμία για την ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία καθώς και κατίσχυση
αντι-ιμπεριαλιστικών σχημάτων απέναντι στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.[60]
3.2 Ο «Ριζοσπάστης» και οι Ολυμπιακοί της
Μόσχας
Πέραν ωστόσο του καθαρά πολιτικού χαρακτήρα από τον οποίο
διέπεται το ελληνικό 1980, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Μόσχας, και όλα τα
παρελκόμενα τους, θα αποτελέσουν μια ειδική και ξεχωριστή θεματική της
εφημερίδας. Σε αυτό το σημείο και βασιζόμενοι σε ότι έχουμε αναφέρει έως τώρα
θα επιχειρήσουμε, στο μέτρο του δυνατού, την ανάλυση αυτής της θεματικής και
την τοποθέτηση της στο ανάλογο ερμηνευτικό πλαίσιο.
Προτού ωστόσο επικεντρωθούμε στο
αναλυτικό πεδίο, αυτό καθεαυτό, οφείλουμε να σημειώσουμε ορισμένα ζητήματα που
άπτονται της μεθοδολογίας. Παρά, λοιπόν, το γεγονός πως το θέμα των Ολυμπιακών
της Μόσχας «καλύπτεται» δημοσιογραφικά από την εφημερίδα καθ’ όλο, σχεδόν, το
άμεσο χρονικό διάστημα που προηγείται αυτών η προσέγγιση μας για οικονομία
χρόνου και ,κυρίως, χώρου θα είναι μικροσκοπική υπό την έννοια πως κεντρική
θέση στην ανάλυση μας θα κατέχουν τα δημοσιεύματα που «παρέρχονται» των γεγονότων.
Σε αυτή τη βάση αρχικώς, αφού ορίσουμε τη θέση του ΚΚΕ για
τους Ολυμπιακούς Αγώνες, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τη θέση του μέσου για
το μποϊκοτάζ των ΗΠΑ αλλά και για τη στάση των υπόλοιπων χωρών – συμπεριλαμβανομένης
της Ελλάδος – σε αυτό. Ακολούθως θα επικεντρωθούμε στο πως ανταποκρίνει τους
Αγώνες αλλά και τις επιτυχίες των αθλητών σε αυτούς ενώ τελικώς στο πως
παρουσιάζεται το επιστέγασμα και κληροδότημα των αγώνων τόσο για την ΕΣΣΔ όσο
και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Κατ’ αρχήν, η θέση του ΚΚΕ για τον θεσμό
των Ολυμπιακών Αγώνων, όπως καταγράφηκε κατόπιν των τελευταίων μέσα από τον «Ριζοσπάστη», είναι πως:
«…εδώ και
πολλά χρόνια έχουν χάσει το νόημα και το ρόλο τους, τα όποια θετικά στοιχεία
είχαν μετά την επανασύσταση τους, σαν διαδικασία φιλίας των λαών, ευγενούς
άμιλλας, συναγωνισμού και ισότιμης συνεργασίας […] Οι Ολυμπιακοί
Αγώνες, γενικότερα οι μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, είναι έκφραση του
εμπορευματοποιημένου αθλητισμού στη σημερινή φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού
συστήματος και των αναγκών των μονοπωλίων […] Όλη η δομή των Ολυμπιακών Αγώνων,
η ίδια η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ),
αποτελούν πολυπλόκαμο μηχανισμό οικονομικών συμφερόντων και χειραγώγησης των
λαών…»[61]
Παρά
ταύτα, ωστόσο, οι Ολυμπιακοί του 1980 αποτέλεσαν «…“όαση
ανθρωπιάς και κουλτούρας” μέσα στη γενικότερη εικόνα εμπορευματοποίησης και
εκμετάλλευσης του αθλητισμού…» ως οι αρτιότεροι, και κοντινότεροι στο πραγματικό Ολυμπιακό
Ιδεώδες, Αγώνες της σύγχρονης ιστορίας[62].
3.2.1 Η διεθνής και εγχώρια «διάσταση» του
«μποϊκοτάζ»
Το μποϊκοτάζ
αποτελεί, σε επίπεδο θεματικής αλλά και ενδιαφέροντος, το κυριότερο γεγονός που
προηγείται των Αγώνων. Καταγράφεται από την εφημερίδα με έναν «μανιχαϊσμό» που
τα επιμέρους χαρακτηριστικά του αποσκοπούν στην ανάδειξη του διπολικού
χαρακτήρα νομιμοποίησης/απονομιμοποίησης ή δικαίωσης/μη δικαίωσης των αποφάσεων,
που σχετίζονται με αυτό, και απαντάται κυρίως στην επίκληση σε στάσεις και
απόψεις θεσμών και ατόμων καθώς και στον «λεκτικό υπερτονισμό» της αντίθεσης απέναντι
στο γεγονός.
Σε αυτή τη βάση, και με την αποφυγή αυθαίρετων
παραλληλισμών και αφηρημένων γενικεύσεων, θα μπορούσαμε να πούμε πως η κάλυψη
του «Ριζοσπάστη» αναφορικά με αυτό,
παρόλο που δεν είναι, μοιάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό με την αντίστοιχη των
σοβιετικών εντύπων όπως την περιγράψαμε παραπάνω.
Λόγω του εύρους της και «χάριν ευκολίας» στην
ανάλυση, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε την προκειμένη περίοδο σε τρία μέρη. Κατά
το πρώτο μέρος, το χρονικό δηλαδή διάστημα που προηγείται της “de facto” απόφασης για μποϊκοτάζ, η πλειοψηφία των
δημοσιευμάτων αναλώνεται στο να παρουσιάζει το πνεύμα και τον χαρακτήρα των
συζητήσεων, διαφωνιών ή αποδοκιμασιών που προκύπτουν κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και
σε άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και οφείλονται εν πολλοίς στις στάσεις των
πολιτικών, και όχι των αθλητικών, ηγεσιών. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα αναφέρει
πως αθλητές και εκπρόσωποι της ΟΕ των ΗΠΑ τάσσονται ενάντια στην πρόταση Κάρτερ
για τους Ολυμπιακούς[63] ενώ στον ίδιο τόνο «κάθε σκέψη για μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας θα είχε σαν
αποτέλεσμα να κάνει τους Βρετανούς αθλητές πιο αποφασισμένους να πάρουν μέρος
στους Αγώνες αυτούς».[64] Αναλόγως ο πρόεδρος της ΟΕ των ΗΠΑ Ρ. Κέιν και ο διευθυντής της
Ντ. Μίλλερ δηλώνουν πως «…δεν θα
συμφωνήσουν απαραίτητα με μια απόφαση για την αποχώρηση από τους Ολυμπιακούς
Αγώνες της Μόσχας»[65] ενώ 21 διεθνείς ομοσπονδίες και 10
δυτικοευρωπαϊκές ΟΕ τάσσονται, έως και τις αρχές του Φεβρουαρίου, υπέρ της
διεξαγωγής των Αγώνων.[66]
Σημαντικό ρόλο στην
ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας κατά του μποϊκοτάζ των Αγώνων παίζουν και τα
δημοσιεύματα που σχετίζονται με τη κοινή γνώμη. Έτσι, επί παραδείγματι, οι
Αμερικάνοι έχουν συνειδητοποιήσει «ότι η
κυβέρνηση τους θέλει να τους παρασύρει σε μια μηχανορραφία που ουδεμία σχέση
έχει με τον αθλητισμό»[67] όπως επίσης και ο αμερικάνικος «Τύπος»
επικρίνει τη στάση του προέδρου των ΗΠΑ χαρακτηρίζοντας την εκβιαστική απέναντι
στην Ολυμπιακή Επιτροπή και τους αθλητές.[68]
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι δηλώσεις θεσμικών
παραγόντων. Ο λόρδος Κιλλάνιν – πρόεδρος της ΔΟΕ την προκειμένη περίοδο – θα
αναφέρει «…κατηγορηματικά…» πως «οι φετινοί θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες θα
γίνουν στη Μόσχα και ούτε σκέψη δεν μπορεί να υπάρχει για μεταφορά τους σε άλλη
χώρα…» προσθέτοντας πως «καμία
κυβέρνηση […] δεν έχει το δικαίωμα να
υπαγορεύει στο ολυμπιακό κίνημα την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει».[69]
Κατά την ίδια περίοδο υπάρχουν και δημοσιεύματα τα οποία
αφορούν και την ελληνική στάση απέναντι στο ζήτημα. Αν και η ΕΟΑ (Επιτροπή
Ολυμπιακών Αγώνων Ελλάδος) «καταδικάζει
δριμύτατα την ανάπτυξη των πολιτικών στον αθλητισμό από οποιονδήποτε κι αν
προέρχεται»[70] και η ΓΓΑ[71] ξεκαθαρίζει πως «…η Ελλάδα δεν πρόκειται να μποϋκοτάρει την Ολυμπιάδα της Μόσχας»[72] η χώρα μας τελικώς θα
μπλεχτεί στα «γρανάζια του δόγματος Κάρτερ», καθώς παρά τις επίσημες κυβερνητικές
διαβεβαιώσεις «…ορισμένοι κυβερνητικοί
παράγοντες εξακολουθούν να επιμένουν στο μποϊκοτάζ των αγώνων» γεγονός που
οδήγησε και σε προστριβές με την ΕΟΕ που εξαρχής είχε ταχθεί υπέρ της αποστολής
ολυμπιακής ομάδας.[73]
Σημαντικό ενδιαφέρον, επίσης αναφορικά με την προκειμένη
περίπτωση, παρουσιάζουν και τα δημοσιεύματα που αφορούν τον μόνιμο τόπο
διεξαγωγής των Αγώνων. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω κύριο μέλημα του
πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή ήταν να πετύχει την μόνιμη επιστροφή τους στην Ελλάδα
και πιο συγκεκριμένα στην Ολυμπία προκειμένου να αποφεύγονται καταστάσεις
ανάλογες με αυτή του μποϊκοτάζ.[74] Ο «Ριζοσπάστης»
λοιπόν καταγράφει πως στα πλαίσια της υλοποίησης της «…ανεδαφικής…», όπως τη χαρακτηρίζει, πρότασης Καραμανλή θα
δημιουργηθεί «…ουδέτερο κράτος τύπου
Βατικανό, στην Αρχαία Ολυμπία […] για
να “σωθούν” οι Ολυμπιακοί Αγώνες» με σκοπό την παραχώρηση 50.000 στρεμμάτων
στη ΔΟΕ.[75]
Η επίσημη οριοθέτηση των στόχων της αμερικάνικης κυβέρνησης
ως προς το μποϊκοτάζ, που συγχρόνως αποτελεί και την δεύτερη περίοδο, θα καλύπτεται
με παρόμοιο τρόπο, όπως και παραπάνω, με τα δημοσιεύματα ωστόσο να γίνονται πιο
επιθετικά και να εστιάζουν περισσότερο στο ηθικό παρά στο πολιτικό μέρος της
απόφασης. Σε αυτή τη βάση λοιπόν, και υπό την απειλή της επιβολής κυρώσεων,
παρατηρούμε την ανάπτυξη μιας σειράς άρθρων που επιχειρούν να αναδείξουν αυτή
την πλευρά με εκφράσεις όπως «ο Κάρτερ
πιέζει τους Αμερικάνους αθλητές»[76] ή «ο επίσημος εκπρόσωπος του
Λευκού Οίκου Τζ. Πάουελ, σε συνέντευξη τύπου απείλησε και πάλι ότι η κυβέρνηση
της χώρας του μπορεί να αφαιρέσει τα διαβατήρια από τους αθλητές εκείνους που,
παρά την επιθυμία της κυβέρνησης, θα θελήσουν να συμμετάσχουν στην Ολυμπιάδα».[77]
Ειδικότερα δε όσο προσεγγίζουμε την ημέρα της συνόδου κατά την
οποία θα αποφασιστεί ή όχι το μποϊκοτάζ τόσο η δυναμική αυτών των δημοσιευμάτων
αυξάνεται. Την επομένη της έναρξης της συνόδου – η σύνοδος άρχισε στις
11/4/1980 – ο «Ριζοσπάστης» θα αναφέρει πως οι πιέσεις της κυβέρνησης
Κάρτερ, όπως αναφέρει και αμερικάνικη αθλητική εφημερίδα, είναι «…αηδιαστικές…» με τον Λευκό Οίκο να «…προσπαθεί με κάθε θυσία να επιβάλλει το
μποϊκοτάζ…» και τους Αμερικάνους αθλητές, σε ποσοστό 75% - 80% σύμφωνα με
την εφημερίδα, να «…θέλουν να πάνε στη
Μόσχα».[78] Το αποτέλεσμα της συνόδου, πρωτοφανές, όπως το
περιγράψαμε και παραπάνω, στα παγκόσμια αθλητικά χρονικά, θα καταγραφεί σε όλη
του την έκταση με αρνητικές έως και ακραίες εκφράσεις προκειμένου να δοθεί το απαραίτητο
« ειδικό βάρος». Έτσι, σύμφωνα με τον μαραθωνοδρόμο Μ Ρότζερς «η επιτροπή των ΗΠΑ πούλησε τους αθλητές
της» με την απόφαση της να αποτελεί «τραγωδία
για τον αμερικάνικο αθλητισμό» και
τον Κάρτερ να την αποσπά «…με το πιστόλι
στον κρόταφο…» αθλητών και Επιτροπής.[79]
Όπως και στην προηγούμενη, όμως, έτσι και σε αυτή την
περίοδο, έχουμε δημοσιεύματα που αφορούν και την Ελλάδα. Αναφορικά με το
μποϊκοτάζ λοιπόν η εφημερίδα μας ενημερώνει πως η χώρα ίσως τελικά «…συνταχτεί με την ΕΟΚ στο “μποϊκοτάζ”» καθώς
η συμμετοχή της ενδέχεται να «…εξαρτηθεί
από τα “διαβούλια” των εταίρων της…».[80] Πιο συγκεκριμένα η στάση της ελληνικής
κυβέρνησης,[81] σε σχέση με την αρχική, «…άρχισε “να κάνει νερά”…»
ενώ η ΓΓΑ, που προηγουμένως είχε ξεκαθαρίσει πως η Ελλάδα θα συμμετέχει
στους Ολυμπιακούς, τώρα δηλώνει δια στόματος του προέδρου της πως «δεν έχω μέχρι στιγμής καμία ένδειξη για
μεταβολή της κυβερνητικής πολιτικής στο θέμα του μποϊκοτάζ της Ολυμπιάδας της
Μόσχας» μην αποκλείοντας, πάντα σύμφωνα με την εφημερίδα, το αντίθετο.[82]
Κατά την τελευταία περίοδο, όταν και το μποϊκοτάζ θεωρείται
«τετελεσμένο γεγονός», η συλλογιστική της εφημερίδας αποσκοπεί στο να αναδείξει
τις θετικές και όχι τις αρνητικές επιπτώσεις αυτού. Χαρακτηριστικά, όπως
αναφέρει, «καταρρέει το μποϊκοτάζ» με
τις περισσότερες Επιτροπές να δηλώνουν συμμετοχή «…αποκρούοντας τις πιέσεις των κυβερνήσεων τους και μεγαλώνοντας τον
πανικό του Λευκού Οίκου και όσων τον ακολούθησαν, που ζουν ήδη τη σκληρή
πραγματικότητα της απομόνωσης και της χρεωκοπίας»[83]. Ομοίως «σε φιάσκο κατέληξαν
οι προσπάθειες των δυτικών ψυχροπολεμικών κύκλων και κατά πρώτο λόγο της
Ουάσινγκτον…» καθώς, σύμφωνα με τον κατάλογο που έδωσε στη δημοσιότητα η
ΔΟΕ, 86 χώρες θα λάβουν τελικώς μέρος στους Αγώνες ανάγοντας κατά αυτόν τον
τρόπο τη συμμετοχή στους 22ους Ολυμπιακούς σε «…μεγαλύτερη κι απ’ αυτή ακόμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ[84] το 1976, αν συνυπολογίσει κανείς και εκείνες τις χώρες [που] δεν
υπέβαλαν επίσημα αιτήσεις συμμετοχής, λόγω της ειδικής σχέσης τους με τη ΔΟΕ».[85]
Όσον αφορά την ελληνική περίπτωση ο «Ριζοσπάστης» καταγράφει πως η ελληνική
κυβέρνηση – που έχει αποφασίσει πλέον να στείλει αθλητές στη Μόσχα - «υποχωρώντας στις πιέσεις των ιμπεριαλιστών»
παρουσιάζει «σοβαρές ταλαντεύσεις και
υποχωρήσεις […] απέναντι στην
Ολυμπιάδα […] που τείνουν να
αποδυναμώσουν, σε μεγάλο βαθμό, το θετικό γεγονός της επίσημης συμμετοχής της
στους Αγώνες». Όπως σημειώνει πιο αναλυτικά «σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν σε κυριακάτικη εφημερίδα
εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης δεν πρόκειται να μεταβούν στη Μόσχα ενώ
υποβαθμισμένη θα είναι τόσο η εκπροσώπηση της επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων όσο
και των αθλητών»[86]. Η ενδιαφέρουσα διάσταση του ζητήματος της
έμμεσης υποβάθμισης των ΟΑ της Μόσχας εντοπίζεται, βάσει μεταγενέστερου
δημοσιεύματος της εφημερίδας, στο αθλητικό μέρος καθώς «οι προσωπικές επιδιώξεις ορισμένων μελών της ΕΟΑ μετράνε περισσότερο
από κάθε αξιοκρατικό στοιχείο στη συγκρότηση της Ολυμπιακή ομάδας». Πιο
συγκεκριμένα «λίγες μόνο μέρες πριν από
την Ολυμπιάδα της Μόσχας […] οι
διάφοροι “μανδαρίνοι” της ΕΟΑ συνεχίζουν την προώθηση αθλητών από την “εκλογική
περιφέρεια” τους»[87] αποδεικνύοντας και σε αυτή την περίπτωση την ευθεία σχέση
πολιτικής και αθλητισμού.
3.2.2 Η ανταπόκριση των Αγώνων
Όπως
αναφέραμε και παραπάνω, οι Αγώνες διήρκεσαν από τις 19 Ιουλίου έως και τις 3
Αυγούστου. Σε αυτές τις 16 ημέρες, αναφορικά με την κάλυψη αυτών, η βασική
θεματική του «Ριζοσπάστη», σε ανάλογο
περίπου βαθμό με αυτήν της περιόδου που προηγείται των Ολυμπιακών, θα
αναπαράγεται γύρω από τρεις βασικές συνιστώσες.
Πρώτη, και κυριότερη όλων, θα είναι οι ίδιοι οι Αγώνες και
όλα τα παρελκόμενα τους με στόχευση στην ανάδειξη, μέσω των δημοσιευμάτων, της
σημασίας και της βαρύτητας του γεγονότος. Πέραν των τελετών έναρξης και λήξης
οι οποίες – δίχως σκέψη για το αντίθετο – χαρακτηρίζονται υπερθετικά, ιδιαίτερο
βάρος «ρίχνεται» στην ανάδειξη του ανταγωνισμού αλλά και των εγκαταστάσεων.
Πιο συγκεκριμένα από τις πρώτες, κιόλας, ημέρες των Αγώνων
αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους δημοσιεύματα που ανεβάζουν τον πήχη των
αγωνισμάτων. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα, σε συνέντευξη της με αθλητές στο
Ολυμπιακό Χωριό, σημειώνει πως «στόχος…» είναι
«…τα ρεκόρ».[88] Αναλόγως στα 1500 μ. γυναικών «το μετάλλιο θα κριθεί για 1 εκατοστό του
δευτερολέπτου» ενώ στην άρση βαρών θα υπάρξουν «αμφίρροπες αναμετρήσεις».[89] Η «μετουσίωση» των ανωτέρω θα έρθει την 22α
Ιουλίου – 3η ημέρα των Αγώνων – κατά την οποία ο «Ριζοσπάστης» δηλώνει πως «η Ολυμπιάδα της Μόσχας παρουσιάζει […] ένα
πρωτοφανέρωτο ύψος επιδόσεων όπως καμία
προηγούμενη…»[90] με επιστέγασμα της αφενός τη δήλωση του αντιπροέδρου της
Οργανωτικής Επιτροπής των αγώνων Β. Ποπόφ ο οποίος θα δηλώσει «χάσαμε τον αριθμό των ρεκόρ»[91] να αποτελεί, αφετέρου «το πιο υψηλό αθλητικό επίπεδο όλων των εποχών» καθώς «επί ένα 15ήμερο οι αθλητές 80 χωρών του
κόσμου αγωνίστηκαν […] και πέτυχαν
παγκόσμια, ολυμπιακά και πανευρωπαϊκά ρεκόρ που προκαλούν έκπληξη».[92]
Ανάλογη, με
αυτή των επιδόσεων, είναι και η χρήση του κοινού των Αγώνων. Όπως σημειώνει η
εφημερίδα, «χαρακτηριστικό του διαρκώς
αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι και το γεγονός ότι
τα στάδια είναι κατάμεστα από ενθουσιώδεις φιλάθλους που ζητωκραυγάζουν και
χειροκροτούν τους ολυμπιονίκες χωρίς διάκριση» ενώ συγχρόνως «το ίδιο μεγάλο ενδιαφέρον έχει προκαλέσει η
Ολυμπιάδα και σ’ εκείνες τις χώρες όπου οι κυβερνήσεις τους δεν επέτρεψαν στους
αθλητές να μετάσχουν στους Αγώνες» με ιδιαίτερη μνεία στο παράδειγμα της ΟΔ
της Γερμανίας όπου, σύμφωνα με τον «Ρ»,
λόγω της ανεπαρκέστατης και διαστρεβλωμένης περιγραφής των Ολυμπιακών Αγώνων
από τα μέσα ενημέρωσης, οι δυτικογερμανοί αναγνώστες και ακροατές καταφεύγουν
στα αντίστοιχα της ΓΛΔ, της Αυστρίας, της Ολλανδίας αλλά και άλλων γειτονικών
χωρών.[93]
Αναφορικά με
την οργάνωση, η εφημερίδα σημειώνει πως «δημοσιογράφοι
που πήραν μέρος σε πολλές Ολυμπιάδες του κόσμου μας δήλωσαν σε συζήτηση που
είχαμε μαζί τους ότι ποτέ δεν υπήρξε τόσο τέλεια οργάνωση της δημοσιογραφικής δουλειάς,
τέτοιες διευκολύνσεις και σ’ ότι αφορά τις συγκοινωνίες και σε άλλα θέματα».
Ομοίως, «οι αθλητές και οι επισκέπτες που
έχουν συγκεντρωθεί στη Μόσχα από όλες τις ηπείρους του κόσμου θεωρούν τα
κτίσματα […] σαν τα καλύτερα στην
Ιστορία των αγώνων αυτών».[94] Χαρακτηριστικές οι δηλώσεις για το Ολυμπιακό Χωριό σύμφωνα με τις
οποίες «αυτό που προσφέρει […] μπορεί να το περιγράψει κανείς μόνο με
υπερθετικούς χαρακτηρισμούς»[95] καθώς επίσης και για το σύνολο των αθλητικών
εγκαταστάσεων με ενδεικτικές αναφορές στο ποδηλατοδρόμιο χάρις στο οποίο,
σύμφωνα με δηλώσεις αθλητή, συνέβαλλε στο να αναδειχθεί ολυμπιονίκης κάνοντας
ρεκόρ όπως και στο «νερό της μοσχοβίτικης
πισίνας…» το οποίο σύμφωνα με δηλώσεις άλλου αθλητή «…είναι μαλακό και γρήγορο, είναι σαν να κινεί το ίδιο τον κολυμβητή…».[96]
Τέλος, όπως
αναφέραμε και παραπάνω, υπήρξαν κατά τη διάρκεια των αγώνων αλλά και κατόπιν
αυτών σημαντικές καταγγελίες για παρατυπίες και αβλεψίες των σοβιετικών,
κυρίως, διαιτητών. Ο «Ριζοσπάστης»
δημοσιεύει δήλωση του προέδρου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Στίβου σύμφωνα με την
οποία «οι αγώνες των αθλητών στίβου είναι
οργανωμένοι θαυμάσια και γίνονται σε υψηλό επίπεδο διαιτησίας» προσθέτοντας
«αυτό το είχα δηλώσει και παλιά και το
επαναλαμβάνω και σήμερα γιατί οι επινοήσεις που κυκλοφορούν από ορισμένους για
δήθεν σοβαρά λάθη της διαιτησίας δεν έχουν καμία βάση. Το κύρος των Σοβιετικών
διαιτητών είναι ακλόνητο και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τη τέλεια
ειδίκευση τους στον τομέα τους».[97]
Δεύτερη
σημαντική συνιστώσα της θεματικής του «Ρ»
για τους Αγώνες είναι αυτή της πρόσληψης και παρουσίασης των επιτυχιών ξένων
και ελλήνων αθλητών. Όσον αφορά τους πρώτους, ειδικότερα κατά την περίοδο των
Αγώνων, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως καταλαμβάνουν τα περισσότερα
αφιερώματα και δημοσιεύματα. Έτσι, επί παραδείγματι, σε προγνωστικά της
εφημερίδας σχετικά με τους ενδεχόμενους νικητές στα κυριότερα αγωνίσματα του
προγράμματος, παρατηρούμε πως τα περισσότερα «φαβορί» σύμφωνα με αυτή, είναι
αθλητές ανατολικών ή φίλα προσκείμενων, προς την ΕΣΣΔ, χωρών με χαρακτηριστικά
παραδείγματα Κουβανούς, Ούγγρους, Τσεχοσλοβάκους, Πολωνούς και φυσικά
Σοβιετικούς και Ανατολικογερμανούς.[98]
Τα επιτεύγματα των εν λόγω αθλητών και ο τρόπος
με τον οποίο παρουσιάζονται, έχουν επίσης
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πιο συγκεκριμένα, η επιτυχία της σοβιετικής αθλήτριας
Ιρίνας Καλίνικα χαρακτηρίζεται ως «παράδειγμα
θέλησης και επιμονής» ενώ ανάλογη είναι η προσέγγιση και για τον Κουβανό
αρσιβαρίστα Ντάνιελ Νουνιές.[99]
Αντιστοίχως, η Ιλένα Νταβίντοβα, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο «…μετά από μια τόσο σκληρή μάχη, που δεν ξαναδόθηκε στην ιστορία των
Ολυμπιακών Αγώνων» ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ο ολυμπιονίκης κολυμβητής
Βλαντιμίρ Σαλνίκοφ δηλώνει πως «γι’ αυτό
το ζήτημα άξιζε να κοπιάσω τέσσερα χρόνια».[100]
Σημαντική, επιπροσθέτως, προσέγγιση είναι και
αυτή της Γερμανικής ΛΔ και των επιτυχιών της. Σε αφιέρωμα του ο «Ριζοσπάστης» κάνει λόγο για το «“θαύμα” που ονομάζεται ΓΛΔ» καθώς η
χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου των Αγώνων, αλλά και εν τέλει, θα
κατατάσσεται δεύτερη πίσω από την ΕΣΣΔ. Σε αυτό ο αρχηγός της αποστολής της
ολυμπιακής ομάδας δίνει σαφείς πληροφορίες – οι οποίες έρχονται σε πλήρη
ταύτιση με εκείνες του Γαργαλιάνου όπως προαναφέρθηκαν παραπάνω – σχετικά με τη
σχέση αθλητισμού και πολιτικής σε ένα σοσιαλιστικό κράτος. Σύμφωνα λοιπόν με τα
λεγόμενα του το γεγονός της επιτυχίας της ΓΛΔ στους αγώνες οφείλεται:
«ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ αδιάκοπη φροντίδα της κομματικής και κρατικής ηγεσίας,
των κρατικών και κοινωνικών οργάνων για τον αθλητισμό και συγκεκριμένα τόσο για
τον λαϊκό αθλητισμό όσο και για τον αθλητισμό επιδόσεων […] ΣΤΟ ΑΥΣΤΗΡΟ μας σύστημα οργάνωσης του
αθλητισμού επιδόσεων […] ΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
ότι διαθέτουμε πολλές εκατοντάδες δοκιμασμένα έμπειρα στελέχη που στις
προηγούμενες δεκαετίες μορφώθηκαν […]
και διαθέτουν τις αναγκαίες κοινωνικοεπιστημονικές,
ιατρικές και αθλητικομεθοδικές γνώσεις» ενώ «ΜΑΣ ΒΟΗΘΑΕΙ ιδιαίτερα η ανάπτυξη του παιδικού νεολαιίστικου
αθλητισμού…»
Ανάλογης σημασίας είναι και η άποψη του για το επαγγελματικό ή
ερασιτεχνικό υπόβαθρο των αθλητών της ΓΛΔ.[101] Αναφορικά λοιπόν με αυτή την περίπτωση
σημειώνεται πως:
«ο ισχυρισμός ότι τάχα οι
αθλητές μας δεν ασκούν ή δεν έχουν μάθει κανένα επάγγελμα είναι ψέμα ή
συνειδητή επινόηση που αποσκοπεί να δυσφημίσει τις καλές επιδόσεις και γενικά
την προγραμματισμένη ανάπτυξη του αθλητισμού στη χώρα μας» για να συμπληρώσει πως «είναι
χαρακτηριστικό του σοσιαλιστικού τρόπου ανάπτυξης του αθλητισμού ότι κάθε
αθλητής πρέπει παράλληλα να αναπτύσσεται επαγγελματικά και μορφωτικά».[102]
Πέραν ωστόσο της αναφοράς στους ξένους αθλητές, σημαντική – ίσως
σημαντικότερη σε επίπεδο κριτικής – είναι η προσέγγιση στους Έλληνες αθλητές
και τις επιτυχίες τους. Σχετικά λοιπόν με την προετοιμασία τους παρά το γεγονός
πως, σύμφωνα με τον β’ αντιπρόεδρο του ΣΕΓΑΣ Β. Μισαηλίδη, υπάρχουν ελπίδες για
διάκριση ορισμένων αθλητών, οι περισσότερες εκτιμήσεις είναι απαισιόδοξες λόγω
της έλλειψης ουσιαστικών αθλητικών εγκαταστάσεων όπως κλειστού γυμναστηρίου που
θα επιτρέπει στους αθλητές να γυμνάζονται και τον χειμώνα καθώς επίσης η
ανεπάρκεια σε γήπεδα με ταρτάν όπως και η ίδρυση ενός ειδικού κέντρου για
ρίψεις.[103]
Στο ίδιο μήκος
κύματος, κατά τη διάρκεια των Αγώνων, εμφανίζονται δημοσιεύματα που βασιζόμενα
στο προαναφερθέν γεγονός συγκρίνουν την αθλητική πολιτική της Ελλάδος με τις
αντίστοιχες ανατολικών χωρών. Χαρακτηριστικό το δημοσίευμα που αναφέρει πως «οι προσωπικές ή και ομαδικές φιλοδοξίες δεν
επαρκούν για να αναπτυχθεί ο αθλητισμός και να κατακτηθούν χρυσά, αργυρά ή
χάλκινα μετάλλια. Το παράδειγμα της ΛΔ Ουγγαρίας, μιας μικρής επίσης
σοσιαλιστικής χώρας αποδεικνύει ότι δεν είναι η έκταση του εδάφους ή το σύνολο
του πληθυσμού που καθορίζουν τις επιτυχίες αλλά η αθλητική πολιτική που
ακολουθεί η κυβέρνηση της χώρας».[104]
Ακόμη και στις επιτυχίες των Ελλήνων αθλητών, όπως του Μυγιάκη, υπάρχει μια
ευθυγράμμιση που έμμεσα συνδέει το γεγονός αυτό με ένα σοβιετικό υπόβαθρο αλλά
και μια κριτική απέναντι στην ελληνική πολιτεία. Πιο συγκεκριμένα ο «Ρ» σε αφιέρωμα του για το χρυσό
μετάλλιο του Έλληνα παλαιστή αναφέρει πως σημαντικός παράγοντας υπήρξε «…η γνωριμία του με τη σοβιετική σχολή
πάλης» προσθέτοντας πως επανειλημμένα είχε αγωνιστεί σε παγκόσμια
πρωταθλήματα και διεθνείς αγώνες σε πόλεις της ΕΣΣΔ[105]
ενώ το «λαογέννητο ταλέντο του άντεξε […]
στον καπιταλιστικό λαβύρινθο της
καθημερινής βιοπάλης» και στο «αστικό
μας κράτος [που] έχει καταδικάσει τον
Ελληνικό αθλητισμό σε ισόβια φυτοζωία».[106]
Τέλος, στην αποτίμηση
της η εφημερίδα αναφέρει πως χάρη στα μετάλλια και στις ατομικές επίπονες
προσπάθειες «…η αθλητική αντιπροσωπεία
γυρίζει στην Αθήνα με μερικές δάφνες». Ωστόσο «…δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο αθλητικός κόσμος είναι σε θέση να
κάνει και συγκρίσεις. Να διαπιστώσει π.χ ότι και άλλες μικρές βαλκανικές χώρες […]
πήραν περισσότερα μετάλλια γιατί
προώθησαν περισσότερο τον αθλητισμό τους. Και οι Έλληνες αθλητές στις
συνομιλίες τους με τους δημοσιογράφους δεν αποκρύπτουν το παράπονο τους: Ότι το
κράτος δεν υποστηρίζει όσο και όπως πρέπει τον αθλητισμό».[107]
Τρίτη συνιστώσα της θεματικής του «Ριζοσπάστη» είναι τα ζητήματα που αφορούν τους Ολυμπιακούς Αγώνες
έμμεσα. Όσον αφορά την «εγχώρια διάταξη», η εφημερίδα στα πλαίσια της
τηλεοπτικής μετάδοσης των Αγώνων, και αφού προηγουμένως έχει καταγγείλει την
υποβάθμιση τους από την ελληνική κυβέρνηση, καταγγέλλει το «τηλεοπτικό αντιολυμπιακό αίσχος της ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ» καθώς «λογοκρίθηκαν η τελετή έναρξης και ομιλίες».
Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται πως «πετσοκόφτηκαν»
η παρέλαση των εθνικών αθλητικών ομάδων μαζί και της ελληνικής, το εισαγωγικό
μέρος του προγράμματος της τελετής καθώς και το καλλιτεχνικό πρόγραμμα με
φανερό τον εκνευρισμό του τηλεπαρουσιαστή που «μεταφράστηκε» σε πλήθος
κακόβουλους ψυχροπολεμικούς υπαινιγμούς αλλά και ορισμένες σκόπιμες
«“καθυστερήσεις”» ή «“παραποιήσεις”» ενώ χαρακτηριστική είναι και η αναφορά
στις αποστολές που παρέλασαν με την ολυμπιακή σημαία καθώς «η άρνηση ορισμένων επιτροπών να παρελάσουν με την εθνική τους σημαία
παρουσιάστηκε σαν έκφραση διαθέσεων “αποπολιτικοποίησης” των Αγώνων !». Στο
ίδιο μήκος κύματος συγχρόνως, σύμφωνα με τον «Ρ», χαρακτηριστική είναι και η προβολή τηλεταινιών με
«ψυχροπολεμική θεματική» όπως «“Οι
μυστικές υπηρεσίες της ΕΣΣΔ”» ή « “O έρωτας δύο αθλητών, ενός
Αμερικάνου και μιας Σοβιετικής στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων”».[108]
Σε ανάλογο επικριτικό τόνο η εφημερίδα
ασχολείται και με τον διεθνή αντίκτυπο των Αγώνων. Κυριότερο γεγονός κατά τη διάρκεια
αυτών «η “παρηγοριά” στους αθλητές των
ΗΠΑ» με την ΟΕ των ΗΠΑ που δέχτηκε την απόφαση του Κάρτερ για μποϊκοτάζ να
επιχειρεί «…να εξευμενίσει τους
Αμερικάνους αθλητές, οι οποίοι καταδίκασαν την ενέργεια αυτή…» απονέμοντας
τους από ένα αναμνηστικό χρυσό μετάλλιο.[109]
Το «…μετάλλιο της ντροπής» σύμφωνα με
την εφημερίδα έχει δύο όψεις οι οποίες «αντανακλούν» «το πρόσωπο της επαίσχυντης πολιτικής της Ουάσινγκτον που χτύπησε
πισώπλατα το διεθνές ολυμπιακό κίνημα» καθώς και «…την απογοήτευση και την πίκρα των αθλητών που δεν τους άφησαν να
πάρουν μέρος στον αγώνα για τις πολυτιμότερες για αυτούς διακρίσεις».[110]
Συμπεράσματα
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Μόσχας, οι πρώτοι που
διοργανώθηκαν στην ιστορία του θεσμού σε σοσιαλιστικό κράτος, αποτέλεσαν
αναμφίβολα το σημαντικότερο αθλητικό γεγονός του 1980 και ένα από τα
σημαντικότερα της επικείμενης δεκαετίας Η σημασία τους δεν έγκειται, ακόμη και
σήμερα, στο που έλαβαν χώρα ή ποια ήταν τελικώς τα αποτελέσματα τους και οι
παρακαταθήκες τους όσο στο υπό ποιες συνθήκες διοργανώθηκαν και πως αυτές τους
επηρέασαν τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια τους.
Όπως αναφέραμε και
στην εισαγωγή αυτής της εργασίας, ένας πολύ σημαντικός πλέον «δίαυλος» ιστορικής
ανάγνωσης είναι ο Τύπος καθώς επίσης και τα κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά ή
οικονομικά «σημεία των καιρών», ένα από τα οποία απαντάται στο φαινόμενο του
αθλητισμού και όλων των παρελκόμενων του.
Μέσα λοιπόν από τον συνδυασμό αυτών των
δύο, και συνεπικουρούμενης της ιδεολογίας που φέρει τόσο το πολιτικά φορτισμένο
γεγονός των Αγώνων όσο και το μέσο – στην προκειμένη ο «Ριζοσπάστης» - επιχειρήσαμε να αναδείξουμε τον χαρακτήρα όλων
αυτών των συνθηκών οι οποίες, τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών,
«διυλίστηκαν» μέσω αυτού και αναπαραστάθηκαν στο προκείμενο ιστορικό πεδίο με
βασικότερες τον «δεύτερο ψυχρό πόλεμο» αλλά και την έντονη προεκλογικά πολιτική
κατάσταση της χώρας μας.
Αν λοιπόν, εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε
να ορίσουμε κανονιστικά και δεοντολογικά, χωρίς να είμαστε αυθαίρετοι και
γενικοί, το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως ο
αθλητισμός λειτουργεί, σε μεγάλο αλλά όχι ολοκληρωτικό βαθμό, ως μέσο πολιτικής
πίεσης και κριτικής. Ειδικότερα όταν αυτό το γεγονός «αποτυπώνεται» στις
σελίδες ενός οποιουδήποτε έντυπου μέσου με σαφή πολιτική οριοθέτηση, όπως στην
προκειμένη ο «Ρ», τότε η «ιστορική
ανάγνωση» μπορεί σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό να συμβάλλει προς μια κάποια «σκιαγράφηση»
του εκάστοτε ιστορικού αντικειμένου.
Κατεβάστε ολόκληρη την εργασία από εδώ: https://docs.google.com/file/d/0B3tbyURfAyrmSlRkeGxjQnhiYkk/edit?usp=sharing
[1]J. L. Secker, “Newspapers and historical research: a study of historians an
custodians in Wales”, Aberystwyth University, 1999, 4 στην ιστοσελίδα http://cadair.aber.ac.uk/dspace/handle/2160/3534 (πρόσβαση: 03/06/2011, 19:43)˙ πρβλ. όπως ειπώθηκε από τον C. Smith και καταγράφεται στο P. Hennessy, “What the Papers never said”, London, Portcullis Press, 1985
[2] Ν.
Μπάλτα – Δ. Παπαδημητρίου, «Σημειώσεις
για την Ιστορία του Τύπου. Η ελληνική και ευρωπαϊκή διάσταση», Οδυσσέας,
Αθήνα, 1993, 9
[3] J. F. Rhodes, Historical Essays, σσ. 33, 34, www.munseys.com/diskfive/hises.pdf (πρόσβαση: 03/06/2011, 15:06)
[4] B. Wax, “Newspaper Collection and History”, 257, http://www.ideals.illinois.edu/bitstream/handle/2142/6176/librarytrendsv13i2j_opt.pdf?sequence=1 (πρόσβαση: 05/06/2011, 11:27)
[5] Για
τις συνθήκες κατά τις οποίες έλαβε χώρα αυτός ο μετασχηματισμός του τύπου βλέπε
Δ. Κ. Ψυχογιός, «Τα Έντυπα Μέσα
Επικοινωνίας. Από τον πηλό στο Δίκτυο», 3η εκδ., Αθήνα,
Καστανιώτης, 2004, 300-316
[6] Ν.
Μπάλτα, «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος
1946-1949 μέσα από το γαλλικό τύπο», Οδυσσέας, Αθήνα, 1993, σσ. 27, 28-30
[8] Κατά
την άποψη μας η ιστορία του Τύπου με τον Τύπο ως ιστορική πηγή είναι μια σχέση
αμφίδρομη και διαλεκτική και κατά αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να προσεγγίζεται
και ερευνάται. Ενδεικτικά για την ελληνική περίπτωση βλέπε Δ. Κ. Ψυχογιός, ο.π,
354-417˙ Ν. Μπάλτα – Δ. Παπαδημητρίου, ο.π, 49-89
[9] R. Wheeler, “Teaching Sport as History, History
through Sport”, The History Teacher,
Vol. II, No. 3 (May, 1978), 312
[10] D. McComb, “Sports
in World History”, New York, Routledge, 2004, 4
[11]
Για την ανάπτυξη του βλέπε ενδεικτικά στη διπλωματική εργασία του Γ. Γάσια «Η Περίπτωση Των Ποδοσφαιρικών Σωματείων Στην
Ελληνική Κοινωνία Του Μεσοπολέμου 1922-1936», Ρέθυμνο, 2005, 26-28, (ανέκδοτη μεταπτυχιακή
εργασία) ή στο D. McComb, ο.π, 46-48
[14] Για την περίπτωση της Αφρικής βλέπε ενδεικτικά στο D. McComb, ο.π, 70-71 καθώς και στο K. Greenstreet, “The Politics of
African Soccer”, Soccer Politics Pages, http://sites.duke.edu/wcwp/research-projects/africa/the-politics-of-african-soccer (πρόσβαση: 12/06/2011, 12:03)
[15] D.
Nammour – W. Flaherty, “Argentina”, Soccer Politics
Pages, http://sites.duke.edu/wcwp/research-projects/politics-and-sport-in-latin-america/argentina/ (πρόσβαση: 12/06/2011, 12:43)˙ D.Levine - L. King, “Brazil”, Soccer Politics Pages, http://sites.duke.edu/wcwp/research-projects/politics-and-sport-in-latin-america/brazil/ (πρόσβαση: 12/06/2011, 12:45)
[17] Δ.
Γαργαλιάνος, «Αθλητισμός και εξωτερική
πολιτική», Αθήνα, Παπαζήσης, 1998, σσ. 80-81, 84˙ πρβλ. όπως αναφέρονται
αντίστοιχα στα Kyrolainen
& Varis (1981) και Houlihan (1994)
[18]
χαρακτηριστικό της ουτοπικής προσέγγισης του ντε Κουμπερταίν στους Αγώνες είναι
η αποστροφή του σύμφωνα με την οποία «οι
πόλεμοι ξεσπούν επειδή τα έθνη παρανοούν το ένα το άλλο. Δεν θα έχουμε ειρήνη
μέχρι οι προκαταλήψεις που τώρα χωρίζουν τις διαφορετικές φυλές σταματήσουν να
υπάρχουν […] Οι Ολυμπιακοί Αγώνες,
της αρχαιότητας, εγκρατούσαν τους αθλητές και προωθούσαν την ειρήνη. Δεν θα
ήταν λοιπόν φαντασιοκόπο να αναζητήσουμε σε αυτούς ανάλογες ευεργεσίες για το
μέλλον»˙ Eld. E. Snyder – Elm. A. Spreitzer, «Social Aspects of Sport», 2nd ed., New Jersey, Prentice – Hall Inc., 1983, 248-249˙ πρβλ. A. Strenk, “What price victory? The world of
international sports and politics”, Annals
of the American Academy of Political and Social Sciences 445 (September) :
128 – 40 καθώς και L. Benjamin – D. Kanin – A. Strenk, «Olympian», B.
Lowe (edt.), Sport and International
Relations. Champaign, I1,: Stipes
[19]
Ευ. Αχ. Φιλίππου, «Ολυμπιακή εκεχειρία», στο Στ. Φασουλάκης (επιμ.), Ολυμπιακά Ιστορικά. Η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Από το 776
π.Χ στο 1896 και στο 2004 , τ. 5, Αθήνα, εφημ. Ελευθεροτυπία, 2004, 488-489
[20] Λ.
Παπαστεφανάκη, «Μποϊκοτάζ και βίαια επεισόδια στους Ολυμπιακούς Αγώνες», στο
Στ. Φασουλάκης (επιμ.), ο.π, 8-9
[21] Χ.
Κουλούρη, «Αθλητισμός και Σπορ», στο Χρ. Χαυζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδος του 20ου
αιώνα 1900 – 1922 ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ, τ. Α2, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, 404
[22] J. Riordan, “To μποικοτάζ του Ψυχρού Πολέμου. Λος
Άντζελες δεν καλεί Μόσχα …»,
http://archive.in.gr/Reviews/placeholder.asp?lngReviewID=9705&lngChapterID=-1&lngItemID=9714
(πρόσβαση 19/06/2011, 13:46)
[23] Ευ.
Αχ. Φιλίππου, ο.π, 497
[24] Για
μια αναλυτικότερη προσέγγιση στον πολιτικό χαρακτήρα των Ολυμπιακών Αγώνων έως
και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπε στο Ευ. Αχ. Φιλίππου, ο.π, 490-512˙ αναφορικά
με τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου μια διεξοδικότερη ανάλυση μπορεί να βρεθεί
και στο Λ. Παπαστεφανάκη, ο.π, 17-33
[26] J. Riordan, “Rewriting Soviet Sport History”, Journal of Sports History, Vol. 20, No.
3, (Winter 1993), 247-248
[27] Δ. Γαργαλιανός, ο.π, σσ. 135, 136-137˙ πρβλ. όπως
ειπώθηκε από
τον Riordan, 25 (1993)˙ Λ. Παπαστεφανάκη, ο.π, 10-11˙ B. Keys, “Soviet Sport and Transnational Mass Culture in the 1930s”, Journal
of Contemporary History, Vol. 38, No. 3, Sport and Politics. (Jul., 2003),
417-418
[28] E, Mertin, “Games of 1980 and 1984. Explaining the
boycotts to their own people”, στο St. Wagg, D. Andrews (edt.), East plays West. Sport and the Cold War, London, Routledge, 2006,
236
[29] Π. Στεποβόι, «Αθλητισμός. Πολιτική και Ιδεολογία»,
μτφρ. Β. Ζούνης, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986, σσ. 8, 9
[31] έως
και το 1992 η υπερίσχυση των δεύτερων θα είναι συντριπτική υπέρ των πρώτων˙ D. McComb, ο.π, 86
[32] Ευ.
Αχ. Φιλίππου, «Ψυχροπολεμικοί
Ολυμπιακοί», http://www.kathimerini.gr/4Dcgi/4dcgi/_w_articles_kathglobal_1_16/05/2004_1282827
(πρόσβαση 17/06/2010, 12:32)
[35] Η E. Mertin στο άρθρο της αναφέρει πως αυτή η
προσπάθεια της ΕΣΣΔ δεν ήταν η πρώτη καθώς είχε επιχειρήσει αναλόγως και το
1970, με τη διοργάνωση ωστόσο να πηγαίνει στον ουδέτερο ψυχροπολεμικά Καναδά
και την πόλη του Μόντρεαλ, γεγονός το οποίο αποσιωπάται από τη σοβιετική
φιλολογία˙ E, Mertin, ο.π
[36] Ο.π,
238
[37] Όπως
αναφέρει και ο Riordan οι
περισσότερες ενστάσεις έγκειτο σε ζητήματα παραβιάσεων της Συνθήκης του Ελσίνκι
για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πιο συγκεκριμένα «σύμφωνα με τις αναφορές που
δημοσιεύθηκαν, οι αρχές επρόκειτο εν όψει των Αγώνων να απομακρύνουν από την
πρωτεύουσα όλα τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο, τις πόρνες και τους
αντιφρονούντες - μια φήμη που αποδείχθηκε αληθινή, τουλάχιστον στις δύο
τελευταίες περιπτώσεις»˙ J. Riordan, ο.π
[38] 1980
Summer Olympics Letter to the President of the U.S. Olympic Committee on the
Games To Be Held in Moscow, http://www.presidency.ucsb.edu/ws/index.php?pid=33059#ixzz1Pu4vqqzv (πρόσβαση 21/06/2011, 13:08)
[39] T. Caraccioli – J. Caraciolli, “Boycott. Stolen dreams of the 1980 Moscow Olympic Games”, προλ. W. F. Mondale, New York, New Chapter Press, 2008, σσ. 24, 42, 57, 59
[41] The Olympic
Boycott 1980, http://history.state.gov/milestones/1977-1980/Olympic (πρόσβαση: 22/06/2011, 13:38)
[42]
Ανάλογη ήταν και η στάση των ΗΠΑ απέναντι στους αθλητές τις καθώς τους απείλησε
πως σε περίπτωση συμμετοχής θα τους αφαιρεθούν τα διαβατήρια τους
[44] T. Caraccioli – J. Caraciolli, ο.π, σσ. 114, 115˙ Για την ιστορία
του πολιτικού μποϊκοτάζ στους Ολυμπιακούς Αγώνες ενδεικτικά βλέπε Λ.
Παπαστεφανάκη, ο.π, 45-49
[45] Λ.
Παπαστεφανάκη, ο.π, 47
[46] Π.
Στεποβόι, ο.π, 114-115
[48] Α.
Διαμαντής, «Μόσχα 1980», στο Στ. Φασουλάκης (επιμ.), Ολυμπιακά
Ιστορικά. Η ιστορία των
Ολυμπιακών Αγώνων. Από το 776 π.Χ στο 1896 και στο 2004 , τ. 4, Αθήνα,
εφημ. Ελευθεροτυπία, 2004, σσ. 251, 252, 265, 290
[49] Ε.
Γαζή, «Δεκαετία του ’80. Άρχισε νωρίς, τελείωσε αργά», http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=343854
(πρόσβαση: 23/06/2011, 11:03)
[50] G. Th. Mavrogordatos, “The Emerging Party System”, στο R. Clogg (επιμ.), “Greece in
the 1980’s”, Hong Kong, Macmillan, 1983, 72-84
[51] Γ.
Καραμπελιάς, «Κράτος και Κοινωνία στη Μεταπολίτευση (1974-1988)», Αθήνα,
Εξάντας, 1989, 167-168
[52] Για
μια ενδεικτική παρουσίαση του συγκεκριμένου προεκλογικού αγώνα βλέπε Α. Ι. Μάνεσης, «Η προεκλογική
διαδικασία: προγράμματα, τακτικές, ύφος», στο Ν. Π. Διαμαντούρος, Π. Μ.
Κιτρομηλίδης, Γ. Θ. Μαυρογορδάτος (επιμ.), «Οι
εκλογές του 1981», Αθήνα, Εστία, 1984, 13-31
[53] Δ.
Κ. Ψυχογιός, ο.π, 419
[54]Δ.
Παπανικολάου, «1980-1989: Η δεκαετία που όλα μπερδεύτηκαν» http://www.tanea.gr/politismos/article/?aid=4579271
(πρόσβαση: 24/06/2011, 11:35)
[55] Μ.
Κομνηνού, «Από την αγορά στο θέαμα.
Μελέτη για τη συγκρότηση της δημόσιας σφαίρας και του κινηματογράφου στη
σύγχρονη Ελλάδα, 1950-2000», Αθήνα, Παπαζήσης, 2001, 162
[56] Ο.π,
165˙ πρβλ. A. Darzanou, La Presse
Quartidienne
: Profiles
et
evolution des
ses
volumes, Παρίσι,
1992˙ χαρακτηριστικό επίσης αυτής της τάσης το
[57] Δ.
Κ. Ψυχογιός, ο.π, 495
[58]
Βλέπε ενδεικτικά «Ριζοσπάστης»,
1/8/1980, 1 καθώς και 3/8/1980, 1 και 5/3/1980, 1
[59] Στ.
Πεσμαζόγλου, «Σχήμα ερμηνείας της προεκλογικής λειτουργίας του Τύπου», στο Ν.
Π. Διαμαντούρος κ.α (επιμ.), ο.π, 62
[60] Β.
Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος, «Κοινωνικός εκσυγχρονισμός. Το κοινωνικό κράτος,
οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις και τα όρια τους», στο Β. Βαμβακάς – Π.
Παναγιωτόπουλος (επιμ.), «Η Ελλάδα στη
δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό», Αθήνα, Το
Πέρασμα, 2010, XLIII
[61]
Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, Αθήνα 2/9/2008,
στο http://www.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=4707712&textCriteriaClause=%2BΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ+%2BΑΓΩΝΕΣ
(πρόσβαση 1/7/2011, 10:58)
[62] «Η
Μόσχα και ο… κατήφορος», στο http://www1.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=2444974&textCriteriaClause=%2BΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ+%2BΑΓΩΝΕΣ
(πρόσβαση 1/7/2011, 11:45)
[63] «Ριζοσπάστης», 12/1/1980, 10
[64] Ο.π,
17/1/1980, 12
[65] Ο.π,
20/1/1980, 15
[66] Ο.π,
25/1/1980, 10 και 2/2/1980, 10
[67] Ο.π,
24/1/1980, 12
[68] Ο.π,
30/1/1980, 10
[69] Ο.π,
8/2/1980, 10
[70] Ο.π,
13/1/1980, 1
[71] Ως
οργανισμός, η ΓΓΑ συστήνεται επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή με απευθείας
υπαγωγή στον ίδιο˙ Γ. Δ. Ιωαννίδης, «Κ.Γ. Καραμανλής : έργα για τον αθλητισμό –
αγώνας για τα Ολυμπιακά Ιδεώδη», στο Κ. Σβολόπουλος – Κ. Ε. Μπότσιου – Ευ.
Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τομ. 3, Αθήνα, ΙΚΚ, 2008, 489
[72] Ο.π,
24/1/1980, 10
[73] Ο.π,
27/1/1980, 1
[74] Ο
ρόλος του «θεματοφύλακα» που η ελληνική πολιτεία έπαιζε αναφορικά με τους ΟΑ
δεν αποτελούσε πρωτόγνωρο φαινόμενο. Όπως σημειώνει η Χρ. Κουλούρη, πρώτος
ιστορικά που επιχείρησε κάτι τέτοιο ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ όταν στα
πλαίσια του επίσημου γεύματος που ακολούθησε των Αγώνων του 1896 ευχήθηκε η
Ελλάδα να καταστεί μόνιμο και διαρκές πεδίο τους ερχόμενος κατά αυτό τον τρόπο
σε ρήξη με τη ΔΟΕ. Η «Μεσολυμπιάδα» του 1906 στην Αθήνα θα αποτελέσει ανάλογη
περίπτωση καθώς ο θεσμός είχε περιέλθει στην αφάνεια και την απαξία τόσο στο
Παρίσι όσο και στο Σεντ Λούις το 1900
και 1904 αντίστοιχα. Στις 31/07/1976, εν
μέσω της διεξαγωγής των Αγώνων στο Μόντρεαλ, ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής με
επιστολή του προς τον πρόεδρο της ΔΟΕ λόρδο Κιλλάνιν θα εκφράσει ξανά το αίτημα
επιστροφής τους στη κοιτίδα τους προκειμένου
όχι μόνο να επιτευχθεί ένας υψηλός συμβολικός στόχος αλλά και να «“…καταστεί δυνατόν να απαλλαγεί ο θεσμός
από όσα νόθα στοιχεία έχουν βαθμηδόν συσσωρευτεί και απειλούν να τον μαράνουν”»
καθώς και να «“…επαναφερθεί,
συγκεκριμένα, το αυστηρό και λιτό αθλητικό πνεύμα, η συγκινητική έννοια του
αγώνος για τον αγώνα”» όπως και να «“…αποκλειστεί
κάθε είδος πολιτικού ή εθνικού ανταγωνισμού και κάθε εξωαθλητική εκμετάλλευση
του αθλητισμού […]”». Το 1980,
τελικώς, το αίτημα θα επανεπικαιροποιηθεί στα πλαίσια της σοβιετικής εισβολής
στο Αφγανιστάν με ενθαρρυντικές αυτή τη φορά, ωστόσο, προοπτικές πραγματοποίησης
του καθώς τον Απρίλιο του ιδίου έτους Ειδική Επιτροπή της ΔΟΕ με πρόεδρο τον
πρέσβη Λ. Γκιραντού θα επισκεφθούν την Ελλάδα και θα ξεναγηθούν από τον
πρωθυπουργό στους χώρους της αρχαίας Ολυμπίας γεγονός που με τη σειρά του θα
προκαλέσει «…την επίσπευση της εκπόνησης,
εκ μέρους της ελληνική πλευράς, σχεδίου συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδος και της
ΔΟΕ, που θα καθόριζε το νομικό καθεστώς των ολυμπιακών εγκαταστάσεων στο χώρο
της Ολυμπίας, ο οποίος στο εξής θα χαρακτηριζόταν απαραβίαστος»˙ αναφορικά
με τον συνολικό ρόλο που διαδραμάτισε η ελληνική πολιτεία στο ολυμπιακό κίνημα
βλ. Χρ. Κουλούρη, «Ελληνική πολιτική και ολυμπιακό κίνημα», http://archive.in.gr/Reviews/placeholder.asp?lngReviewID=9705&lngChapterID=-1&lngItemID=9716
(πρόσβαση 3/7/2011, 12:30)˙ αναλυτικότερα για τον ρόλο του Κ. Καραμανλή βλ. Γ.
Πανουσάκης, «Το όραμα του Κ. Καραμανλή για την αναβίωση του Ολυμπιακού
Ιδεώδους. Η πρόταση του για τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων στην
Ελλάδα», στο Κ. Σβολόπουλος κ.α (επιμ.),
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τομ. 3, Αθήνα, ΙΚΚ, 2008, 493 - 499
[75] Ο.π,
16/2/1980, 8 και 20/2/1980, 9
[76] Ο.π,
22/3/1980, 10
[77] Ο.π,
28/3/1980, 10
[78] Ο.π,
12/4/1980, 10
[79] Ο.π,
15/4/1980, 10 και 16/4/1980, 10 καθώς και 18/4/1980, 10
[80] Ο.π,
15/3/1980, 8˙ το δημοσίευμα αυτό αποτελεί μια άτυπη συνέχεια ενός, προ μηνός,
δημοσιεύματος που αναφέρει πως οι «9» της ΕΟΚ αν και δεν κατέληξαν σε αποφάσεις
προσπαθούν να «συντονιστούν» πολιτικά απέναντι στο Μποϊκοτάζ «…ώστε να μην υπάρξουν αντιδράσεις από τη
δημοκρατική κοινή γνώμη…»˙ «Ριζοσπάστης»,
6/2/1980, 10
[81] Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να
σημειώσουμε πως η κυβερνητική πολιτική στην περίπτωση του μποϊκοτάζ δεν
αντικατοπτρίζει τη συνολική εξωτερική πολιτική της Ελλάδος όπως αυτή
καταγράφηκε από το 1974. Χαρακτηριστικά ο Γ. Σακκάς σημειώνει επ’ αυτού πως «εκμεταλλευόμενη την επικράτηση του κλίματος
ύφεσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων και επηρεασμένη από το έντονο
αντιαμερικανικό κλίμα…» η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή «… επιχείρησε να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη – πολυδιάστατη εξωτερική
πολιτική…». Βασικοί άξονες αυτής, πέραν των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του
«Κυπριακού», η ενίσχυση των δεσμών και διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας με
περιφερειακούς γεωπολιτικούς πόλους όπως η Σοβιετική Ένωση ή ο ευρύτερος
αραβικός κόσμος˙ για την εξωτερική πολιτική με Σοβιετική Ένωση και μέση ανατολή
βλ. ενδεικτικά Γ. Σακκάς, «Η ελληνική πολιτική στη Μέση Ανατολή επί κυβερνήσεων
Κωνσταντίνου Καραμανλή», στο Κ. Σβολόπουλος κ.α (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τομ. 2, Αθήνα, ΙΚΚ,
2008, 359 – 360 και Ar. A. Ulunyan, “Karamanlis’ Greece and the Soviet Union (Flashpoints and Observations), late 1950’s – 1970’s, στο Κ. Σβολόπουλος κ.α (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό
αιώνα, τομ. 2, Αθήνα, ΙΚΚ, 405
[82] Ο.π,
22/4/1980, 8
[83] Ο.π,
24/5/1980, 10
[84]
Στους ΟΑ του Μόντρεαλ, έλαβε χώρα η πρώτη μαζική πολιτική αποχή με θύμα τους
ίδιους τους Αγώνες. Στις 3 Ιουλίου, λίγο χρονικό διάστημα πριν την έναρξη τους,
τα κράτη της Αφρικής ανακοίνωσαν ότι θα κάνουν μποϊκοτάζ αν γίνει δεκτή η Νέα
Ζηλανδία. Η απόφαση αυτή πάρθηκε αφενός λόγω των φυλετικών διακρίσεων που
επικρατούσαν στη χώρα αυτή αφετέρου εξαιτίας της περιοδείας της ομάδας ράγκμπι
των “All Blacks” (προσωνύμιο της εθνικής ομάδας
ράγκμπι της Ν. Ζηλανδίας λόγω του χρώματος της εμφάνισης της) στη Ν. Αφρική
νωρίτερα την ίδια χρονιά. Η άρνηση της ΔΟΕ στο αίτημα θα οδηγήσει το σύνολο των
αφρικανικών χωρών να εγκαταλείψουν τους Αγώνες και με αυτόν τον τρόπο οι
Ολυμπιακοί του Μόντρεαλ θα χαρακτηριστούν ως «οι αγώνες των τεσσάρων κύκλων»
καθώς μια ολόκληρη ήπειρος (με εξαίρεση το Μαρόκο, την Τυνησία και την
Σενεγάλη) δεν συμμετείχε σε αυτόυς˙ Α. Διαμαντής, «Μόντρεαλ 1976», στο Στ.
Φασουλάκης (επιμ.), Ολυμπιακά Ιστορικά. Η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Από το 776
π.Χ στο 1896 και στο 2004 , τ. 4, Αθήνα, εφημ. Ελευθεροτυπία, 2004,
201
[85] Ο.π,
1/6/1980, 6 καθώς και 28/5/1980, 12
[86] Ο.π,
10/6/1980, 1˙ στο ίδιο άρθρο υπενθυμίζεται που στους αμέσως προηγούμενους
Ολυμπιακούς Αγώνες την ελληνική αποστολή είχαν συνοδεύσει ο πρόεδρος και ο
γενικός γραμματέας της ΕΟΕ, ο προσωπικός σύμβουλος του πρωθυπουργού σε θέματα
αθλητισμού καθώς και, «ιδιωτικώς» όπως σημειώνεται, ο αδερφός του.
[87] Ο.π,
1/7/1980, 10
[88] Ο.π,
19/7/1980, 3
[89] Ο.π,
20/7/1980, 8, 9
[90] Ο.π,
22/7/1980, 1
[91] Ο.π,
1/8/1980, 7
[92] Ο.π,
2/8/1980, 9
[93] Ο.π,
27/7/1980, 1
[94] Ο.π
καθώς και στη σελίδα 8
[95] Ο.π,
19/7/1980, 3
[96] Ο.π,
5/8/1980, 8
[97] Ο.π,
1/8/1980, 1
[98] Ο.π,
20/7/1980, 9
[99] Ο.π,
25/7/1980, 3
[100] Ο.π
26/7/1980, 3
[101] Μια
«τυπική» κατηγορία που εξαπέλυαν – συνήθως δίχως «απτές» αποδείξεις καθώς το
φάντασμα του ντόπινγκ «πλανιόταν αδιάκοπα» – οι δυτικοί απέναντι στους
ανατολικούς, και δη σε χώρες όπως επί παραδείγματι η ΕΣΣΔ ή η ΓΛΔ, στα πλαίσια
αθλητικών διοργανώσεων ήταν πως προκειμένου να αυξήσουν το κίνητρο για νίκη
χρησιμοποιούσαν μη ερασιτεχνικές μεθόδους (όπως λ.χ. χρηματικά οφέλη)
[102] «Ριζοσπάστης», 29/ 7/ 1980, 5
[103] Ο.π,
13/7/1980, 8
[104] Ο.π,
22/7/1980, 1
[105] Ο.π,
24/7/1980, 11
[106] Ο.π
3/8/1980, 9
[107] Ο.π,
3/8/1980, 8
[108] Ο.π,
22/7/1980, 6
[109] Ο.π,
30/7/1980, 7
[110] Ο.π,
2/8/1980, 7
This work is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 International License.