Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Η «χορογραφία» του αγώνα Ολυμπιακός Πειραιώς – Μπ. Ντόρτμουντ: Τελετουργία και Συμβολισμοί


Εργασία Δ' Εξαμήνου
του Στρ. Ψαράκη



Αφήγηση

          Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011. Εν μέσω πρωτοφανών, για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα, απεργιακών κινητοποιήσεων – λόγω των δημοσιονομικών μέτρων που επιβάλλονται στη χώρα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης – ο Ολυμπιακός Πειραιώς, στα πλαίσια της διοργάνωσης του Champions League, καλείται να αναμετρηθεί με την Μπορούσσια Ντόρτμουντ.
            Η αναμέτρηση για την πειραϊκή ομάδα είναι κάτι παραπάνω από σημαντική. Ούσα στην τρίτη αγωνιστική της φάσης των ομίλων, και μην έχοντας έως εκείνη την στιγμή κανένα βαθμό, η νίκη αποτελεί μονόδρομο για την συνέχεια και την εκπλήρωση του ονείρου της «ευρωπαϊκής πορείας» και καταξίωσης.
            Λίγες ώρες πριν το παιχνίδι και στα πλαίσια της καθιερωμένης πρακτικής, όπου ο οπαδός μιας ομάδας προσπαθεί να αφουγκραστεί το κλίμα που έχει δημιουργηθεί εν όψει της αναμέτρησης, περιηγούμαι σε ορισμένες ιστοσελίδες και ιστολόγια του διαδικτύου. Σε ένα από αυτά, το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με θέματα του Ολυμαπιακού, διαβάζω την είδηση: «οι οπαδοί της Θύρας 7 ετοιμάζουν μια ιδιαίτερη “χορογραφία” για τον αποψινό αγώνα. Μείνετε συντονισμένοι.»
            Στα μάτια και στα αυτιά ενός άπειρου μια τέτοια είδηση δεν θα φάνταζε ως τίποτε περισσότερο από αυτό που δηλώνει. Στα δικά μου ωστόσο ήταν πραγματικά συναρπαστική. Οι δεδομένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες καθώς και η αναμέτρηση με μια γερμανική ομάδα, την στιγμή που στην χώρα μας είχε αναπτυχθεί μια έντονη «αντιγερμανική» παραφιλολογία[1], πράγματι καθιστούσαν την εν λόγω «χορογραφία» ιδιαίτερη.
            Με την έναρξη του παιχνιδιού και την είσοδο των ομάδων στον αγωνιστικό χώρο, επιβεβαιώνεται τρόπον τινά ο «ευσεβής πόθος» μου. Από τα δύο «πέταλα» του γηπέδου «ξεδιπλώνεται» αυτό που στην φαντασία μου κατέστησε μια απλή διασυλλογική αναμέτρηση σε «εθνική». Από την μία πλευρά ένα κερκιδόπανο όπου ένας ιππότης, κρατώντας ένα ερυθρόλευκο λάβαρο, κάρφωνε με το δόρυ του την Γερμανία, πλαισιωμένος από δύο λευκούς σταυρούς σε κόκκινο φόντο και την φράση «The Legend lives, strikes and will rise again» (μτφρ. «Ο Θρύλος ζει, επιτίθεται και θα αναστηθεί ξανά»), η οποία ολοκληρωνόταν στην άλλη πλευρά. (βλ. εικ. 1 και 2).
 (εικ. 1) Η μια πλευρά της «χορογραφίας»
(εικ. 2) Η «χορογραφία» συνολικά
     Η φαντασιακή αυτή μου «αφαίρεση» ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από αυτό που επακολούθησε. Λίγο πριν το τέλος του αγώνα και με τον Ολυμπιακό να προηγείται με 3-1 σύσσωμο το γήπεδο άρχισε να φωνάζει ρυθμικά «σας γ….ε αυτοί που σας χρωστάνε». Στα πλαίσια αυτής της εξέλιξης ορισμένοι οπαδοί επιδείκνυαν με περιπαικτικό τρόπο χαρτονομίσματα προς τους αντίστοιχους της φιλοξενούμενης, συμπληρώνοντας με εικονικό τρόπο το σύνθημα (βλ. εικ. 3).
(εικ. 3) Οπαδοί του Ολυμπιακού επιδεικνύουν χαρτονομίσματα
προς τους αντίστοιχους της Μπ. Ντόρτμουντ
Επιστέγασμα όλων των παραπάνω αποτέλεσαν τα πρωτοσέλιδα του εγχώριου αθλητικού τύπου τα οποία σχολίαζαν τη νίκη του Ολυμπιακού με γλώσσα που να άπτεται  περισσότερο της καθημερινής οικονομικής – μνημονιακής, και όχι αθλητικής, πραγματικότητας όπως «Στο “ερυθρόλευκο ΔΝΤ” εμφανίστηκαν πάλι οι… χρεωκοπημένοι Γερμανοί και ο Θρύλος τους είπε: Πάρτε τις δόσεις σας!» ή «Η… τρόικα του Πειραιά διέσυρε την πρωταθλήτρια Γερμανίας και μπήκε στο παιχνίδι της πρόκρισης» ή «Η τρόικα του Θρύλου κούρεψε την πρωταθλήτρια της Γερμανίας 3-1» (βλ. εικ. 4). Ανάλογες ωστόσο ήταν και οι αντιδράσεις από την πλευρά της γερμανικής ομάδας, η οποία προέβη σε καταγγελία[2] προς την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (UEFA) για το περιεχόμενο της «χορογραφίας» των οπαδών του Ολυμπιακού.
(εικ. 4) Ορισμένα εκ των πρωτοσέλιδων, αθλητικών εφημερίδων,
που εκδόθηκαν στον απόηχο του αγώνα
         

Εισαγωγή

Η παραπάνω αφήγηση είχε ως στόχο να παρουσιάσει τα όρια εντός των οποίων θα πλαισιωθεί η κεντρική ιδέα της εργασίας μας. Σκοπός της είναι να προσπαθήσει να διερευνήσει το πώς και το αν τελικά, στις δεδομένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες εντός των οποίων έλαβε χώρα η αναμέτρηση, η συγκεκριμένη οπαδική πρακτική της «χορογραφίας» λειτούργησε ως ενός άλλου είδους «αφηγηματικός λόγος». Κατά πόσο δηλαδή εγκολπώθηκε σε αυτή ένα ιδεολογικό πλαίσιο που, με τρόπο αναπαραστατικό, επιτελεστικό και ερμηνευτικό, συγκρότησε τον πυρήνα του δίπολου «εμείς/οι άλλοι» μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών, στην προκειμένη περίπτωση μέσα από την αναμέτρηση μιας ελληνικής και μιας γερμανικής ποδοσφαιρικής ομάδας.
   Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την εκπόνηση της είναι κυρίως αυτή της επιτόπιας εθνογραφικής έρευνας, η οποία ωστόσο συμπληρώνεται από απαραίτητη βιβλιογραφία και αρθρογραφία. Με επανειλημμένες επισκέψεις πεδίου, σε διάστημα 5 μηνών (Απρίλιος 2012 – Αύγουστος 2012), συγκροτήθηκε ένα υλικό από προφορικές συνεντεύξεις και γραπτές σημειώσεις από συνολικά 10 πληροφορητές (8 μέλη συνδέσμου – μεταξύ των οποίων και ο πληροφορητής – κλειδί Μ. - του Ολυμπιακού στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά και 2 μεμονωμένοι οπαδοί – ο Φ. και ο Δ.. Όλοι τους ανήκουν σε ένα ευρύ ηλικιακό – 24 έως 60 ετών -  επαγγελματικό και κοινωνικό φάσμα).[3]
Το υλικό αυτό βασίστηκε σε ένα δομημένο ερωτηματολόγιο χωρισμένο σε δύο ενότητες ερωτήσεων: α) προσωπικές β) σχετικές με την «χορογραφία» που βασικό στόχο έχει την ανάδειξη της συμβολικής λειτουργίας της «χορογραφίας» με τέτοιο τρόπο που να διαφαίνεται η ύπαρξη ή μη ενός σαφούς ιδεολογικού πλαισίου, αφηγούμενου μέσω αυτής.
Στα πλαίσια αυτά λοιπόν το πρώτο μέρος της εργασίας καταπιάνεται αποκλειστικά με την ίδια την «χορογραφία» και τις συμβολικές της προεκτάσεις. Μέσα από τις αφηγήσεις των πληροφορητών μας βλέπουμε πως τα σύμβολά της απαντώνται ως έννοιες στο μυαλό τους.
Το δεύτερο μέρος της, το οποίο αποτελεί συνέχεια του πρώτου, επιχειρεί να συνδέσει τα σύμβολα, αλλά και συνολικά την «χορογραφία», με τις καθημερινές πρακτικές τους, ως οπαδοί της ομάδας. Εξίσου τις απόψεις τους, με γνώμονα τόσο την υπό μελέτην ελληνογερμανική αναμέτρηση όσο και την πρόσφατη του EURO 2012, στα πλαίσια ενός διπόλου «εμείς/οι άλλοι».
Το τελευταίο μέρος εκθέτει τα συμπεράσματα της εργασίας μας. Ως παράγωγο της σύνθεσης των δύο προηγούμενων μερών βλέπουμε το κατά πόσο τελικά η «χορογραφία» αφηγείται, με καθολικό τρόπο ή όχι, το ιδεολογικό πλαίσιο της δεδομένης ελληνογερμανικής αντίθεσης.
  
1. Η «χορογραφία»: λειτουργία, σύμβολα και έννοιες

Όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή της εργασίας μας, κεντρικός άξονας και σκοπός της είναι η ανάλυση των συμβολικών της προεκτάσεων στους πληροφορητές μας με τρόπο τέτοιο που να ανιχνεύει ή να αναδεικνύει, με την μορφή της αφήγησης, την ύπαρξη ή μη ενός σαφούς «ιδεολογικού πλαισίου».
Πριν ωστόσο υπεισέλθουμε σε αυτήν την διαδικασία οφείλουμε να δώσουμε ένα σαφές οριστικό πλαίσιο για το τι είναι μια «χορογραφία».
Πιάνοντας το νήμα από την αρχή του, το ποδόσφαιρο για τις σύγχρονες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες έχει πάψει, κατά μια έννοια, να αποτελεί «το σημαντικότερο δεύτερο πράγμα στον κόσμο». Στη συνθήκη αυτή δεδομένη είναι και η παρουσία της ανθρωπολογίας. Οι συνολικές προεκτάσεις της παρουσίας αυτής, ωστόσο, είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν θα μας απασχολήσει επί του παρόντος, όσο μια συγκεκριμένη πτυχή τους. Η έννοια της «τελετουργίας».
Ένα χαρακτηριστικό των σύγχρονων βιομηχανικών ή μεταβιομηχανικών κοινωνιών και πολύ περισσότερο των αστικών χώρων είναι ο κατακερματισμός του κοινωνικού ιστού με την συνεχή εναλλαγή ρόλων και ταυτοτήτων, γεγονός που δίνει ώθηση στην θεωρία της M. Douglas περί «τελετουργικής πενίας» (“ritual poverty”).[4]
Το ποδόσφαιρο ως αντισταθμιστική δραστηριότητα, σε αυτές τις κοινωνίες και σε αυτήν την περίπτωση, έρχεται να παίξει τον ρόλο ενός, τρόπον τινά, «συμβολικού κεφαλαίου» που εξωθεί τους ανθρώπους να βιώσουν μια «δράση εν τω γίγνεσθαι» προκειμένου , μέσω αυτού, να ξεφύγουν από την καθημερινότητα και το πεδίο ή αγορά του οικονομικού κεφαλαίου.[5] Ενός «συμβολικού κεφαλαίου» που  προκαλεί μια «περιοδική απώθηση» από τις καθημερινές και δεσμευτικές σχέσεις και πρακτικές οδηγώντας τα άτομα στην αναζήτηση αλλά και συγκρότηση, αυτού που ο V. Turner ορίζει, “communitas”, περιοχών δηλαδή ενός «κοινού τρόπου ύπαρξης».[6] Μέσω αυτής της συγκρότησης λοιπόν ανάγεται σε «ένα υποδειγματικό συμβάν το οποίο συμπυκνώνει και δίνει θεατρική διάσταση, με τη μορφή φανταστικού παιγνιώδους δράματος, στις θεμελιώδεις αξίες που συγκροτούν τις κοινωνίες μας».[7]
Η προαναφερθείσα θεατρικότητα του χρήζει μιας, εκ των πραγμάτων, συμβολικής προσέγγισης της οποίας βασική αναλυτική κατηγορία/εργαλείο είναι η έννοια της «επιτέλεσης» (performance).[8] Βασικό χαρακτηριστικό της ως δραστηριότητα είναι η σημασία του σώματος και ο τρόπος με τον οποίο αυτό «κινείται» μέσα σε έναν ορισμένο χώρο και χρόνο. Ο χωροχρόνος αυτός, ως πλαίσιο, κατασκευάζεται και οργανώνεται με τρόπο διαλεκτικό ως προς το πώς το σώμα κινείται εντός του.[9]
Η έννοια της «επιτέλεσης» προϋποθέτει αναφαίρετα και την αντίστοιχη της τελετουργίας. Αναφορικά με την τελευταία, ο M. Mazurkiewicz σημειώνει πως ως όρος ανταποκρίνεται συνήθως σε παγιωμένες, δομημένες και επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες θρησκευτικού χαρακτήρα οι οποίες περιλαμβάνουν την λατρεία θεοτήτων στο πλαίσιο, μιας επίσης, θρησκευτικής κοινότητας. Ορίζεται από έθιμα και βασίζεται σε σύμβολα ενώ η δημιουργία και χρήση της εντυπώνει την στάση/άποψη μιας δεδομένης ομάδας προς τον κόσμο και την ζωή όπως και εκφράζει την αντίληψη της ως προς την πραγματικότητα.[10]
Το αντίκρισμα της είναι η συγκρότηση και διατήρηση των κοινωνικών δεσμών που καθορίζουν μια ανθρώπινη κοινότητα, η κοινωνικοποίηση του ατόμου μέσω της ασυνείδητης οικειοποίησης κοινών αξιών, γνώσης και πρακτικών, η διοχέτευση και επίλυση κοινωνικών συγκρούσεων καθώς και η ανανέωση ή ο μετασχηματισμός των κοινωνικών και εννοιολογικών δομών που υφέρπουν της ζωής αυτής.[11]
Η «χορογραφία» λοιπόν, ως ενός τέτοιου είδους «επιτέλεση», εντάσσεται στο θεωρητικό αυτό σχήμα της «τελετουργίας». Σύμφωνα με τον Αθ. Κατσώχη ορίζεται ως «η συμπεριφορά των οπαδών που συνίσταται στον συνδυασμό χρήσης της γλώσσας και σωματικών κινήσεων κατά την εκφώνηση συνθημάτων […] μέρος της όλης οπαδικής τελετουργίας που λαμβάνει χώρα σε αγώνες ποδοσφαίρου ή μπάσκετ»[12], συγκροτείται, εν ολίγοις, και αυτή από την ενότητα χώρου, χρόνου και πράξης, ενώ ως πρακτική οι απαρχές της στον ελληνικό χώρο εντοπίζονται στο μεταίχμιο του 20ου με τον 21ο αιώνα.[13]        
Πιο αναλυτικά, ως χώρος νοείται «ο χωρικά προσδιορισμένος τόπος των αθλητικών εκδηλώσεων στη διάρκεια των οποίων όλα τα τεκταινόμενα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία». Το γήπεδο ή στάδιο, ο σύγχρονος αυτός «ναός» με το «ιερό γκαζόν» του σύμφωνα με τον Ντ. Μόρρις,[14] αποτελεί «τον κοινωνικά οριοθετημένο χώρο άσκησης ορισμένου είδους συμπεριφοράς από όλους τους λαμβάνοντες μέρος» στις αθλητικές εκδηλώσεις.[15] Η «χορογραφία» λοιπόν, σε αυτήν την περίπτωση, είναι και μια «χωρογραφία». Μέσω της εκτύλιξης της, ο «χώρος» νοηματοδοτείται άρα και συμβολοποιείται. Η άψυχη δομή μετατρέπεται σε μια «έμψυχη» έννοια ενώ το φυσικό, με την έννοια του χώρου, σε πολιτισμικό καθώς η «κοινότητα» των οπαδών με αυτόν τον τρόπο «κοινωνεί» το «θρησκευτικό» της αίσθημα προς την ομάδα, υπό την μορφή οπαδικής πίστης.
Ως χρόνος, στο ίδιο μήκος κύματος, νοείται τόσο η περίοδος κατά την οποία λαμβάνει χώρα ένα αθλητικό γεγονός όσο και η περίοδος του αθλητικού γεγονότος, αυτή καθεαυτή, η οποία χαρακτηρίζεται από μια τυποποιημένη και επαναληπτική δομή.[16] Τόσο ο ποδοσφαιρικός αγώνας όσο και η «χορογραφία», ως μια ποικιλόμορφη αλλά συνήθης πλέον πρακτική, ακολουθούν ένα σχετικά παγιωμένο κυκλικό/χρονικό σχήμα με τρόπο τέτοιο που η εκτύλιξη τους να ανανεώνει και ενδυναμώνει το «κοινοτικό», δηλαδή οπαδικό, αίσθημα προς την ιδέα της ομάδας.
Ως πράξη, τελικώς, νοείται το θέαμα δηλαδή το αθλητικό δρώμενο ή ο αγώνας στον οποίο επικυριαρχεί η όσμωση του χώρου και του χρόνου ως μια «μήτρα ανάγνωσης διαφόρων φαινομένων» που τον περιβάλλουν αλλά και τον αποτελούν. Σημαντική παράμετρος της μήτρας αυτής είναι οι θεατές. Οι θεατές, αποτελούν και αυτοί μέρος του θεάματος καθώς συγκροτούν και οι ίδιοι ένα θέαμα, το θέαμα του θεάματος, το οποίο ενδυναμώνει το συνολικό δίνοντας προβάδισμα στην εικόνα έναντι της λέξης με τρόπο που να υποχρεώνει τον θεατή της να τη λεκτικοποιήσει.[17] Με αυτόν τον τρόπο, η «χορογραφία» αποτελεί και αυτή ένα «θέαμα του θεάματος» καθώς «το να κάνεις ή να δείχνεις κάτι, λέει κάτι».
Σε αρκετές περιπτώσεις ωστόσο, όπως και στην δική μας, μια «χορογραφία» συνοδεύεται από μια συστάδα συμβόλων. Στα πλαίσια της συνολικής εκτύλιξης της, ως μια εξωλεκτική στην προκειμένη περίπτωση ρητορική διαδικασία, αυτά καλύπτουν δύο αλληλένδετους στόχους: αφενός να επικυρώσουν την συνολική τελετουργική διαδικασία,[18] αφετέρου να εργαλειοποιήσουν το βαθύτερο της νόημα.[19] Ειδικότερα το σκέλος της εργαλειοποίησης, είναι αυτό που θα μας απασχολήσει εδώ.

1.2 Ανάλυση

Θεωρώντας την «χορογραφία» ως τον κεντρικό άξονα μιας «εστιασμένης συνάθροισης»[20] ατόμων, η οποία ωστόσο συγκροτείται από μια «δυάδα επικοινωνίας» (καθώς η «χορογραφία» είναι από μόνη της ένα «επικοινωνιακό συμβάν» μεταξύ αυτών που την φέρνουν σε πέρας και αυτών που την παρατηρούν από οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο)[21] θα επιχειρήσουμε σε αυτό το σημείο να αναλύσουμε τις έννοιες που επικαλούνται τα σύμβολα της στο μυαλό των πληροφορητών μας βάσει των αφηγήσεων τους.
Η ανάλυση αυτή θα γίνει με γνώμονα το σχήμα του E. Leach (εικ. 7) καθώς και την άποψη του A. Cohen πως τα σύμβολα «κάνουν περισσότερα από το να περιορίζονται στο να αντιπροσωπεύουν ή να απεικονίζουν κάτι […] μας προσφέρουν την δυνατότητα να δώσουμε νόημα».[22]

(εικ. 7) 

Αφήγηση πρώτη

Αρχές Ιουλίου 2012. Στο μπαρ του χώρου εστίασης που είναι και ιδιοκτήτης ο Μ. μου μιλάει για την «χορογραφία». Ως «πνευματικός πατέρας» της μου δηλώνει πως η ιδέα της δημιουργίας της άρχισε να υλοποιείται στα πλαίσια μιας περιόδου που ακολούθησε του κινήματος των «Αγανακτισμένων», όταν και είχε αρχίσει να εμφανίζεται στα ελληνικά γήπεδα ένα έντονο οπαδικό κύμα αμφισβήτησης προς τους πολιτικούς και την πολιτική τάξη[23] – περίπου δεκαπέντε ημέρες πριν την ορισμένη ημερομηνία αναμέτρησης των ομάδων σύμφωνα και με έναν ακόμη πληροφορητή από τον σύνδεσμο. Ο ίδιος, ως μέλος του συνδέσμου, καθώς και μέλη από ορισμένους ακόμη ήθελαν να κάνουν κάτι αντίστοιχο για να έχουν και την πρωτοκαθεδρία, να κάνουν δηλαδή κάτι εντυπωσιακό και πρωτότυπο, καθώς και να «εκνευρίσουν» τους οπαδούς της γερμανικής ομάδας.  
Η συγκεκριμένη «χορογραφία»  σύμφωνα με τον ίδιο, είναι αποτέλεσμα «συνδυασμού» δύο παλαιότερων των οποίων είναι επίσης εμπνευστής. Η πρώτη, η οποία είχε σχηματισθεί σε έναν αγώνα του 2005, είναι μια με τον «δαφνοστεφανωμένο έφηβο» και η δεύτερη, που είχε σχηματισθεί το 2008, είναι ένα «κάστρο». Η απόδοση λοιπόν αυτών των δύο στην προκειμένη, στο μυαλό του Μ., έχει να κάνει με την ιδέα του «δαφνοστεφανωμένου έφηβου» που ως ιππότης καβαλάει το άλογο του, βγαίνει από το «κάστρο» του και επιτίθεται στην Γερμανία.
Η ιδέα του «δαφνοστεφανωμένου έφηβου» ανταποκρίνεται έως έναν βαθμό στην ιδέα της ομάδας του Ολυμπιακού. Όπως ένας έφηβος χαρακτηρίζεται από υγεία, πάθος, αγωνιστικότητα αλλά και ανωριμότητα έτσι και η ομάδα. Χαρακτηριστικό σε αυτό το σημείο είναι το γεγονός πως μου αναφέρει ορισμένα παραδείγματα σύμφωνα με αυτή του τη θεωρία όπως το γεγονός πως παλαιότερα ο Ολυμπιακός είχε πρόβλημα στην έδρα του με τις μικρές ομάδες, αργότερα είχε πρόβλημα με τους εκτός έδρας αγώνες στην επαρχία ενώ μέχρι πρότινος είχε πρόβλημα και με τους εκτός έδρας αγώνες στην Ευρώπη.
Το «κάστρο», από την άλλη, συμβολίζει την έδρα της ομάδας, το «απόρθητο φρούριο» της, που για να πάρει κάποιος αποτέλεσμα πρέπει να δυσκολευτεί πολύ.
Η φράση «The Legend lives, strikes and will rise again» ανταποκρίνεται στην ιδέα του τρίπτυχου του «δαφνοστεφανωμένου έφηβου» που ως ιππότης καβαλάει το άλογο του, βγαίνει από το «κάστρο» του και επιτίθεται στην Γερμανία. Ο «δαφνοστεφανωμένος έφηβος» είναι ο θρύλος, ο μύθος του Ολυμπιακού ο οποίος ζει, υπάρχει, σηκώνεται, επιτίθεται και θα ξαναναστηθεί. Όπως μου αναφέρει, προφανώς στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει μια σύγχυση με την ιδέα του μύθου και του θρύλου της Ελλάδας, ωστόσο για τον ίδιο δεν υπάρχει αυτή η σκοπιμότητα.
Οι σταυροί στο πλάι είναι κατά κύριο λόγο εικαστικοί. Ο Μ. ωστόσο όπως μου δηλώνει ως ιδέα έχουν να κάνουν και με την σταυροφορία. Το Champions League είναι για τον Ολυμπιακό μια «σταυροφορία». Ειδικότερα μετά από έναν χρόνο αποχής, είναι κατά κάποιον τρόπο μια εκστρατεία. Για τα χρώματα των σταυρών είχε σκεφτεί να χρησιμοποιήσει το μαύρο, καθώς τα  αγαπημένα του, όπως δηλώνει, είναι το άσπρο, το μαύρο και το κόκκινο. Ο λόγος που δεν το έκανε τελικώς είναι το ενδεχόμενο πως ο συνδυασμός μαύρου – κόκκινου μπορεί στο μυαλό του θεατή να επικαλείται είτε την αναρχία, είτε τον φασισμό.
Εν κατακλείδι, για την «χορογραφία», μου αναφέρει πως υπήρχε μια σκοπιμότητα να αναταθεί το κοινωνικό αίσθημα. Το γεγονός αυτό φαίνεται και από την αναγνώριση οπαδών από συνδέσμους αντίπαλων ομάδων, οι οποίοι ωστόσο αν καταλάβαιναν το πραγματικό του νόημα σίγουρα θα το αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Υπήρχε δηλαδή ένας κοινωνικός χαρακτήρας αλλά σε καμία περίπτωση εθνικιστικός.[24]

Ακολουθώντας σε αυτό το σημείο το σχήμα του E. Leach  διαπιστώνουμε πως οι έννοιες στο μυαλό το Μ. απαντούν σε αισθητήριες εικόνες και πως με την σειρά τους «συμβολοποιούνται»:

Α)«Ολυμπιακός»(X)<<===>>«δαφνοστεφανωμένος έφηβος»(Ψ)<--->«ιππότης»(Ω)
Β)«Γήπεδο ομάδας»(Χ)<<===>>«κάστρο»(Ψ)<--->«ιππότης»(Ω)
Γ)«Ολυμπιακός(Χ)<<===>>«Ο Θρύλος “ζει” …»(Ψ)<--->«The Legend…»(Ω)
Δ)«Πορεία στην διοργάνωση»(Χ)<<===>>«σταυροφορία»(Ψ)<--->«σταυροί»(Ω)

Κατά αυτόν τον τρόπο, το πλαίσιο αναφοράς του Μ. που ανταποκρίνεται στην αγάπη του για την ομάδα και απαντά στις δηλώσεις του για αυτήν, τα χαρακτηριστικά της και το μέλλον της στην διοργάνωση διαπλέκεται στο νου του με το πλαίσιο αναφοράς των εικόνων που «κατασκεύασε» και οδηγεί σε μια «υλική αναπαράσταση» και «τελετουργική συμπύκνωση»[25] που είναι η «χορογραφία». Αναπαράσταση και συμπύκνωση που, σύμφωνα με τον τρόπο που την αναλύσαμε βάσει της αφήγησης του δεν εμπεριέχουν κάποια σαφή ιδεολογική – πολιτική ιδέα. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από τρεις παράγοντες: την σκοπιμότητα μη σύγχυσης, για τον ίδιο του θρύλου της ομάδας με τον θρύλο της Ελλάδας, την επιλογή του άσπρου χρώματος, αντί του μαύρου, για τους σταυρούς προκειμένου αυτό να μην επικαλείται ακραίες πολιτικές ιδέες και του κοινωνικού χαρακτήρα της – ο οποίος αναγνωρίστηκε λανθασμένα από οπαδούς αντίπαλων ομάδων – ο οποίος ωστόσο δεν είναι εθνικιστικός.

Αφήγηση δεύτερη

Τέλη Αυγούστου 2012. Ένα πρωινό με σχετική ζέστη, καθώς το φθινόπωρο είχε αρχίσει να κάνει δειλά την εμφάνιση του, ο Φ. με υποδέχεται στην εξοχική του κατοικία, λίγα τετράγωνα πιο μακριά από την δική μου, στον οικισμό όπου παραθερίζουμε κάθε καλοκαίρι εδώ και χρόνια. Αγουροξυπνημένος, εκείνος, φτιάχνει καφέ και για τους δύο μας και με οδηγεί στην βεράντα του σπιτιού του όπου γίνεται η συνέντευξη. Αφού καλύπτω την πρώτη ομάδα των προσωπικών ερωτήσεων, φθάνω σε εκείνη που αφορούν την «χορογραφία».
Δείχνοντας του την εικόνα της, η πρώτη του εντύπωση, με την μορφή απορίας, είναι πως «αν δεν κάνω λάθος […] προσπαθεί κατά κάποιον τρόπο να δημιουργήσει […] την ελληνική σημαία με ερυθρόλευκα χρώματα;». Απορία που ωστόσο γίνεται πεποίθηση «σε συνδυασμό με τον σταυρό που υπάρχει αριστερά» ώστε να μου δηλώσει πως «εγώ το νιώθω, έτσι όπως το βλέπω τώρα από την φωτογραφία […] σαν μια ολυμπιακή βερσιόν (version: εκδοχή) της ελληνικής σημαίας».
Ανάλογη περίπου είναι και η αντίδραση του απέναντι στην όψη του ιππότη εκφράζοντας την απορία μήπως «ο ιππότης παραπέμπει στον Άγιο Γεώργιο;» που επίσης όμως θα γίνει πεποίθηση, σύμφωνα και με την άποψη του για την ερυθρόλευκη εκδοχή της γαλανόλευκης, πως «ο χριστιανισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ελλάδος…».
Για την φράση, ο Φ. πιστεύει πως «… είναι καθαρά για τον Ολυμπιακό […] παρόλ’ αυτά […] θα μπορούσε  κάλλιστα να ήταν μια πολύ ωραία “σπόντα” για την Ελλάδα… Ένα πολύ έξυπνο λογοπαίγνιο, αν θέλεις, προκειμένου όλοι να πιστέψουν ότι μιλάει για τον Ολυμπιακό ενώ στην πραγματικότητα να μιλάει για την Ελλάδα των ένδοξων της χρόνων […] και στην ουσία να λέει πως αυτός ο Θρύλος της Ελλάδος […] θα αναστηθεί ξανά».

Ακολουθώντας και σε αυτήν την περίπτωση την εικ.  παρατηρούμε πως οι εγγενείς στις έννοιες, αισθητηριακές εικόνες,  στο μυαλό του Φ. αναπαριστώνται συμβολικά στην «χορογραφία» ως:

Α)«γαλανόλευκη σημαία»(Χ)<<===>>«ερυθρόλευκη εκδοχή γαλανόλευκης»(Ψ)<--->«σταυροί και ερυθρόλευκο λάβαρο»(Ω)
Β)«χριστιανισμός»(Χ)<<===>>«Άγιος Γεώργιος»(Ψ)<--->«ιππότης»(Ω)
Γ)«Ολυμπιακός»(Χ)<<===>>«θα αναστηθεί ξανά»(Ψ)<--->«The Legend…»(Ω)
Δ)«Ελλάδα»(Χ)<<===>> «θα αναστηθεί ξανά»(Ψ)<--->«The Legend…»(Ω)

Υπό αυτήν την έννοια το πλαίσιο της ελληνικότητας που στις δηλώσεις του Φ. αντικατοπτρίζεται στην «ερυθρόλευκη εκδοχή της γαλανόλευκης σημαίας», του «χριστιανισμού» αλλά και του «ένδοξου παρελθόντος» της Ελλάδος, του «θρύλου» της, διαπλέκεται με αυτό του Ολυμπιακού ώστε, σύμφωνα και με τον ίδιο:

 «…δεν πρόκειται για μια αναμέτρηση… Είναι κάτι παραπάνω, μια ηθική ικανοποίηση». Το να «βλέπεις έναν ιππότη να καρφώνει την Γερμανία […] θεωρώ πως είναι καθαρά ένα […] εθνικιστικό μήνυμα που σου βγάζει, ας πούμε, ότι η Ελλάδα είναι πάνω από όλους κι από όλα και κάθε ένας που έρχεται εμπόδιο στο δρόμο της […] θα τον κατατροπώνουμε, θα τον συνθλίβουμε ή κάτι αντίστοιχο. Είναι καθαρά, θεωρώ, ένα μήνυμα σε εικονογραφημένη μορφή το οποίο θέλει να φανατίσει τους παίχτες […] και να τους δώσει να καταλάβουν ότι πρέπει να αφήσουν τον επαγγελματισμό τους στην άκρη και  να παίξουν με την ψυχή τους προκειμένου να κερδίσουν […] γιατί έτσι πρέπει να γίνει, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος˙ γιατί παίζουν σε μια ελληνική ομάδα και κοντράρονται με την Γερμανία η οποία έχει δημιουργήσει τόσα προβλήματα στην Ελλάδα˙ πρέπει να πάρουν εκδίκηση».

Το γεγονός αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο και από την άποψη μας εξέφρασε αφού η συνέντευξη είχε τελειώσει. Σύμφωνα με αυτή, μας ανέφερε πως οποιαδήποτε στιγμή και αν η «χορογραφία» αυτή φτιαχνόταν, δεν θα μπορούσε παρά να είναι εθνικιστική.[26]

Αφήγηση Τρίτη

Τέλη Αυγούστου 2012. Ο Δ., τελευταίος πληροφορητής μου σε αυτή τη σειρά συνεντεύξεων, με υποδέχεται το απόγευμα στο σπίτι του – επίσης στον οικισμό όπου παραθερίζουμε μαζί κάθε καλοκαίρι. Εμφανώς αγχωμένος για την τελική έκβασή της μου προσφέρει καφέ, καθώς εκείνος έπινε ήδη. Ευχαριστώντας τον για την προσφορά του, του λέω πως δεν θέλω και ξεκινώ τις ερωτήσεις. Τελειώνοντας με την ενότητα των προσωπικών, περνάω σε εκείνες για την «χορογραφία».
 Σε μια πρώτη ανάγνωση και βλέποντας την, η «επίθεση» που παραπέμπει στην λέξη «…strikes…» από την φράση που συνοδεύει τα υπόλοιπα σύμβολα τον κάνει να πει πως μέσα στα πλαίσια του αθλητισμού «…όχι ότι θα επιτεθούμε, ας πούμε, στην πραγματικότητα˙ θα επιτεθούμε παίζοντας καλό ποδόσφαιρο και βάζοντας τον αντίπαλο μεσ’ το τέρμα…». Στα αθλητικά αυτά πλαίσια εντάσσει επίσης και την χρήση της «χορογραφίας» αναφέροντας πως «…με ένα λάβαρο ή ένα πανό […] δίνεις περισσότερο δύναμη έτσι, στην προσπάθεια σου, είτε εσύ σαν οπαδός να φωνάξεις, είτε ως παίκτης να κάνεις περισσότερη προσπάθεια για να νικήσεις, δίνεις μια δύναμη περισσότερη έτσι ώστε να νικήσεις τον αντίπαλο˙ σε βοηθάει το να έχεις ένα λάβαρο ή ένα θυρεό, ας πούμε, είναι σημαντικό».
Αναφορικά με τον «ιππότη», ο συνειρμός τον οποίο κάνει βλέποντας τον είναι «ότι υπάρχει κάποια κατακτητική αθλητική διάθεση, ας πούμε […] από τον Ολυμπιακό προς την Ντόρτμουντ, αυτό˙ δεν είναι κάτι το οποίο είναι μεσ’ τα πολεμικά πλαίσια, δεν το βλέπω έτσι». Σε αυτό το σημείο, προσπαθώντας να τον αποφορτίσω από το άγχος του, του φέρνω ως παράδειγμα την συμβολική σύζευξη που μου έκανε ο Φ. σχετικά με τον ιππότη ως Άγιο Γεώργιο. Η απάντηση του ήταν πως «ο Άγιος Γεώργιος […] δεν ήταν ιππότης, πρώτον, και δεύτερον δεν χτύπησε κάποια χώρα, χτύπησε ένα δράκο ο οποίος συμβολίζει τον διάολο˙ η Γερμανία δεν νομίζω να είναι ο διάολος, ένας λαός είναι, ο οποίος είναι πιο έξυπνος από μας και αυτήν την στιγμή μας κάνει ότι θέλει».
Αναφορικά με τους σταυρούς, αυτό που έχει να πει είναι πως «…ο σταυρός είναι για καλή τύχη […] Ο σταυρός τον θεωρώ ένα μονωτικό, ας πούμε, το οποίο το έχει ο άνθρωπος, ή και καλά η πράξη σταυρός, το οποίο τον βοηθάει ώστε να μην έχει […] κακές στιγμές […] να ξεφεύγει απ’ το κακό, αυτό» ενώ  για τον «Θρύλο» της φράσης, αυτός είναι ο Ολυμπιακός που «…ζει, δεν έχει πεθάνει˙ ζει μέσ’ απ’ τον κόσμο του˙ όσο ο κόσμος αγαπάει κάτι μένει και ζωντανό… Αν ο κόσμος ξεχάσει κάτι ας πούμε […] ξεχνιέται κι αυτό˙ εμείς είμαστε που το κρατάμε αυτό το πράγμα».

Και σε αυτήν την περίπτωση, επιστρατεύοντας την εικ. 7 τα σύμβολα της «χορογραφίας» ως αισθητήριες εικόνες και έννοιες στον νου το Δ. ακολουθούν το εξής σχήμα:

Α)«πλαίσια αθλητισμού»(Χ)<<===>>«επίθεση με καλό ποδόσφαιρο…»(Ψ)<---> «…strikes…»(Ω)
Β)«πλαίσια αθλητισμού»(Χ)<<===>>«κατακτητική αθλητική διάθεση»(Ψ)<---> «ιππότης»(Ω)
Γ)«φύλαξη από το κακό»(Χ)<<===>>«σταυρός ως μονωτικό»(Ψ)<--->«σταυροί»(Ω)
Δ)«Ολυμπιακός»(Χ)<<===>>«ζει μέσα από τον κόσμο»(Ψ)<--->«The Legend lives» (Ω)

   Για τον Δ., εν κατακλείδι, η «χορογραφία» σημαίνει αυτό που είναι και όχι κάτι παραπάνω. Μπορεί να θεωρεί πως στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης και των ελληνογερμανικών σχέσεων:

 «τα παιδιά της Θύρας 7 […] το συνδυάσανε και προσπαθήσανε να δείξουνε ότι κι εμείς οι Έλληνες ή οι Ολυμπιακοί, ας πούμε, κάνουμε κάτι…» ωστόσο και πάλι «…δεν λέει τίποτα˙ σίγουρα σε κάνει να αισθάνεσαι καλά την επόμενη μέρα και να λες “α, νίκησα τους Γερμανούς !”, ας πούμε, αλλά δεν κάνει κάτι αυτό, δεν βοηθάει, θέλει κάτι πιο ριζικό, μια νίκη δεν είναι τίποτα».

Η άποψη αυτή ενισχύεται από την δήλωση του πως:

 «δεν έχω διαθέσεις να χτυπήσω την Γερμανία ούτε να κάνω κάτι κακό σε ένα Γερμανό τουρίστα ή οτιδήποτε άλλο. Το μόνο που θέλω είναι να γίνομαι καλύτερος και να τους αντιμετωπίζω στα ίσα˙ αυτό»

Το παραπάνω γεγονός ανταποκρίνεται στα αθλητικά πλαίσια βάσει των οποίων συμβολοποιεί τις εικόνες της «χορογραφίας» στο νου του. Αυτό που ίσως αλλάζει τις ισορροπίες είναι πως αν στην θέση της Ντόρτμουντ ήταν μια τούρκικη ομάδα και αν στην θέση της Γερμανίας η Κωνσταντινούπολη, η γνώμη του θα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη.[27]

2. «Ποδόσφαιρο»: Ταυτότητες, ήθη και πολιτική

Είδαμε στο προηγούμενο μέρος πως οι βαθύτερες έννοιες στο μυαλό των πληροφορητών μας, μέσω των αφηγήσεων τους, εργαλειοποιούνται και απαντώνται, είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά, στα σύμβολα της «χορογραφίας».
Η ποικιλία των απαντήσεων τους φανερώνει αυτό που ο A. Cohen ορίζει ως «μεσολάβηση της ιδιοσυγκρασιακής πείρας του ατόμου». Το σύμβολο εν ολίγοις δεν περιγράφει «κάτι άλλο» με σαφήνεια, παρά εκφράζει κάτι με τρόπους που να παρέχουν στην κοινή μορφή του να διατηρηθεί και να κοινωνηθεί μεταξύ των μελών μιας ομάδας, χωρίς να τους επιβάλλει τον περιορισμό ενός ομοιόμορφου νοήματος.[28]
Το γεγονός αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο και από την άποψη του Cl. Geertz πως τα σύμβολα λειτουργούν προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης του ήθους και της κοσμοθεωρίας των ανθρώπων, ενός τρόπου ζωής δηλαδή που είναι ιδεωδώς προσαρμοσμένος σε μια τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων. Δημιουργούν κατά αυτόν τον τρόπο μια συμβατότητα ανάμεσα στο πραγματιστικό και το φαντασιακό.[29]
Το ποδόσφαιρο, ως ο πυρήνας εκείνος που συστήνεται από διάφορα είδη συμβόλων (η ομάδα, το γήπεδο, η «χορογραφία», η ποδοσφαιρική αναμέτρηση κ.α), εντάσσεται σε αυτό το σχήμα. Ως μορφή συλλογικής εκδήλωσης, δηλαδή, «κάθε ποδοσφαιρική συνάντηση […] προσφέρει στον θεατή το υπόστρωμα για το συμβολισμό μιας από τις όψεις […] της ταυτότητας του», εγκολπώνει ειδοποιά κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Προσεγγίζοντας το γεγονός αυτό μακροσκοπικά, στην μεταπολεμική Ιταλία, για παράδειγμα, η εκμετάλλευση του ποδοσφαίρου από την  ρωμαιοκαθολική εκκλησία θα συμβολίσει την ανάγκη της για παρουσία σε όλους τους τομείς της κοινωνίας.[30] Στην Ισπανία τα ποδοσφαιρικά σωματεία της βασκικής Αθλέτικ Μπιλμπάο και της καταλανικής Μπαρτσελόνα συμβολίζουν την αντίθεση του τοπικού στο περιφερειακό/εθνικό[31] ενώ η παρουσία της ουαλικής Σουόνσι στις αγγλικές ποδοσφαιρικές κατηγορίες την προώθηση του.[32]
Αναλόγως, σε μικροσκοπικό επίπεδο στη Μασσαλία το έντονο πάθος για την O. M συμβαδίζει με μια απέχθεια προς την γειτονική Τουλόν, «μια πόλη αλητών». Οι οπαδοί της Νάπολι περιφρονούν τους αντίστοιχους της Αβελίνο ως «βλάχους» (sic) ενώ στην Σκωτία το περίφημο “old firm”, το ντέρμπι[33] δηλαδή μεταξύ της ιρλανδικής/καθολικής Σέλτικ και της προτεσταντικής Ρέιντζερς, στιγματίζεται από αντάρτικα τραγούδια που εξυμνούν τον ΙΡΑ και απαντώνται από άλλα ανάλογης φύσης.[34] 
Τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Η χρήση τους ωστόσο επιδιώκει να επαληθεύσει αυτό που ο Δ. Παπαγεωργίου εύστοχα σημειώνει, πως δηλαδή «τα οργανωμένα σπορ αποτελούν μια πολιτική μεταφορά για την συγκρότηση και προβολή συγκεκριμένων προτύπων» καθώς «οι δραστηριότητες…» των μετεχόντων σε αυτά «επηρεάζονται από τους κανόνες και τις πρακτικές που κυριαρχούν στους υπόλοιπους τομείς της δημόσιας ζωής, αλλά παράλληλα επηρεάζουν αμφίδρομα τα ευρύτερα κοινωνικά δρώμενα»[35] από την στιγμή που ο αθλητισμός, όπως και ο πόλεμος, εμπεριέχουν συγκρουσιακούς δεσμούς που καθορίζονται από το δίπολο «εμείς/οι άλλοι».[36]
Σε αυτό το σημείο λοιπόν, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε, μέσω μιας αποσπασματικής κειμενικής και όχι αφηγηματικής ανασύνθεσης τις απόψεις των πληροφορητών μας, για αυτού του είδους τις πρακτικές, με γνώμονα την συμβολική ταύτισή τους με την ομάδα, καθώς και το δίπολο «εμείς/οι άλλοι», με γνώμονα τόσο την ελληνογερμανική ποδοσφαιρική αναμέτρηση Ολυμπιακού – Μπ. Ντόρτμουντ όσο και την αντίστοιχη του πρόσφατου EURO 2012 μεταξύ των εθνικών συγκροτημάτων των δύο χωρών, προκειμένου εν τέλει να δούμε πως οι δύο παραπάνω συνισταμένες, ως βάση αλλά και σύνθεση ενός «ιδεολογικού λόγου», απαντώνται, ή όχι, στην «χορογραφία» ως αφήγηση του τελευταίου.

2.1 Λόγοι επιλογής της ομάδας και συμβολική αναπαράσταση της στην καθημερινότητα

Στην πρώτη μας συνέντευξη με τον πληροφορητή - κλειδί Μ., εκείνος μας είπε πως ο λόγος για τον οποίο έγινε οπαδός του Ολυμπιακού ήταν ένα παιχνίδι με τον Π.Α.Ο.Κ στο Ο.Α.Κ.Α το 1987, στο οποίο τον είχαν πάει τα ξαδέρφια του. Ο Ολυμπιακός σε εκείνη την αναμέτρηση ηττήθηκε αλλά τα επεισόδια που ακολούθησαν, στον περιβάλλοντα χώρο του σταδίου, συνέβαλλαν καθοριστικά στην επιλογή του αυτή.
Το συμβολικό αντίκρισμα αυτής του της πρακτικής επιλογής ωστόσο μας οδηγεί σε ένα ιδεατό επίπεδο. Για τον Μ., ο Ολυμπιακός ως ιδέα είναι όλα εκείνα τα επιμέρους συστατικά που καθορίζουν τον Πειραιά. Σε μια «κοινωνιολογική» αποστροφή του λόγου του, παρομοίασε τον Ολυμπιακό με την βαλβίδα αποσυμπίεσης εκείνη μέσω της οποίας οι εργατικές – λαϊκές μάζες της πόλης «την έλεγαν» στα αφεντικά τους.[37] Η μαρτυρία του αυτή, συμπληρώνεται από την αντίστοιχη ενός άλλου πληροφορητή ο οποίος στο ίδιο επίπεδο, αυτό δηλαδή της ταύτισης με τον πειραιώτικο σύλλογο, θέτει την έννοια της «ιδιοσυγκρασίας». «Ιδιοσυγκρασία» πάλι με την έννοια όλων εκείνων των επιμέρους συστατικών που δομούν την αυτοεικόνα του Πειραιώτη (μάγκας, «λιμανίσιος», λαϊκός κ.α) και καθορίζουν την συνείδηση του[38] με τέτοιο τρόπο που να αναπαράγεται μια «ποιητική του ανδρισμού»[39] την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και ως «ποιητική του Πειραιώτη – Ολυμπιακού».
Επιστρέφοντας στις μαρτυρίες του Μ., η απόδοση ή αναπαράσταση αυτής του της ταύτισης στην καθημερινότητα του απαντά στο ίδιο το όνομα της επιχείρησης εστίασης που κατέχει και διευθύνει. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, τα στοιχεία εκείνα της πίστης, της ενότητας και της δύναμης τα οποία μπορούν κάλλιστα να «εγκολπωθούν» στο σύνθημα «Strength through unity, unity through faith» και χαρακτηρίζουν του οπαδούς του Ολυμπιακού, απαντώνται στην επωνυμία «La Rassa» («Η Ράτσα»), στέκι ως επί το πλείστον οπαδών του Ολυμπιακού. Και σε αυτή την περίπτωση, η συμπληρωματική μαρτυρία ενός άλλου πληροφορητή πως «ο Ολυμπιακός είναι για εμάς 24/7/365» αποδεικνύει της επικυριαρχία του ως ιδέα στις καθημερινές πρακτικές των εν λόγω πληροφορητών.
Οι εν λόγω πληροφορητές, μπορούμε να πούμε, σε ένα βαθμό αιτιολογημένα σύμφωνα με τα εμπειρικά δεδομένα, πως αποτελούν μια, με όρους B. Anderson, «φαντασιακή κοινότητα»[40]. Τα στοιχεία εκείνα της «τοπικότητας»[41] αλλά και της «πολιτισμικής συγγένειας», της φαντασιακής και λιγότερο πραγματικής/απτής δηλαδή ταύτισης με την ομάδα[42], συγκροτούν μια κοινωνική ταυτότητα με την έννοια του οπαδού του Ολυμπιακού. Το προσωπικό δίνει την θέση του στο συλλογικό/κοινωνικό και με αυτόν τον τρόπο σε νέες ταυτοτικές δυνατότητες ώστε να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας αλλά και ως ατομικές προσωπικότητες που φέρουν τα χαρακτηριστικά αυτής.[43]
Ο Φ., επίσης οπαδός του Ολυμπιακού, μας λέει πως παρότι αρχικώς οπαδός του Παναθηναϊκού, προκειμένου να πάει κόντρα στον Ολυμπιακό πατέρα του, σημαντικό ρόλο στο να γίνει τελικώς οπαδός του Ολυμπιακού «έπαιξε το γεγονός του ότι ο Ολυμπιακός τότε ήταν στην αρχή, στην μέση καλύτερα, των πολύ καλών του χρόνων όπου έπαιρνε τα πρωταθλήματα, σήκωνε  τα κύπελλα, έκανε κάποιες καλές πορείες στην Ευρώπη…». Για τον ίδιο «η επιλογή της ομάδας σε νεαρή ηλικία […] γίνεται καθαρά […] για την “καζούρα” που γίνονταν κάθε Δευτέρα (στο σχολείο). Σου άλλαζε και τελείως την ψυχολογία να πηγαίνεις κάθε Δευτέρα γνωρίζοντας πως εσύ έχεις νικήσει και ο συμμαθητής σου έχει χάσει˙ είχες το ελεύθερο να τον κοροϊδεύεις […] όσο ήθελες χωρίς να μπορεί να σου πει τίποτα». Στην περίπτωση αυτή λοιπόν καίρια παράμετρος στην ταύτιση με την ομάδα παίζει η, επίσης, ταύτιση με τον «νικητή».[44]
Σε αντίθεση με τους οπαδούς του συνδέσμου που, όπως είδαμε, θέτουν την τοπικότητα ως αναφαίρετο στοιχείο ταύτισης, ο Φ. μεγαλώνοντας στο Ν. Ηράκλειο, περιοχή με σημαντικό αριθμό οπαδών της Α.Ε.Κ, σύναψε σημαντικούς δεσμούς με ορισμένους εξ αυτών. Όπως μας λέει «έχω “μεγαλώσει” μέσα σε σύνδεσμο της Α.Ε.Κ, πολλοί φίλοι μου ήταν αεκτζήδες, έχω καθίσει για πολλές ώρες, πολλές φορές ας πούμε, στο σύνδεσμο της Α.Ε.Κ είτε για καφέ, είτε για να δω κάποιον αγώνα, έχω πάει στο γήπεδο με φίλαθλους της Α.Ε.Κ σε ντέρμπι Α.Ε.Κ-Ολυμπιακός στο Ο.Α.Κ.Α, πριν μερικά χρόνια ας πούμε, δηλαδή είχα άμεση συναναστροφή με την Α.Ε.Κ και αυτή η σχέση που είχα ίσως μου έχει δημιουργήσει, ίσως ευθύνεται για το ότι έχω και μια συμπάθεια προς την Α.Ε.Κ, όχι οπαδική συμπάθεια …» γεγονός που αποδεικνύει μια πιο ρεαλιστική και όχι τόσο φαντασιακή ταύτιση με τον πειραιώτικο σύλλογο.
Τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά «ενσαρκώνονται» στην συμβολή της οπαδικής του ταυτότητας στην καθημερινότητα. Για τον Φ., όπως υποστηρίζει, «ο Ολυμπιακός δεν είναι το α και το ω στην ζωή μου […] δηλαδή δεν έχω κάποιο όφελος πέρα από το ηθικό από την ομάδα˙ υπάρχει μόνο το ψυχαγωγικό κομμάτι, ας πούμε, το οποίο με καλύπτει… Επειδή μου αρέσει το ποδόσφαιρο, βλέπω πολύ ποδόσφαιρο, έχω επιλέξει να είμαι Ολυμπιακός για διάφορους λόγους […] τους οποίους προανέφερα˙ και απλώς είναι η ομάδα που υποστηρίζω και είναι ένας τρόπος ψυχαγωγίας στην ουσία για εμένα» ένδειξη μιας ατομικής οπαδικής ταυτότητας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Περίπου στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο τελευταίος μας πληροφορητής Δ.. Και αυτός οπαδός του Π.Α.Ο αρχικώς επειδή τον επηρέαζαν τα ξαδέρφια του ως μεγαλύτερα, έγινε οπαδός του Ολυμπιακού καθώς πιστεύει πως «οι ομάδες πρέπει να είναι από πατέρα σε γιο…» αν και ο πατέρας του «δεν ασχολιόταν τόσο πολύ στο να γίνει Ολυμπιακός…». Οι επιτυχίες της μπασκετικής ομάδας του Ο.Σ.Φ.Π, κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, είχαν επίσης σημαντική συμβολή προς αυτήν την κατεύθυνση. Για τον ίδιο «…όταν είσαι πρώτη, δευτέρα δημοτικού δεν καταλαβαίνεις τόσο πολύ, αλλά όταν φτάσεις τρίτη, τετάρτη, ας πούμε, κι αρχίζεις και παίζεις μπάλα, κι ασχολείσαι με τον αθλητισμό…» επηρεάζεσαι. Η εν προκειμένω αποστροφή του λόγου του θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιβεβαιώνει πως η επιλογή της ομάδας «…οριστικοποιείται […] όταν τα παιδιά αρχίζουν να αποκτούν αίσθηση της ομάδας, των κανόνων του παιχνιδιού και αποκτούν ρόλους…» στο πλαίσιο αυτής.[45]
Η τοπικότητα δεν φαίνεται, και στην δική του περίπτωση, να παίζει ουσιαστικό ρόλο αν και όπως υποστηρίζει «κανονικά θα έπρεπε να είμαι Παναθηναϊκός, επειδή είμαι Αθηναίος». Ωστόσο, μέσω των μαρτυριών του, επαναφέρει το ζήτημα της «πολιτισμικής συγγένειας» με την ομάδα. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως «…επειδή ο Ολυμπιακός είναι πιο πολύ ομάδα του λαού […] είμαι Ολυμπιακός γιατί και εγώ είμαι από λαϊκά στρώματα». Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την επόμενη άποψη του η οποία αναφέρει: «…με τραβάει το κόκκινο, το ερυθρόλευκο […] γιατί συμβολίζει διάφορα… Απ’ ότι ξέρω ο Ολυμπιακός είναι προσφυγική ομάδα […] είναι ιστορικό αυτό˙ δηλαδή ότι και καλά το κόκκινο είναι, ας πούμε, το αίμα που έχει “πέσει” στην Μικρά Ασία […] είναι σημαντικό για εμένα, αν και δεν κατάγομαι από πρόσφυγες».[46]
Η συμβολή της οπαδικής ταυτότητας του Δ. στην καθημερινότητα αναλώνεται στα σημαντικά γεγονότα της ομάδας. Όπως δηλώνει, «… όταν γίνεται ένα καλό […] γεγονός […] κι ο Ολυμπιακός “πάει μπροστά” κάπου που δεν το περιμένεις ή είναι με έναν αντίπαλο δυνατό, χαίρεσαι…». Και σε αυτήν την περίπτωση λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως έχουμε μια ατομική οπαδική ταυτότητα με επίσης ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

2.2 Ποδόσφαιρο, πολιτική και ελληνογερμανικές σχέσεις

Εξίσου σημαντική παράμετρο, με την προηγούμενη, αποτελεί και η σχέση των ερευνητικών μας υποκειμένων, ως συστατικές μονάδες του εγχώριου ποδοσφαιρικού γίγνεσθαι αλλά και της οπαδικής κοινότητας του Ολυμπιακού, με την πολιτική αλλά και τις δεδομένες ελληνογερμανικές σχέσεις, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στην εισαγωγή της εργασίας. Ιδιαίτερα στο δεύτερο σκέλος, θα χρησιμοποιήσουμε το, αδόκιμο ενδεχομένως, «ποδοσφαιρικό» παράδειγμα του πρόσφατου αγώνα Ελλάδος-Γερμανίας στα πλαίσια του EURO 2012 αλλά και του αγώνα του οποίου την «χορογραφία» εξετάζουμε.
Ακολουθώντας την ίδια ιεραρχία με εκείνη του προηγούμενου μέρους, για την πολιτική ο Μ. μας ανέφερε πως «δεν υπάρχει κάποια πολιτική ιδεολογία στις τάξεις των οπαδών του Ολυμπιακού». Σε αυτή του την άποψη, και αναφορικά με τον σύνδεσμο στον οποίο έκανα έρευνα πεδίου, συμπλήρωσε πως «τα τελευταία δύο χρόνια επιχειρήθηκε μια τέτοια “στροφή” η οποία τον τελευταίο καιρό έχει πάψει να υφίσταται». Για τον Μ., ο οπαδός του Ολυμπιακού είναι πρώτα οπαδός της ομάδας του και μετά όλα τα υπόλοιπα.
Η μόνη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες του, είναι εκείνη κατά την οποία θίγονται τα συμφέροντα της ομάδας. Όπως ανέφερε κατά καιρούς έχει «ανεβάσει» και ο ίδιος πανό κατά του ΠΑ.ΣΟ.Κ ή της Ν.Δ αλλά πάντα με γνώμονα την οπαδική και όχι την πολιτική/κομματική του πεποίθηση. Οι μόνες ίσως εξαιρέσεις, κατά την γνώμη του, όπου το κομματικό εξισώνεται ή και υπερκερνά το οπαδικό είναι σε μεγαλύτερες ηλικίες (άνω των 40 ετών), αλλά και πάλι αυτές αποτελούν μειοψηφία. Ενδιαφέρον βέβαια, καταληκτικά, αποτελεί η άποψη του για την ομάδα ως φορέα άσκησης πολιτικής με σημαντικότερο παράδειγμα την «υπόθεση Κοσκωτά».[47]
Περίπου στα ίδια επίπεδα κινήθηκαν και οι απαντήσεις που μας έδωσαν και άλλα μέλη του συνδέσμου. Ένας από τους πληροφορητές, ρωτώντας τον για την όσμωση πολιτικής - ποδοσφαίρου, μου απάντησε μέσες - άκρες πως όλοι τους υποστηρίζουν κάποιο κόμμα (κατά την διάρκεια της απάντησης του «φωτογράφιζε» κομματικά και ορισμένους από τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους) ή κάποια πολιτική ιδεολογία αλλά στην προσωπική και καθημερινή τους ιεραρχία είναι πρώτα οπαδοί του Ολυμπιακού.
Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος, αυτό δηλαδή της ελληνογερμανικής αναμέτρησης στο πρόσφατο EURO, τόσο η αναμέτρηση, όσο και το συμβολικό της υπόβαθρο πέρασε για τους περισσότερους απαρατήρητη. Ένας εκ των συνεντευξιαζόμενων, πάνω σε αυτό το ζήτημα, μου απάντησε με την χαρακτηριστική κίνηση που δείχνει προς τα κάτω ενώ ένας άλλος παρομοίασε τους παίκτες της εθνικής με «μισθοφόρους που πληρώνονται για να μην κάνουν σωστά την δουλειά τους».
Ο Φ. από την άλλη  αναφορικά με την εξεταζόμενη άποψη περί όσμωσης ποδοσφαίρου και πολιτικής στην Ελλάδα πιστεύει πως «η πολιτική πιθανότατα επηρεάζει το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα… Για εμένα δεν θα έπρεπε και για όλους τους υγιείς φιλάθλους φαντάζομαι […] αλλά δεν θέλω για κανένα λόγο να πάρω την ευθύνη να πω ότι είτε επηρεάζει, είτε δεν επηρεάζει…».
Για το πώς, στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης και των ελληνογερμανικών σχέσεων, αντιμετώπισε τον αγώνα Ολυμπιακός-Μπ. Ντόρτμουντ μας λέει πως «η αλήθεια είναι ότι, θέλοντας και μη, νιώθεις μια ηθική ικανοποίηση όταν σε κάποιο επίπεδο καταφέρνεις να νικήσεις […] κάποιους που θεωρητικά θέλουν το κακό σου […] τουλάχιστον θεωρητικά…». Το γεγονός αυτό, αν και παρωδικό όπως υποστηρίζει, τον έκανε να αναπτύξει και μια ανάλογου τύπου ρητορική πριν από το παιχνίδι με σχόλια του τύπου «πάμε να ξεφτιλίσουμε τους  γερμαναράδες» ή «η Μέρκελ να βάλει τα κλάμματα». Κάτι αντίστοιχο θεωρεί πως ήταν και το παιχνίδι των εθνικών Ελλάδος και Γερμανίας στο πρόσφατο EURO με την μόνη διαφορά ωστόσο πως «όλοι έβλεπαν την Ελλάδα σαν τον Δαβίδ που αντιμετωπίζει τον Γολιάθ˙ όλοι ήξεραν πως θα χάσουμε…».
Ο Δ. πιστεύει πως τα παλαιότερα χρόνια ενδεχομένως (την δεκαετία του ’50 λ.χ) να υπήρχε κάποια ιδεολογία ωστόσο σήμερα δεν «…υπάρχει ιδεολογία συγκεκριμένη, στους οπαδούς του Ολυμπιακού». Όντας ο ίδιος ποδοσφαιριστής και μεγαλωμένος σε μια οικογένεια ποδοσφαιριστών (ο πατέρας του έπαιζε ποδόσφαιρο ενώ και ο αδερφός του παίζει) θεωρεί πως «ο αθλητισμός είναι η πιο μεγάλη ιδεολογία, από οποιοδήποτε άλλο κόμμα […] ή Δεξιά ή Αριστερά είναι αυτό˙ δεν νομίζω να είναι περισσότερο από τον αθλητισμό˙ ο αθλητισμός είναι το μεγαλύτερο κίνημα που υπάρχει αυτήν την στιγμή στον πλανήτη μετά τις θρησκείες και μετά έρχονται όλες οι άλλες ιδεολογίες, πολιτικές […] κομμουνισμός, εθνικισμός κι οτιδήποτε άλλο˙ αυτό είναι το μόνο σίγουρο».
Για την αναμέτρηση Ολυμπιακός - Μπ. Ντόρτμουντ στη δεδομένη χρονική συγκυρία λέει πως «… επειδή το ποδόσφαιρο έχει σχέση με την πολιτική, σίγουρα έχει σχέση με την πολιτική […] μου άρεσε που νικήσαμε και βλέπαμε κι αυτά τα συνθήματα˙ χωρίς πλάκα, μου άρεσε πολύ […] ήταν πάρα πολύ έξυπνο αυτό που λέγανε και καλά, το σύνθημα το συγκεκριμένο» συμπληρώνοντας πως «ένας λαός για να πάει μπροστά στην σημερινή εποχή, επειδή δεν υπάρχουν πλέον πόλεμοι […] γιατί είμαστε πιο πολιτισμένοι από ότι ήμασταν πριν σαράντα-εξήντα χρόνια […] αν θες να δημιουργήσεις πρότυπα, θα τα δημιουργήσεις μέσα από τον κινηματογράφο και τον αθλητισμό, απ’ την τέχνη και τον αθλητισμό, δεν γίνεται αλλιώς». Η άποψη αυτή βέβαια, ως προς την ηθική ανάγκη και ικανοποίηση της νίκης κατά των γερμανών «…είναι ένα χαζό παιχνίδι το οποίο το κάνουμε εμείς μες το μυαλό μας, δεν λέει τίποτα αυτό. Ότι πρέπει να γίνει αυτό, και καλά, για να υπάρχουν κάποια πρότυπα […] πρέπει να γίνεται, αλλά δεν δείχνει κάτι αυτό… Αν είναι να σκέφτεσαι μόνο έτσι, μένεις στάσιμος.» χωρίς ωστόσο αυτό να μην δείχνει ότι το παιχνίδι ήταν ένας τρόπος «…να ειπωθεί, κάπως….» κάτι «…να ειπωθεί, ξέρεις, ότι είμαστε κι εμείς εδώ πέρα, ας πούμε, ότι μπορούμε κι εμείς να κάνουμε κάτι…».
Εν τέλει, αυτή η αναλογία υπήρχε για τον Δ. και στο παιχνίδι των εθνικών ομάδων Ελλάδος-Γερμανίας. Όπως σημειώνει «…σίγουρα υπήρχε, αλλά δεν λέει κάτι […] δεν σε κάνει καλύτερο… Αλλά σίγουρα περνάει μέσα από το μυαλό σου […] σίγουρα σου προκαλεί μια ηθική ικανοποίηση (μια ενδεχόμενη νίκη), δεν είναι κάτι το οποίο στο περνάς αψήφιστα. Αλλά σου λέω, δεν σε βοηθάει σε κάτι ώστε να γίνεις καλύτερος».

2.3 Ανάλυση

Παρατηρούμε καταληκτικά πως αυτό που είπαμε στην αρχή του εν λόγω μέρους, η συμβατότητα δηλαδή φαντασιακού και πραγματιστικού με γνώμονα τις καθημερινές πρακτικές καθώς και τις ελληνογερμανικές σχέσεις μέσα από το ποδόσφαιρο, απαντάται στην «χορογραφία» ως αφήγηση των παραπάνω.
Για τον Μ. και τα υπόλοιπα μέλη του συνδέσμου, τα πάντα δομούνται με γνώμονα τον Ολυμπιακό. Σε αυτή την βάση λοιπόν το «ιδεολογικό πλαίσιο» της ταύτισης με την ομάδα – το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε, ενδεχομένως αδόκιμα, «ολυμπιακό/οπαδικό ιδεώδες» - ανταποκρίνεται στην «χορογραφία» ως μια αφήγηση της, ακόμη και σε βαθμό αυθυποβολής ορισμένες φορές.
Για τον Φ. από την άλλη, η αυτοεικόνα του ως οπαδού του Ολυμπιακού δεν είναι το παν. Το γεγονός αυτό του δίνει την δυνατότητα να προκρίνει το «πολιτικό ιδεώδες» - τουλάχιστον στην περίπτωση των ελληνογερμανικών ποδοσφαιρικών αναμετρήσεων – με τρόπο που να εργαλειοποιεί με πιο σύνθετο τρόπο την «χορογραφία» εντάσσοντας σε αυτή και το σκέλος της πολιτικής, και μάλιστα με ακραία μορφή.
Ο Δ., τελικώς, δομεί επίσης μια ιδιαίτερη «ολυμπιακή» ταυτότητα, στην οποία ο Ολυμπιακός είναι απλώς ένα συστατικό και όχι η βάση. Η πρόκριση του «αθλητικού ιδεώδους» έναντι του πολιτικού – που υπάρχει αλλά δεν είναι έντονο - τον οδηγεί σε μια ανάλογη ανάλυση της «χορογραφίας». Η «πολιτισμική συγγένεια» ωστόσο με το προσφυγικό παρελθόν της ομάδας – άρα και το δικό του -  θα προέκρινε περισσότερο το τελευταίο εις βάρος του πρώτου αν στην περίπτωση της γερμανικής ομάδας υπήρχε μια τούρκικη.  

Συμπεράσματα

Παρά το μικρό μας δείγμα, η ποικιλία των αφηγήσεων των πληροφορητών μας φέρνει στο νου εκείνη την ινδική ιστορία όπου ο κόσμος στηρίζεται στην πλάτη ενός ελέφαντα που στηρίζεται στην πλάτη μιας χελώνας που επίσης στηρίζεται στην πλάτη μιας χελώνας και πάει λέγοντας. Το παράδειγμα αυτό φανερώνει, με έναν κάπως μεταφορικό τρόπο, πως η ανάλυση της εν λόγω «χορογραφίας», και ενδεχομένως οποιασδήποτε «χορογραφίας», ως πολιτισμικό προϊόν θα ήταν «εγγενώς ατελεύητη».[48]
Προσπαθώντας λοιπόν να συναγάγουμε συμπεράσματα από όσο το δυνατόν μικρότερα αλλά «πυκνά» γεγονότα, θα λέγαμε πως ως ενός είδους αφήγηση είναι περισσότερο ένα «ανησυχαστικό σημείο»[49]. Πάνω του συγκλίνουν «δραματικότητα», με την μορφή τόσο της επιτέλεσης όσο και της θέασης, «μεταφορικότητα περιεχομένου» με την μορφή των συμβόλων αλλά και των φράσεων και «κοινωνικό συμφραζόμενο» με την έννοια της οικονομικής κρίσης και των δεδομένων ελληνογερμανικών σχέσεων.
Αυτό που «αφηγείται», δεν το αφηγείται σαφώς, στα πλαίσια μιας δεδομένης ιδεολογίας, όσο ενός «λεξιλογίου συναισθημάτων» από το οποίο είναι φτιαγμένοι οι πληροφορητές μας αλλά και συνολικά η κοινωνία. Η παρακολούθηση καθώς και η έμμεση ή άμεση συμμετοχή σε αυτή από εκείνους, αλλά και από άλλους ενδεχομένως, είναι ένα είδος «αισθηματικής αγωγής».[50] Η τέλεση της ως συμβάν τους επιτρέπει, αλλά και μας επιτρέπει, να δουν μια διάσταση της υποκειμενικότητας τους.[51]
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση μας, και επιστρέφοντας στην εισαγωγική αφήγηση μας, αυτό το «ιδιαίτερο» που η «χορογραφία» επικαλέστηκε στο συναίσθημα μας, την δεδομένη χρονική στιγμή, είναι και η ουσία της. Ένα «κείμενο», εν ολίγοις, μέσω του οποίου ο καθένας, όπως και εμείς, «διαβάζει» ένα μέρος της υποκειμενικότητας του, ένας «καθρέφτης» στον οποίο «αντανακλάται» η εικόνα του.  
Το γεγονός αυτό, ως διαπίστωση, καλύπτει τους αντικειμενικούς στόχους της εργασίας. Συγχρόνως, ωστόσο, αποτελεί και το «όχημα» για την διερεύνηση του κατά πόσο αυτές οι πρακτικές συνιστούν έναν, τρόπον τινά, λαϊκιστικό λόγο εγγενή στην φύση του ποδοσφαίρου και στην «αισθητικότητα του λαϊκού»[52] που το χαρακτηρίζει.


Κατεβάστε ολόκληρη την εργασία από εδώ : https://docs.google.com/file/d/0B3tbyURfAyrmUm4zZU1mblhlQ2s/edit?usp=sharing



[1] Σε πρόσφατη έρευνα της VPRC για το περιοδικού «Επίκαιρα», το 41% του δείγματος των Ελλήνων που συμμετείχαν δηλώνει πως νιώθει για την Γερμανία «Θυμό», το 2,7% «Αηδία» και το 1% «Μίσος»˙  τα στοιχεία της έρευνας εντοπίστηκαν στο http://tvxs.gr/news/ellada/problima-stis-sxeseis-elladas-germanias-anadeiknyei-dimoskopisi-sok-tis-vprc (πρόσβαση 31/08/2012, 16:50)
[2] http://www.contra.gr/Soccer/Europe/ChL/olympiacos/kataggelia-ths-ntortmoynt-gia-ton-erythroleyko-ippoth.1419331.html (πρόσβαση 03/09/2012, 18:55)
[3] Χάριν δεοντολογίας οφείλω προκαταβολικά να ενημερώσω τον αναγνώστη πως οι αφηγήσεις των μελών του συνδέσμου είναι ανασύνθεση των προσωπικών σημειώσεων μου από το πεδίο. Η απαίτηση τους να μην ηχογραφηθούν οι απόψεις τους με οδήγησε προς αυτή την λύση, η οποία ωστόσο δεν αλλοιώνει την αξιοπιστία των λεγομένων τους.
[4] R. Giulianotti - G. Armstrong, “Introduction: Reclaiming the game – An introduction to the anthropology of football” στο G. Amrstrong – R. Giulianotti (επιμ.) Entering the field: New perspectives on world football, Oxford- New York, Berg, 1997, 12˙ πρβλ. Μ. Douglas, Purity and danger: an analysis of concepts of pollution and taboo, Harmondsworth, Penguin, 1970
[5] Δημ. Παπαγεωργίου, Μια άλλη Κυριακή: τρέλα και αρρώστια στα ελληνικά γήπεδα, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2007, 14˙ πρβλ. P. Bourdieu, Μικρόκοσμοι, Αθήνα, Δελφίνι, 1990˙ για το φαινόμενο αυτό βλ. επίσης Π. Κυπριανός - Μ. Χουμεριανός, Ανατομία των ποδοσφαιρικών παθών, Αθήνα, Διόνικoς, 2009, 291-303
[6] V. Turner, The Ritual Process: Structure and Anti-Structure, fwd. R. D. Abrahams, New York,  Aldine de Gruyter, 1969, 96
[7] Κρ. Μπρομπεζέ, Ποδόσφαιρο: σύμβολα, αξίες, φίλαθλοι, μτφρ.-επιμ. G. Georget - Π. Κυπριανός, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, 14
[8] Δημ. Παπαγεωργίου, ο.π, 16
[9] C. Bell, Ritual perspectives and dimensions, New York-Oxford, Oxford University Press, 139
[10] M. Mazurkiewicz, “Some observations about ritual in sport”, Studies in physical culture and tourism, Vol. 18, No. 4, 2011, 317
[11] C. Bell, ο.π, 59
[12] Αθ. Κατσώχης, Οπαδοί εν χορώ: προσέγγιση στα συνθήματα των Ελλήνων οπαδών, Θεσσαλονίκη, αφοί Κυριακίδη, 2011, 16
[13] Στην έρευνα του για τις αντίστοιχες πρακτικές των Ιταλών οπαδών (“ultras”) ο Σ. Λουί μας πληροφορεί πως από τη δεκαετία του 2000 «οπαδικά σχήματα στην Ελλάδα […] υιοθετούν ορισμένα στοιχεία των ultras, οργανώνοντας σύνθετα θεάματα στις κερκίδες τους», στο Σ. Λουί, Το φαινόμενο των Ultras στην Ιταλία: Χρονικό του κινήματος των οπαδών ultras. 1968-2009, Αθήνα, εκδ. Απρόβλεπτες, 132
[14] Ντ. Μόρρις, Η φυλή του ποδοσφαίρου, Αθήνα, Κάκτος, 1982, 33
[15]Λιλ. Στυλιανούδη, «Το αθλητικό δρώμενο: μια ανάγνωση του αθλητικού αγώνα» στο Αντ. Αστρινάκης – Λιλ. Στυλιανιούδη (επιμ.), Χέβι μέταλ, ροκαμπίλι, φανατικοί οπαδοί, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1996, 377
[16] Για την έννοια του χρόνου στις αθλητικές εκδηλώσεις βλ. Chr. Bromberger, “Football as world-view and as ritual, French Cultural Studies, 1995, 6, 307˙ Λιλ. Στυλιανούδη, ο.π, 380˙ Δ. Παπαγεωργίου, ο.π,  67-77
[17] Λιλ. Στυλιανούδη, ο.π, σσ. 381, 382-383
[18]M. Deflem, “Ritual, Anti-Structure, and Religion: A Discussion of Victor Turner’s Processual Symbolic Analysis.”Journal for the Scientific Study of Religion, 1991, 30(1), 5
[19] Λιλ. Στυλιανούδη, ο.π, σσ. 381, 382-383, 387
[20] Cl. Geertz, H ερμηνεία των πολιτισμών, μτφρ. Θ. Παραδέλλης, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2003, 406˙ πρβλ. E. Goffman, Συναντήσεις: Δύο μελέτες στην κοινωνιολογία της αλληλεπίδρασης, εισ. Δ. Μακρυνιώτη, 9-10
[21] Ε. Ρ. Λιτς, Πολιτισμός και επικοινωνία: Η λογική της διαπλοκής των συμβόλων, μτφρ. Ε. Σουρράπα, επιμ. Θ. Παραδέλλης, Αθήνα, Καστανιώτης, 1993, 24
[22] A. Cohen, The symbolic construction of community, London – New York, Routledge, 1985, 14-15
[23] Για το συγκεκριμένο γεγονός βλ. Editorial, «Το κίνημα “;” των γηπέδων», ΗUMBA! Για το κοινωνικό και πολιτκό νόημα των σπορ, την εμπειρία του γηπέδου και την οπαδική κουλτούρα, τχ. 3, 2012, 3-4
[24] Ανασύνθεση προσωπικών γραπτών και προφορικών μου σημειώσεων από την έρευνα πεδίου
[25] Ε. Λιτς, ο.π, 63-70
[26] Ανασύνθεση από τις προσωπικές μου σημειώσεις από την έρευνα πεδίου
[27] Ανασύνθεση από τις προσωπικές μου σημειώσεις από την έρευνα πεδίου
[28] A. Cohen, ο.π, σσ. 14, 17-18
[29] Cl. Geertz, ο.π, 97-98
[30] F. Archambault, “Il calcio e l’oratorio: Football, Catholic Movement and Politics in Italian Post-War Society, 1944-1960”, Historical Social Research, Vol. 31 — 2006 — No. 1, 134-150
[31] Για την περίπτωση της Αθλέτικ Μπιλμπάο βλ. ενδεικτικά στο J. MacClancy, “Nationalism at Play: The Basques of Vizcaya and Athletic Bilbao”, στο J. MacClancy (επιμ.) Sport, Identity and Ethnicity, Oxford – Herndon, Berg, 1996, 181 – 199 ˙ για την περίπτωση της Μπαρτσελόνα βλ. ενδεικτικά J. Roy, “Football, European Integration, National Identity: The case of FC Barcelona” στο http://aei.pitt.edu/2175/1/002253_1.PDF (πρόσβαση 10/09/2012, 13:50)  
[32] G. Rogers – J. Rokwood, “Cardiff City Football Club as a Vehicle to Promote Welsh National Identity”,  Journal of Qualitative Research in Sports Studies. 1, 1, 57-68
[33] Ο Κρ. Μπρομπερζέ σημειώνει πως με τον όρο «ντέρμπι» χαρακτηρίζονταν τα παθιασμένα παιχνίδια των folk football, κάθε Τσικνοπέμπτη, ανάμεσα σε δύο ενορίες της πόλης του Ντέρμπι, τον Αγ. Πέτρο και τους Αγ. Πάντες στο Κρ. Μπρομπερζέ, ο.π, 71
[34] Ο. π, 71-72
[35] Δημ. Παπαγεωργίου, o.π, 13
[36] Ε. Ντάνινγκ, «Πρόλογος», στο  Ν. Ελίας – Ε. Ντάνινγκ ο.π, 21
[37] Μια ιστορική προσέγγιση του φαινομένου αυτού εντοπίζεται στο Β. Τσοκόπουλος, Η ομάδα και η πόλη: Ο Ολυμπιακός και ο Πειραιάς του Μεσοπολέμου μέσα από ιστορικά τεκμήρια, προλ. Β. Καρδάσης, Αθήνα, Πολύτροπον, 2008, 13-18
[38] Για την έννοια της «τοπικής συνείδησης» στον Πειραιά βλ. ενδεικτικά Β. Τσοκόπουλος, «Τα στάδια της τοπικής συνείδησης: Ο Πειραιάς, 1835-1935» στο Νεοελληνική Πόλη: Οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος, τμ. Α, Αθήνα, ΕΜΝΕ, 1985, 245-249  
[39] Για την έννοια της «ποιητικής της ανδροπρέπειας» βλ. M. Herzfeld, “The poetics of manhood: Contest and identity in a Cretan village mountain”, New Jersey, Princeton University Press, 1985, 10-11
[40] B. Anderson, Φαντασιακές κοινότητες: στοχασμοί στις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, μτφρ. Χ. Ποθητή, Αθήνα, Νεφέλη, 1997
[41] Π. Κυπριανός – Μ. Χουμεριανός, ο.π,  123
[42] Ο.π, 135
[43] H. Brown, «Θεματικές πειραματικής έρευνας για τις ομάδες από τη δεκαετία του 1930 έως τη δεκαετία του 1990» στο M. Wetherell (επιμ.), Ταυτότητες, ομάδες και κοινωνικά ζητήματα, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2005, 62
[44] Π. Κυπριανός – Μ. Χουμεριανός, ο.π, 141-144
[45] Π. Κυπριανός – Μ. Χουμεριανός, ο.π, 136
[46] Για μια ιστορική προσέγγιση της επιλογής των χρωμάτων της ομάδας αλλά και της συμβολικής τους σημασίας βλ. Μ. Τσιμπογιάννη, Ο θρύλος το λιμάνι και οι άλλοι : εκφορές και διαδικασίες συγκρότησης της ταυτότητας των οπαδών του Ολυμπιακού στον Πειραιά, Ρέθυμνο, ΜΔΕ, 2011, 63
[47] Για το «σκάνδαλο Κοσκωτά» βλ. Π. Κουστένης, «Σκάνδαλο Κοσκωτά: Πολιτική διαφθορά και ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο των Μ.Μ.Ε», στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), ο.π, 549-552
[48] Cl. Geertz, ο.π, 39-40
[49] Ο.π, 422
[50] Ο.π, 426
[51] Ο.π, 427
[52]Γ. Μανιάτης, «Το ποδόσφαιρο και η αισθητική του λαϊκού» στο Θρησκευόμενοι Κόκκινοι Επιστήμονες (επιμ.) Ποδόσφαιρο και πολιτισμός, Αθήνα, Γκοβόστη, 110


Creative Commons License
This work is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 International License.