Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

«Ποντιακή προσφυγική κουλτούρα και ποδόσφαιρο»: Η περίπτωση του Αναμορφωτικού Συλλόγου Καλαμαριάς «Ο Απόλλων»



Εργασία Α' Εξαμήνου
του Αλεξ. Γαλατιανού


Πρόλογος
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το ζήτημα της κουλτούρας των πόντιων προσφύγων στην Καλαμαριά της δεκαετίας του 1920 και τις εκφάνσεις της στο ποδόσφαιρο, εξετάζοντας τη δημιουργία του ποδοσφαιρικού τμήματος του Αναμορφωτικού Συλλόγου Καλαμαριάς «Ο Απόλλων».
Η εργασία εντάσσεται μέσα στα πλαίσια του μεταπτυχιακού σεμιναρίου «Ταξίδια και Κουλτούρα. Ξενιτεμένοι, Ομογενείς, Μετανάστες και μορφές τέχνης στην ελληνική περίπτωση, 18ος-19ος-20ος-21ος αιώνας» και σημαντικό ρόλο στην επιλογή του θέματος έπαιξε το προσωπικό ενδιαφέρον για την ιστορία των προσφυγικών ποδοσφαιρικών σωματείων στη Θεσσαλονίκη. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με το στόχο του σεμιναρίου να ερευνήσει τις ποικίλες πτυχές της κουλτούρας της μετανάστευσης, οδήγησαν στη σύλληψη του θέματος. Η επιλογή του Απόλλωνα Καλαμαριάς προέκυψε κατόπιν συνυπολογισμού μιας πολύ βασικής παραμέτρου. Ο γεωγραφικός χώρος της Καλαμαριάς των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα είναι απομακρυσμένος και ως ένα σημείο αποκομμένος από το κυρίως αστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης «η ηθελημένη κρατική επιλογή, για να μην διαταραχθεί η κανονική ζωή της υφιστάμενης πόλης»,[1] γεγονός που καθιστά την αφομοίωση του προσφυγικού στοιχείου ιδιαίτερα δύσκολη και αργή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διατηρούνται αναλλοίωτα τα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά του προσφυγικού κοινωνικού συνόλου της περιοχής, που αποτελούν κομμάτι της κουλτούρας του. Συνεπώς, η μελέτη της προσφυγικής κουλτούρας στην Καλαμαριά δίνει τη δυνατότητα στον εκάστοτε ερευνητή να προχωρήσει στην εξαγωγή χρήσιμων και ασφαλών συμπερασμάτων.
Αυτός θα είναι και ο άξονας πάνω στον οποίο θα οικοδομηθεί αυτή η εργασία. Αρχικά, θα γίνει μια προσπάθεια να αναζητηθούν τα αίτια του ξεριζωμού του ελληνικού πληθυσμού από τον Πόντο και να προσδιοριστεί ο ρόλος της ποντιακής κουλτούρας στη διατήρηση και ενίσχυση του ποντιακού ελληνισμού. Το δεύτερο μέρος της εργασίας πραγματεύεται την εγκατάσταση των πόντιων προσφύγων στην Καλαμαριά, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες κουλτούρες, την προσφυγική με την κουλτούρα των ντόπιων. Μέσα απ’ αυτή τη σύγκρουση γίνεται η μετάβαση στο τρίτο και τελευταίο μέρος αυτής της εργασίας, όπου αναλύεται η σύζευξη της ποντιακής προσφυγικής κουλτούρας και του ποδοσφαίρου ως φορέα μαζικής κουλτούρας μέσα από το ιστορικό παράδειγμα του Αναμορφωτικού Συλλόγου Καλαμαριάς «Ο Απόλλων». Με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί και με μια ματιά στη σελίδα των περιεχομένων αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ζήτημα της προσφυγικής κουλτούρας δεν είναι ένα θέμα που θα αναλυθεί σε ένα ή περισσότερα ξεχωριστά κεφάλαια, αλλά, αντιθέτως, θα ενταχθεί στο λόγο ως στοιχείο άρρηκτα συνυφασμένο με την εξέλιξη των ιστορικών δεδομένων. Η προσφυγική κουλτούρα και, γενικότερα, η κουλτούρα της μετανάστευσης ταυτίζονται με την έννοια του ξεχωριστού τρόπου ζωής. Είναι δηλαδή μια κουλτούρα συνδεδεμένη με την έννοια της ταυτότητας , που αντικατοπτρίζει τα διακριτικά χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού συνόλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση των πόντιων προσφύγων. Επειδή η έννοια της ταυτότητας, του ξεχωριστού τρόπου ζωής αλλά και η ίδια η καθημερινή πράξη βρίσκονται σε άμεση σύζευξη με την εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων, κρίνεται επιβεβλημένο η παρουσίαση της ποντιακής προσφυγικής κουλτούρας να γίνει σε συνάρτηση με την ιστορία του προσφυγικού ρεύματος από τον Πόντο μέχρι και την ίδρυση του Απόλλωνα Καλαμαριάς. Σε διαφορετική περίπτωση, η συζήτηση θα στερούνταν ιστορικότητας και θα γινόταν σε μια καθαρά θεωρητική βάση.


 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Οι αρχές του 20ού αιώνα είναι ένα χρονικό σημείο-τομή για την εξέλιξη του ποντιακού ελληνισμού. Το Κίνημα των Νεότουρκων του 1908, οι ελληνο-οθωμανικές διπλωματικές κρίσεις και ένοπλες συρράξεις και η έξαρση των εθνικισμών και στα ανατολικά αλλά και στα δυτικά παράλια του Αιγαίου επηρέασαν καταλυτικά το ρου της ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918)
Στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου, η θέση του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή του Πόντου και στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας ήταν ιδιαίτερα δυσμενής. Τα φαινόμενα βίας αλλά και ο οικονομικός αποκλεισμός της ελληνικής επιχειρηματικότητας στον Πόντο αποτελούσαν πλέον κομμάτι της καθημερινότητας.[2]
Η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων ήταν η πρόφαση για την εφαρμογή του νεοτουρκικού προγράμματος περί εθνικής ομοιογενοποίησης του κράτους. Ήδη από την 21η Ιουλίου του 1914 είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Όσοι δεν παρουσιάζονταν θανατώνονταν ως λιποτάκτες. Το νεοτουρκικό καθεστώς, φοβούμενο τη δημιουργία χριστιανικών θυλάκων εντός των οθωμανικών στρατευμάτων, αρνήθηκε την ενσωμάτωση των Ελλήνων στις μάχιμες μονάδες και τους κατέτασσε σε διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες και σε τάγματα εργασίας (amele tamburu). Στόχος των ταγμάτων εργασίας, ή των ταγμάτων θανάτου όπως αποκαλούνταν, ήταν ο αποδεκατισμός του ελληνικού ανδρικού πληθυσμού, ώστε να μην υπάρχει κάποιος πυρήνας αντίδρασης κατά την εφαρμογή της δεύτερης φάσης του γενοκτονικού προγράμματος.[3] Η κατάσταση των Ελλήνων του Πόντου επιδεινώθηκε περισσότερο στις αρχές του 1915, όταν η νεοτουρκική κυβέρνηση προφασιζόμενη τις ανάγκες του πολέμου προχώρησε στον εκτοπισμό χριστιανικών πληθυσμών από τα παράλια του Πόντου προς την ενδοχώρα της Ανατολίας. Η στάση της γερμανικής και της αυστριακής πολιτικής είναι καθοριστική σε αυτό το σημείο για τη τύχη του ποντιακού ελληνισμού. Ο Γερμανός στρατιωτικός απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη από το Δεκέμβριο του 1913 Limman von Sanders εισηγούνταν στην οθωμανική διοίκηση την απομάκρυνση του ελληνικού πληθυσμού από τις παράκτιες περιοχές του Πόντου με την πρόφαση ότι ήταν πράκτορες της Entente. Άλλωστε, η ακμάζουσα ελληνική οικονομική δραστηριότητα της περιοχής έπρεπε πάση θυσία να περιέλθει υπό γερμανικό έλεγχο προκειμένου να μην αποτελεί ανταγωνιστική δύναμη προς τις γερμανικές επενδύσεις.[4] Το εκτοπιστικό πρόγραμμα των Νεότουρκων, μέσα στα πλαίσια του παντουρκισμού και της εθνικής ομοιογενοποίησης του κράτους, αποτελούσε τον αποτελεσματικότερο τρόπο προς την υλοποίηση αυτού του στόχου. Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η Ελλάδα δεν μπορούσε να ασκήσει κάποια σοβαρή εξωτερική πολιτική λόγω πολιτικής και συνταγματικής αστάθειας, καθώς από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ταλανιζόταν από τον Εθνικό Διχασμό.[5]
Προσωρινή διακοπή στους διωγμούς και τις σφαγές του ποντιακού ελληνισμού, τουλάχιστον στα εδάφη του ανατολικού Πόντου, επήλθε με την κατάληψη της Τραπεζούντας από το ρωσικό στρατό τον Απρίλιο του 1916.[6] Το προσωρινό κλίμα ηρεμίας αντιστράφηκε με την κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία από τους Μπολσεβίκους τον Νοέμβριο του 1917 και με το διάγγελμα Lenin για υπογραφή ειρήνης άνευ προσαρτήσεων και αποζημιώσεων. Πάνω σ’ αυτόν τον άξονα, τα ρωσικά στρατεύματα άρχισαν αν υποχωρούν από τα εδάφη του ανατολικού Πόντου.[7] Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο τον Ιούνιο του 1917 στο πλευρό της Entente, έδωσε στο νεοτουρκικό καθεστώς τη δυνατότητα να συνεχίσει τους διωγμούς, τις σφαγές και τις καταστροφές εις βάρος του ποντιακού ελληνισμού προφασιζόμενο στρατιωτικές ανάγκες.

Η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης και η κεμαλική περίοδος
 Οι διωγμοί, οι εκτοπισμοί και όλα τα δεινά που υφίστατο το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή του Πόντου συνεχίζονταν μέχρι και την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Οκτώβρη του 1918, με την υπογραφή της συνθήκης στο Μούδρο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία σταματάει τον πόλεμο προς τις δυνάμεις της Entente. Τον Ιανουάριο του 1919 ξεκινάει η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, όπου εγείρεται για πρώτη φορά επισήμως το ζήτημα του Πόντου.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του εκτοπιστικού προγράμματος των Νεότουρκων, η ποντιακή διασπορά έθετε το ζήτημα της ίδρυσης μιας ανεξάρτητης δημοκρατίας στην περιοχή του ιστορικού Πόντου. Στη Συνδιάσκεψη η ελληνική πλευρά, υπό την ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου, έκρινε ότι ένα τέτοιο σχέδιο ήταν ανεφάρμοστο λόγω της γεωγραφικής θέσης της περιοχής αφενός και αφετέρου η υποστήριξη ενός τέτοιου αιτήματος θα καθιστούσε τα ελληνικά αιτήματα για προσάρτηση γειτονικών εδαφών παντελώς ανίσχυρα. Αντιθέτως, η άποψη του Βενιζέλου για δημιουργία ενός ανεξάρτητου αρμένικου κράτους με την υπαγωγή του Πόντου σ αυτό, ήταν μια πολιτική πρόταση με την οποία ήταν σύμφωνοι και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αλλά και η αρμένικη Εκκλησία.[8]
Οι αποφάσεις, όμως, που έκριναν οριστικά και αμετάκλητα την τύχη του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα στην περιοχή του Πόντου, λήφθηκαν τον Μάιο του 1919 στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης. Η πρώτη απόφαση όριζε την αποστολή ελληνικής στρατιωτικής δύναμης στην περιοχή της Σμύρνης με στόχο την τήρηση της τάξης και την ασφάλεια των εκεί χριστιανικών πληθυσμών.[9] Με τη δεύτερη απόφαση, η οποία υλοποιήθηκε την 19 Μαΐου του 1919, τοποθετήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ στην Αμισό του Πόντου ως τοποτηρητής της τάξης και της ειρήνης.[10] Αυτές οι δύο αποφάσεις δημιούργησαν λανθασμένα, όπως απέδειξε η ιστορία, την ψευδαίσθηση στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας ότι πλέον τέθηκαν οι βάσεις για την ευόδωση συνθηκών ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας. Αξίζει να σημειωθεί σ’ αυτό το σημείο ότι από τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε να υποχωρεί το αρνητικό κλίμα για τον ελληνικό πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής της Μικράς Ασίας, οι δυνάμεις μουσουλμάνων που επιτελούσαν το εκτοπιστικό πρόγραμμα του νεοτουρκικού καθεστώτος σταμάτησαν την ανεξέλεγκτη δράση τους στον Πόντο και όσοι επέζησαν των εκτοπισμών προσπάθησαν να γυρίσουν στις πατρίδες τους.[11]
Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μουσταφά Κεμάλ προχωράει στη σύσταση του Τουρκικού Εθνικιστικού Κινήματος, η δράση του οποίου εναντιώνεται προς τις αποφάσεις της σουλτανικής κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης. Στο συνέδριο του Ερζερούμ τον Αύγουστο του 1919, εντός του Κινήματος κυριαρχούν οι εθνικιστικές τάσεις και τίθενται τα θεμέλια της τουρκικής αντίστασης με σύνθημα «Η Τουρκία για τους Τούρκους». Ταυτόχρονα, ο Κεμάλ εκμεταλλεύεται την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τα συμμαχικά στρατεύματα, ισχυριζόμενος ότι ο Σουλτάνος είναι αιχμάλωτος των Συμμάχων, με αποτέλεσμα να ενισχύεται το Κίνημά του.[12] Στο διεθνές διπλωματικό παιχνίδι, ο Κεμάλ ενισχύεται σημαντικά από την προσέγγιση με τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Σοβιετική Ένωση. Εκμεταλλευόμενοι αυτό το κλίμα, οι κεμαλιστές μαζί με τις τοπικές συμμορίες συνεχίζουν με αμείωτη ένταση το εκτουρκιστικό τους πρόγραμμα.
Στην Αθήνα, οι προσπάθειες του Βενιζέλου να πείσει τις Μεγάλες Δυνάμεις για την κρισιμότητα της κατάστασης στην Μικρά Ασία από την παρουσία του Κεμάλ απέφεραν καρπούς και τον Αύγουστο του 1920, μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας των νικητών του πολέμου, υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών, από την οποία η ελληνική πλευρά αποκομίζει σημαντικά εδαφικά οφέλη. Οι όροι της συνθήκης δεν γίνονται αποδεκτοί από την κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας, με αποτέλεσμα την ένοπλη σύρραξη ανάμεσα στις ελληνοτουρκικές δυνάμεις. Η κατάσταση, επίσης, επιδεινώνεται με την εκλογική ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 από τις δυνάμεις των φιλοβασιλικών.[13]
Αναφορικά με το ζήτημα του Πόντου, όλο αυτό το διάστημα η ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική, καθώς η γεωγραφική θέση του Πόντου δεν ευνοούσε την αποστολή στρατιωτικού αγήματος από ελληνικής πλευράς προς υπεράσπιση του ελληνικού πληθυσμού.[14] Όπως προαναφέρθηκε, η πολιτική του Βενιζέλου υποστήριζε την ένταξη του Πόντου στο υπό σύσταση αρμενικό κράτος αλλά αυτό το σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε καθώς οι κεμαλικές δυνάμεις σε συνεργασία με του μπολσεβίκους κατέλαβαν τα αρμενικά εδάφη το Δεκέμβριο του 1920.[15]
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος λήγει με την Μικρασιατική Καταστροφή, την οποία ακολουθεί η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων οδήγησε στην υπογραφή της σύμβασης της 24ης Ιουλίου 1923, σύμφωνα με την οποία ορίζεται ως σύνορο ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα ο ποταμός Έβρος, τα Δωδεκάνησα τίθενται υπό ιταλική κυριαρχία και η Βόρεια Ήπειρος παραχωρείται στην Αλβανία. Η συρρίκνωση του έθνους μέσα στα όρια του κράτους επισημοποιείται με τη σύμβαση περί ανταλλαγής των πληθυσμών ανάμεσα στην τουρκική και την ελληνική κυβέρνηση, η οποία υπογράφεται στη Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου 1923.[16] Σύμφωνα με τη σύμβαση, τα δύο κράτη προχωρούν σε υποχρεωτική ανταλλαγή των ορθόδοξων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης με μουσουλμάνους της ελληνικής επικράτειας. Εξαιρετέοι κρίθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου καθώς και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.

Η κουλτούρα των Ελλήνων του Πόντου
Ο χαρακτήρας της έννοιας της κουλτούρας είναι υδραργυρικός.[17] Η οποιαδήποτε προσπάθεια απόδοσης ορισμού στην έννοια καθίσταται ιδιαίτερα επισφαλής. Ως εκ τούτου, η ανάδειξη της κουλτούρας της ποντιακής προσφυγιάς δεν μπορεί να οικοδομηθεί στη βάση κάποιου ορισμού αλλά στη βάση αναζήτησης των ιδιαίτερων δομικών της χαρακτηριστικών. Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, η προσφυγή στην ανθρωπολογική προσέγγιση της έννοιας της κουλτούρας προσφέρει έναν άξονα εργασίας. Αυτός ο άξονας θέτει έναν περιορισμό στον υδραργυρικό χαρακτήρα της έννοιας, σύμφωνα με τον οποίο η «κουλτούρα» γίνεται αντιληπτή μέσα από το οπτικό πρίσμα της έννοιας της ταυτότητας.[18] Παρουσιάζεται ως η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο Εγώ και τον Άλλον, διαφορά η οποία συνίσταται στα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε προσδιοριζόμενου συνόλου.
Η ανθρωπολογική προσέγγιση της έννοιας της κουλτούρας προσφέρει τον καταλληλότερο κατευθυντήριο άξονα για τη διερεύνηση της κουλτούρας των Ελλήνων του Πόντου, καθώς αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά που διαχωρίζει τα εθνικά και θρησκευτικά κοινωνικά σύνολα στην περιοχή του Πόντου. Ο ρόλος της κουλτούρας των διάφορων πληθυσμών, αλλά κυρίως του ελληνικού στοιχείου, επιτελεί ένα διττό ρόλο. Αφενός περιορίζει έως απαγορεύει την κοινωνική κινητικότητα Ελλήνων προς άλλα κοινωνικά σύνολα, αφετέρου όμως απαγορεύει τη διείσδυση διαφορετικής κουλτούρας στοιχείων στο ελληνικό ποντιακό κοινωνικό σύνολο. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της διττής λειτουργίας -η οποία φυσικά δεν πρέπει να νοηθεί ως προνόμιο μόνο του ποντιακού ελληνισμού αλλά ως γνώρισμα όλων των ετερογενών κοινωνικών ομάδων στην περιοχή του Πόντου- είναι η διατήρηση και η ισχυροποίηση της συλλογικής ταυτότητας της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας.[19]
Η κουλτούρα του ποντιακού ελληνισμού, που τον καθιστά διαφορετικό στοιχείο συγκριτικά με τον περιβάλλοντα κοινωνικό ιστό, έχει ως βασικό της συστατικό το συνδυασμό ελληνικής γλώσσας και ορθόδοξης πίστης. Ο συνδυασμός αυτός διατηρείται μέσα στο χρόνο μέσα από τη θεσμοθέτηση εκπαιδευτικών και θρησκευτικών κέντρων.  Ήδη από τον 17ο αιώνα λειτουργεί το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, ενώ από τον 19ο και ύστερα πλήθος σχολείων και πνευματικών κέντρων καθώς και μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών αποφοίτων του Πανεπιστημίου Αθηνών, γίνονται φορείς μετάδοσης και ενίσχυσης της ελληνικής παιδείας και κουλτούρας.[20] Το γλωσσικό ζήτημα έχει βαρύνουσα σημασία για τη διατήρηση μιας τοπικής κουλτούρας καθώς η απώλεια γλώσσας σηματοδοτεί την απώλεια βασικών φυλετικών χαρακτηριστικών.[21] Αναφορικά με το ορθόδοξο της χριστιανικής πίστης, σημαντικό ρόλο στην ενίσχυσή του διαδραμάτισαν οι τοπικές ενορίες, οι μητροπόλεις και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί η δράση τόσο των μητροπόλεων όσο και του Πατριαρχείου, καθώς αποτελούσαν τη μοναδική μορφή θεσμικής εκπροσώπησης του ποντιακού ελληνισμού κατά τη διάρκεια του εκτοπιστικού-γενοκτονικού προγράμματος των Νεότουρκων και της κεμαλικής περιόδου, δεδομένης της έλλειψης μέριμνας από πλευράς ελληνικού κράτους.
Το εκτοπιστικό πρόγραμμα, θύμα του οποίου υπήρξε ο ποντιακός ελληνισμός, και η μετανάστευση των επιζώντων στον ελλαδικό χώρο αποτέλεσαν γεγονότα που αλλοίωσαν την κουλτούρα του ποντιακού ελληνισμού. Το συγκεκριμένο, όμως, ζήτημα θα μας απασχολήσει στο επόμενο κεφάλαιο.

              ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Τσολ’ κι έρημον Καράμπουρον τριιλ-τριιλ ταφεία ν’ ανοίξτε και τερέστατα, όλια καρσλί παιδία[22]
Με το παραπάνω τετράστιχο γίνεται η εισαγωγή στο δεύτερο μέρος της εργασίας. Το ταξίδι της επιστροφής, η εγκατάσταση και το ζήτημα της κουλτούρας των πόντιων προσφύγων αποτελούν τους θεματικούς άξονες.
Άφιξη και εγκατάσταση των προσφύγων
Ο αριθμός των προσφύγων που καταφεύγει στο ελληνικό κράτος τη δεκαετία του 1920 κυμαίνεται μεταξύ 1.250.000 και 1.400.000 ατόμων.[23] Αυτά τα πληθυσμιακά όρια τίθενται, διότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δεν λαμβάνουν υπόψη  τη θνησιμότητα των προσφύγων, καθώς και τον αριθμό των προσφύγων που μετανάστευσαν από την Ελλάδα προς άλλα κράτη. Αναφορικά με τον ποντιακό πληθυσμό, τα στατιστικά στοιχεία τον υπολογίζουν περίπου σε 180.000 άτομα.
Σε αυτό το σημείο όμως οφείλουν να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις. Αρχικά, το ποντιακό προσφυγικό ρεύμα προς το ελληνικό κράτος δεν ξεκίνησε μετά την υπογραφή της σύμβασης περί ανταλλαγής πληθυσμών αλλά, αντιθέτως, νωρίτερα.[24] Μετά την κατάρρευση του πολεμικού μετώπου στην Μικρά Ασία, μεγάλο ποσοστό Ποντίων κατευθύνθηκε προς τα παραλιακά αστικά κέντρα του Πόντου, με στόχο την επιβίβαση σε πλοία με προορισμό το ελληνικό κράτος και τα παράλια της Ρωσίας στον Εύξεινο Πόντο. Με την μεσολάβηση των δυνάμεων της Entente, που είχαν αναλάβει τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης, επετεύχθη συμφωνία ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική πλευρά, η οποία όριζε πως η μεταβίβαση των πόντιων προσφύγων προς την Ελλάδα θα γινόταν με τουρκικά πλοία ως την Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ελληνικά στο ελληνικό κράτος. Στην Κωνσταντινούπολη, οι πρόσφυγες μένουν στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, στον Άγιο Στέφανο και το Σελημιέ. Μόνο μετά τον Αύγουστο του 1923, το ελληνικό κράτος τους δέχεται στην επικράτειά του. Ο εναπομείνας ελληνικός ποντιακός πληθυσμός του Πόντου μεταναστεύει προς το ελληνικό κράτος από τον Μάρτιο του 1924, όταν και αρχίζει να εφαρμόζεται η σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών.[25]
Με την άφιξη των προσφύγων προέκυψε για την ελληνική κυβέρνηση το ζήτημα της εγκατάστασης και περίθαλψής τους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ιδρύεται το 1922 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, το οποίο σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως αναλαμβάνουν την κατασκευή οικημάτων για τους πρόσφυγες.[26] Το κόστος, όμως, για την κάλυψη των προσφυγικών αναγκών ήταν αδύνατο να καλυφθεί από τις περιορισμένες δυνατότητες του ελληνικού κράτους και η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών για χορήγηση δανείου. Τη διαχείριση του δανείου, που συνάφθηκε με την Κοινωνία των Εθνών το 1924,  ανέλαβε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.). Μέλη της ήταν δύο Έλληνες αξιωματούχοι διορισμένοι από την ελληνική κυβέρνηση και δύο ξένοι διορισμένοι από τη Κοινωνία των Εθνών. Στην Ε.Α.Π. παραχωρήθηκαν εκτός από το δικαίωμα διαχείρισης του δανείου και εκτάσεις γης 5.000.000 στρεμμάτων προκειμένου να ευοδωθεί το εγχείρημα της αποκατάστασης των προσφύγων. Εξάλλου κύρια προτεραιότητα της Ε.Α.Π. ήταν η αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων, ενώ για την αστική ήταν υπεύθυνο το Υπουργείο Πρόνοιας.[27]

Η περίπτωση της Καλαμαριάς
Η έλευση των προσφύγων επιδείνωσε την ήδη βεβαρημένη κατάσταση στην Θεσσαλονίκη. Η πόλη δεν είχε ακόμη συνέλθει από τις καταστροφικές συνέπειες της πυρκαγιάς του 1917, η οποία κατέκαψε 120 εκτάρια του ιστορικού πυρήνα της πόλης (9500 κτίσματα) και δημιούργησε 70000 αστέγους.[28] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αμερικανικής Επιτροπής Περίθαλψης (1923), οι πρόσφυγες στεγάστηκαν σε περίχωρους καταυλισμούς στο λοιμοκαθαρτήριο του Μικρού Καρά-Μπουρνού, στο αγγλικό στρατόπεδο της Καλαμαριάς, στην παλιά τούρκικη Γεωργική Σχολή, στο γαλλικό νοσοκομείο του Χαριλάου, στον καταυλισμό του Λεμπέτ και στο αγγλικό νοσοκομείο του Χαρμάνκιοϊ, καθώς και σε άλλα σημεία της πόλης.[29]
Η περίπτωση της περιοχής της Καλαμαριάς στην Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα προσπάθειας για αστική εγκατάσταση προσφύγων. Πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Καλαμαριά ήταν μια περιοχή αραιοκατοικημένη με διάσπαρτες επαύλεις επί της οδού Αλλατίνι (σημερινή Θεμιστοκλέους Σοφούλη). Η υπόλοιπη έκταση ήταν κυρίως χωράφια των κατοίκων της Πυλαίας.
Εικόνα 1. Αεροφωτογραφία της Καλαμαριάς, περίπου το 1916 (www.diasporic.org)
Μετά την λήξη το Μεγάλου Πολέμου, η περιοχή ήταν μια έρημη έκταση κατεστραμμένη από τις εγκαταστάσεις των Συμμάχων με κατάλοιπα σιδηροδρομικών γραμμών, χαρακώματα και χιλιόμετρα από συρματοπλέγματα.[30] Βέβαια, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις δεν αξιοποιήθηκαν αμέσως για τη στέγαση προσφύγων, καθώς με βάση πολεοδομικά σχέδια του 1921 η περιοχή προοριζόταν να μετατραπεί σε κέντρο παραθαλάσσιας αναψυχής με ταυτόχρονη επέκταση κατοικιών των μεσαίων και υψηλών κοινωνικών στρωμάτων της πόλης.[31] Η άφιξη όμως των προσφύγων από τον Πόντο και την Μικρά Ασία συνετέλεσε στην μετατροπή του οικιστικού χαρακτήρα της Καλαμαριάς. Οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις των δυνάμεων της Entente, όπως το απολυμαντήριο, τα στρατιωτικά νοσοκομεία και οι θάλαμοι, αξιοποιήθηκαν για την περίθαλψη και την εγκατάσταση των προσφύγων. Οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του συνοικισμού της Καλαμαριάς και γύρω από αυτόν άρχισαν να εγκαθίστανται με προσθετικό τρόπο αλλά χωρίς συντονισμό οι υπόλοιποι οικισμοί. Το 1926 οικοδομήθηκαν οι κατοικίες της Πρόνοιας, το 1928 οικοδομήθηκαν ο συνοικισμός της εταιρείας «Τέκτων» και οι κατοικίες της Ε.Α.Π., καθώς και τα οικήματα του τμήματος με τα «Γερμανικά» από την Πρόνοια.[32]
Τα πρώτα κύματα προσφύγων άρχισαν να καταφθάνουν στην Καλαμαριά το 1920 και επρόκειτο για Πόντιους από το Καρς του Καυκάσου[33]. Οι συνθήκες μεταφοράς και εγκατάστασής τους είναι άθλιες, καθώς μεταφέρουν μαζί τους αρρώστιες, και για αυτό το λόγο περνούσαν από το απολυμαντήριο.[34] Στη συνεχεία, ολόκληρες οικογένειες στοιβάζονταν εντός των ξύλινων στρατιωτικών παραπηγμάτων.
«…Εδώ ήταν η βάση του γαλλικού στρατού. Οι θάλαμοι έπαιρναν μέσα 80-100 οικογένειες. Τραβούσανε ένα σχοινί στο κέντρο, απ’ τη μια πλευρά στην άλλη, κρεμούσαν, ράβαν τα τσουβάλια και έτσι γινόταν ο χωρισμός. Ίσα από εδώ, ίσα από εκεί. Κι άρχισαν μετά, με τα τσουβάλια πάλι, ο καθένας έκανε το δικό του διαμέρισμα.».[35]
Ο μαζικός χαρακτήρας και η προχειρότητα της εγκατάστασης στους θαλάμους, σε συνδυασμό με την έλλειψη αποχέτευσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και κατάλληλης διατροφής, προκάλεσαν την εξάπλωση ενδημικών ασθενειών, όπως η ελονοσία, ο τύφος, η φυματίωση και η πνευμονία.[36] Ταυτόχρονα, αυτή η κατάσταση είχε άμεσο αντίκτυπο στην εικόνα των ντόπιων για τους πρόσφυγες και επηρέαζε δυσμενώς τη συμπεριφορά τους.

Οι πόντιοι πρόσφυγες στην Καλαμαριά. Ένα ζήτημα κουλτούρας
Στο ζήτημα της ποντιακής κουλτούρας παρεισφρέει πλέον ένα νέο στοιχείο, ο όρος «πρόσφυγας». Αυτομάτως, ο όρος αυτός της προσδίδει μια νέα ιδιότητα, την προσφυγική, η οποία με τη σειρά της εμπεριέχει την έννοια «ταξίδι», ένα ιστορικό γεγονός αλλά πολύ περισσότερο ένα εννοιολογικό εργαλείο, το οποίο προσφέρει μια νέα οπτική.
Όπως έχει αναφερθεί, η ποντιακή κουλτούρα είναι η ειδοποιός διαφορά του ελληνικού στοιχείου στον Πόντο από τα υπόλοιπα αλλοεθνή και αλλόθρησκα κοινωνικά σύνολα της περιοχής. Λειτουργεί δηλαδή ως μια ταυτότητα, ως ένας ξεχωριστός και ιδιότυπος τρόπος ζωής, ο οποίος χρησιμοποιώντας τη διαφοροποιητική του ιδιότητα επιτυγχάνει την ενίσχυση της συλλογικής ταυτότητας του ποντιακού κοινωνικού συνόλου στο κοινωνικό περιβάλλον του Πόντου. Με το ταξίδι και την μετανάστευση προς το ελληνικό κράτος αυτομάτως αλλάζει εξ ολοκλήρου το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο τοποθετείται το ποντιακό στοιχείο. Συνεπώς, μετασχηματίζονται οι όροι προσδιορισμού του Εγώ ως προς τον Άλλον. Δεδομένης αυτής της αλλαγής πραγματοποιούνται και μετασχηματισμοί στα δομικά στοιχεία της ποντιακής κουλτούρας, καθώς αυτή είναι συνυφασμένη με την ποντιακή συλλογική ταυτότητα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελληνική εθνική συνείδηση των Ελλήνων του Πόντου.
Με την εγκατάστασή τους στο ελληνικό κράτος οι Έλληνες από τον Πόντο συνειδητοποιούν ότι, εκτός από Έλληνες είναι και Πόντιοι. Διαμορφώνεται, συνεπώς, μια νέα συλλογική ταυτότητα μέσα στο πλαίσιο της εθνικής ελληνικής ταυτότητας, η οποία αποτελεί προϊόν της μετανάστευσης και του τρόπου ένταξης του ποντιακού στοιχείου στο ελλαδικό κοινωνικό περιβάλλον. Αυτή η ταυτότητα που διαμορφώνεται δεν είναι εθνική, καθώς ο ποντιακός πληθυσμός είναι τμήμα ενός ευρύτερου εθνικού ελληνικού συνόλου. Επίσης, δεν είναι τοπική, δεδομένου ότι ο Πόντος αποτελεί πλέον ένα χαμένο γεωγραφικό χώρο αναφοράς.[37] Συνεπώς, για την ποντιακή κουλτούρα στοιχείο αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού δεν αποτελεί η ελληνικότητά της αλλά ο τόπος καταγωγής.
Ο διαφορετικός τόπος καταγωγής, σε συνδυασμό με το κοινό παρελθόν της ζωής στον Πόντο και το βίωμα των συνθηκών βίαιης μετανάστευσης και εγκατάστασης στο ελληνικό κράτος, αποτελούν τον άξονα πάνω στον οποίο παρατηρείται, βάσει μαρτυριών, μια σύγκρουση ανάμεσα στο ποντιακό προσφυγικό πληθυσμό και τους ντόπιους. Αριθμός μαρτυριών αντικρούει αυτή τη θέση.[38] Κατά γενική ομολογία, όμως, ο πρόσφυγας θεωρήθηκε ξένος αλλά και ανταγωνιστής του ντόπιου πληθυσμού στην αγορά εργασίας. Χαρακτηρισμοί όπως «αούτοι» και «αούτηδες», που στόχο είχαν να προσβάλλουν την ποντιακή πολιτισμική ιδιαιτερότητα, και χαρακτηρισμοί όπως «Τούρκοι», «Τουρκόσποροι», που αμφισβητούν την ίδια την ελληνικότητα των προσφύγων, είναι ενδεικτικοί της εχθρότητας των ντόπιων.[39] Αυτή η εχθρότητα αποτυπώνεται με πολύ παραστατικό τρόπο στις μαρτυρίες των προσφύγων.
«…Παντού που ήταν ο κόσμος, λέγανε πρόσφυγες. Πρόσφυγες, πρόστυχες, μας λέγανε. Τις πρόσφυγες δεν τις θέλανε καθόλου. Δεν ξέρω, δεν τους θέλανε, λέει, έτσι. Όσες πήγαν κάτω ας πούμε είχαν παράπονο…»[40].
«…Οι ντόπιοι πάντα λέγαν πρόσφυγες. Όχι, δεν μας κάναν τίποτα, αλλά δε θέλανε. Τώρα, πως έρχονται εδώ πέρα οι Αλβανοί και δεν τους θέλουνε; Έτσι, γιατί νόμιζαν ότι έρχοντας αυτοί εδώ θα τους πάρουνε τις δουλειές τους, θα τους πάρουνε…»[41]
Οι συγκεκριμένες μαρτυρίες δεν είναι Ποντίων προσφύγων αλλά Μικρασιατών και Κωνσταντινουπολιτών που εγκαταστάθηκαν στην Καλαμαριά μετά το 1922.
Η σύγκρουση με τους ελλαδίτες επιτεινόταν και για πολιτικούς λόγους. Η εισροή προσφύγων από την Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο και τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα αποτέλεσαν ευνοϊκά δεδομένα για την επικράτηση του αβασίλευτου καθεστώτος και του Βενιζελισμού.[42] Η προτίμηση, όμως,  των προσφύγων για το Κόμμα των Φιλελευθέρων περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό κατόπιν της υπογραφής της πρώτης ελληνοτουρκικής σύμβασης φιλίας την 10η Ιουνίου 1930. Η υπογραφή αυτής της σύμβασης είχε άμεσο αντίκτυπο στην εκλογική επιρροή των Φιλελευθέρων στο χώρο των προσφύγων, καθώς ενταφιάζονταν οι ελπίδες της προσφυγιάς για επιστροφή στις πατρίδες τους.[43]
Η σύγκρουση ανάμεσα στον ποντιακό προσφυγικό πληθυσμό και στο περιβάλλον ντόπιο κοινωνικό σύνολο ενισχύει και ενισχύεται από την αδυναμία χωροταξικής ένταξης των προσφύγων στον κοινωνικό ιστό της Θεσσαλονίκης. Εκτός των πολιτικών ευθυνών και της έλλειψης σοβαρής μέριμνας από μεριάς κράτους, που αδυνατούσαν να καταστήσουν την αστική προσφυγική εγκατάσταση εφικτή, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η γεωγραφική θέση της περιοχής της Καλαμαριάς. Ο προσφυγικός συνοικισμός βρισκόταν εκτός της πόλης της Θεσσαλονίκης, γεγονός που εκ των πραγμάτων δυσκόλευε την επαφή ανάμεσα σε ντόπιους και πρόσφυγες. Η απόσταση ανάμεσα στο αστικό κέντρο και τον προσφυγικό συνοικισμό στα περίχωρα της πόλης συνέβαλε στη διατήρηση των διακριτικών χαρακτηριστικών των Ποντίων, όπως η γλώσσα και ο τρόπος ζωής, στοιχεία που ενίσχυσαν την κοινωνική συνοχή του ποντιακού κοινωνικού συνόλου. Αυτή η «απομόνωση» του προσφυγικού ποντιακού πληθυσμού κατέστησε την ενσωμάτωση τους στον κοινωνικό ιστό της Θεσσαλονίκης δύσκολη.
Ένα ακόμα ζήτημα, αναφορικά με την ποντιακή προσφυγική κουλτούρα, που χρήζει προσοχής είναι «το ταξίδι της επιστροφής». Ο εκτοπισμός των Ποντίων και η υπογραφή της συνθήκης ανταλλαγής προσφύγων θεωρήθηκαν από τους πρόσφυγες ως ένα προσωρινό μέτρο ωσότου να εξομαλυνθεί η κατάσταση στο μέτωπο του πολέμου, να επικρατήσει η ειρήνη και να επιστρέψουν οι ίδιοι στα πάτρια εδάφη.
«…Μέχρι που πέθανε η μητέρα μου, τα χαρτιά, τα συμβόλαια και τέτοια, τα είχαμε μαζεμένα, κι έλεγε, θα πάτε κόρη μου εσείς να τα διεκδικήσετε. Ζούσε με την ελπίδα ότι θα γυρίσουμε. Με αυτό ζούσε, με το σπίτι της και με το Κουρί. Επειδή εκεί ήταν πολύ καλά.»[44]
Το «ταξίδι της επιστροφής» αντικατοπτρίζει την πεποίθηση των προσφύγων για επαναπατρισμό τους. Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι δεν έχει διευθετηθεί μέχρι και το 1930 το ζήτημα των περιουσιών των προσφύγων. Ο Πόντος, ουσιαστικά, αποτελεί ακόμα την πατρίδα της ποντιακής προσφυγιάς και όχι τη χαμένη πατρίδα ή τον ιστορικό Πόντο. Στην ποντιακή κουλτούρα, ο Πόντος θα ταυτιστεί με την έννοια της «χαμένης πατρίδας» μόνο μετά την υπογραφή του ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας, Ουδετερότητας και Διαιτησίας, τον Οκτώβριο του 1930, οπότε αφενός, επισημαίνεται η απουσία οποιασδήποτε εδαφικής αμφισβήτησης ή διεκδίκησης ανάμεσα στα δύο κράτη, αφετέρου διευθετείται το ζήτημα των προσφυγικών περιουσιών και των αποζημιώσεων.
Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι η ποντιακή, προσφυγική πλέον, κουλτούρα δεν αλλάζει στην ουσία της. Συνεχίζει να λειτουργεί ως ταυτότητα και να αποτελεί το θεωρητικό υπόβαθρο της διαφορετικότητας του ποντιακού πληθυσμού απέναντι στον περιβάλλοντα κοινωνικό ιστό. Εξελίσσεται, όμως, όπως ακριβώς έχει εξελιχθεί και η ποντιακή κοινωνία και σημαίνοντα ρόλο σε αυτή τη διαδικασία διαδραματίζει το «ταξίδι» και η «μετανάστευση» τόσο ως ιστορικά γεγονότα όσο και ως σημασιολογικά εργαλεία.

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι πρόσφυγες προχωρούν στην ίδρυση συλλογικών οργανώσεων και σωματείων. Για ποιο λόγο προβαίνουν σε αυτές τις κινήσεις; Που στοχεύουν; Για ποιο λόγο, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αναπτύσσεται μεγάλος αριθμός προσφυγικών σωματείων στην Καλαμαριά; Η ίδρυση σωματείων αποτελεί μήπως κομμάτι της κουλτούρας τους και του τρόπου ζωής τους που μεταφέρουν από τον Πόντο και την Μικρά Ασία; Ή μήπως η συλλογική οργάνωση των προσφύγων είναι ένα νέο δεδομένο της κουλτούρας τους και προϊόν της μετανάστευσης; Και τέλος, ποιος είναι ο Αναμορφωτικός Σύλλογος Καλαμαριάς «Ο Απόλλων» και γιατί έχει ποδοσφαιρικό τμήμα;

Η προσφυγική συλλογική οργάνωση στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης
Η Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αποτέλεσε τη νέα πατρίδα για δεκάδες χιλιάδες προσφύγων. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της πόλης σε νεόδμητους συνοικισμούς, όπως η Καλαμαριά, ή σε περιοχές όπου υπήρχε ήδη πληθυσμιακή εγκατάσταση. Από τα κύρια μελήματα των προσφύγων, κατόπιν της εγκατάστασής τους, ήταν η βελτίωση της καθημερινότητάς τους. Όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, οι συνθήκες εγκατάστασης ήταν εξαιρετικά άθλιες, οι αρρώστιες ενίσχυαν τα ποσοστά θνησιμότητας και η αρνητική υποδοχή της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης καθιστούσε τον αγώνα των προσφύγων για εύρεση εργασίας ιδιαιτέρως δύσκολο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και σε συνδυασμό με την ανάγκη να ικανοποιηθεί το προσφυγικό αίσθημα του «ανήκειν» σε ένα κοινωνικό σύνολο με κοινό ιστορικό παρελθόν, κοινά βιώματα και κοινό τόπο καταγωγής, ιδρύονται κατά τον Μεσοπόλεμο στη Θεσσαλονίκη πάνω από 200 προσφυγικοί σύλλογοι και σωματεία, με σκοπό την «εξυπηρέτηση των προσφυγικών συμφερόντων και την αποκατάσταση των προσφύγων».[45] Με βάση το σκοπό ίδρυσής τους που αναφέρεται στα καταστατικά τους, τα σωματεία αυτά διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες. Αρχικά, υπάρχουν τα προσφυγικά σωματεία που στόχο έχουν την επίλυση των βασικών προβλημάτων της καθημερινότητας των προσφύγων όπως η στέγαση, η εύρεση εργασίας και η φροντίδα των ορφανών. Παράδειγμα τέτοιου συλλόγου είναι η Παμπροσφυγική Ένωση Καλαμαριάς που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1925 και η Εθνική Προσφυγική Ένωση Συνοικισμού Καλαμαριάς που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Σημαντικός αριθμός σωματείων έχει ως απώτερο στόχο και προσανατολισμό την πνευματική καλλιέργεια των μελών του. Αυτά είναι τα σωματεία νεολαίας. Με βάση τα καταστατικά τους, τα ιδρυτικά μέλη είναι κυρίως νέοι μέχρι 30 ετών και στόχος των σωματείων είναι μέσω της «πνευματικής, ηθικής και σωματικής ανάπτυξης» να βελτιωθεί η ζωή των νέων προσφύγων. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων αυτών των σωματείων εντάσσονται η οργάνωση εκδρομών και χοροεσπερίδων και η ίδρυση φιλολογικών, μουσικών και γυμναστικών τμημάτων. Παρόμοιοι είναι οι προσανατολισμοί και οι δραστηριότητες των πολιτιστικών-αθλητικών σωματείων, σύμφωνα με τα καταστατικά των οποίων οι αθλητικές και πολιτιστικές τους δράσεις αποτελούν έκφραση πίστης προς την ισχύ της αναμόρφωσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι ονομασίες των συλλόγων αυτών εμπεριέχουν προσδιορισμούς όπως «αναμορφωτικός», «μορφωτικός» και «φιλοπρόοδος». Τέτοιος σύλλογος είναι ο Αναμορφωτικός Σύλλογος Καλαμαριάς «Ο Απόλλων» με ημερομηνία ίδρυσης το Φεβρουάριο του 1926 και ο Αθλητικός Σύλλογος Κουρί «Μαραθών».[46]
Αναφορικά με το φαινόμενο της προσφυγικής αυτοοργάνωσης σε σωματεία και συλλόγους, σε μια περίοδο εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνθηκών τόσο για την πόλη της Θεσσαλονίκης όσο και για τους πρόσφυγες, μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις. Αρχικά, αυτό το φαινόμενο εδράζεται στη γενικότερη τάση αυτοοργάνωσης πολιτών σε συλλόγους, που παρατηρείται στην Ευρώπη κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και επηρεάζει τα ελληνικά αστικά κέντρα και τον μικρασιατικό ελληνισμό. Ο ελληνισμός εντός των οθωμανικών συνόρων, επειδή ακριβώς διέπεται από ένα πνεύμα κοσμοπολιτισμού και κατά συνέπεια είναι ανοιχτός στις σύγχρονες κοινωνικές τάσεις, υιοθετεί τα νέα αυτά δεδομένα, μετατρέποντάς τα σε έκφανση της καθημερινότητάς τους. Οι πρόσφυγες μεταφέρουν τη συγκεκριμένη εμπειρία τους στις νέες τους πατρίδες, αναπτύσσοντας διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες στο πλαίσιο του αγώνα για την επιβίωσή τους και την μετέπειτα ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό.[47]
Αξίζει, επίσης να σημειωθεί ότι στα σωματεία που ιδρύθηκαν συμμετείχαν πρόσφυγες οι οποίοι είχαν μεταξύ τους κοινό τόπο καταγωγής. Ρόλο σε αυτό το γεγονός διαδραμάτισε και η χωροταξική διαμόρφωση της Καλαμαριάς σε παραλιακούς, κεντρικούς και περιφερειακούς συνοικισμούς. Τέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει η στόχευση στην ίδρυση αυτών των σωματείων. Σκοπός της πρώτης γενιάς προσφύγων δεν ήταν η ανάδειξη και διατήρηση της ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς οι ίδιοι είναι φορείς των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους (διάλεκτος, χοροί, μουσική κ.ά.).[48] Ένα ακόμα στοιχείο που αξίζει αναφοράς είναι το φαινόμενο της πολυδιάσπασης των σωματείων λόγω ανταγωνισμών, μικροσυμφερόντων και φιλοδοξιών ανάμεσα στις ηγεσίες τους.[49] Αυτό το χαρακτηριστικό δικαιολογεί, ως ένα σημείο, το μεγάλο αριθμό προσφυγικών οργανώσεων στην Καλαμαριά.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η οργάνωση του προσφυγικού ελληνισμού από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη σε σωματεία και συλλόγους μορφωτικού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού και αθλητικού χαρακτήρα δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά, αντιθέτως, ένα φαινόμενο που διέπει την ελληνική παρουσία εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Αναμορφωτικός Σύλλογος Καλαμαριάς «Ο Απόλλων»
Ένα από τα πιο σημαντικά προσφυγικά σωματεία που ιδρύθηκαν στην Καλαμαριά ήταν ο Αναμορφωτικός Σύλλογος Καλαμαριάς «Ο Απόλλων». Ιδρύθηκε την 17η Ιανουαρίου 1926 και τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους αναγνωρίστηκε από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Το Άρθρο 2 του καταστατικού του ορίζεται ως σκοπός του νεοϊδρυθέντος σωματείου «…η αδελφική συνένωσις και η αμοιβαία μόρφωσις των μελών αυτού, ως και η ευεργετική προδιάθεσις.».[50] Η ιδρυτική συνέλευση πραγματοποιήθηκε στο «χορευτήριο» του Ιορδάνη Σεργιάδη[51], του Ερμείδη[52] ή του Χαρίτου[53]. Ιδρυτικά μέλη του συλλόγου ήταν ο Εμμανουήλ Μαϊόπουλος (πρόεδρος, ελαιοχρωματιστής και μετέπειτα ιερέας), ο Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης (αντιπρόεδρος, καθηγητής), ο Γεώργιος Αργυράκος (γενικός γραμματέας, δημόσιος υπάλληλος), ο Πλούτωνας Αγαθόπουλος (ταμίας, καφεπώλης) και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου οι Θόδωρο Μάνος (δικαστικός), Χαράλαμπος Οδοντόπουλος (επιχειρηματίας), και Κωνσταντίνος Σαββαΐδης (επιχειρηματίας).[54]
Με βάση προφορικές μαρτυρίες, και κυρίως αυτή του Εμμανουήλ Μαϊόπουλου, το όνομα του συλλόγου προέρχεται από το θεό της μουσικής Απόλλωνα[55], από το χοροδιδασκαλείο του Στέλιου Χαρίτου «Ο Απόλλων» και από το ομώνυμο ζαχαροπλαστείο που λειτουργούσε στην Κωνσταντινούπολη.
Εικόνα 2. Το σήμα του Απόλλωνα Καλαμαριάς (www.pontioi-apollonistes.eu)

Αυτό το οποίο σε κάθε περίπτωση αποτελεί δεδομένο είναι ότι η επωνυμία του συλλόγου είναι ταυτισμένη με τους στόχους και τα ενδιαφέροντα του ίδιου του σωματείου. Κατά το 19ο άρθρο, «ο Σύλλογος διαιρείται εις τμήματα αναλόγως της ειδικότητος των μελών αυτού. α΄. τμήμα μουσικόν, β΄. τμήμα αθλητικόν και γ΄. τμήμα καλλιτεχνικόν και φιλολογικόν», ενώ ο αρχικός πυρήνας των μελών αποτελείτο από νέους που έπαιζαν ή διδάσκονταν μουσική στα καφενεία και τα χοροδιδασκαλεία που λειτουργούσαν στις παράγκες τις Καλαμαριάς, σε πείσμα των καιρών.[56]
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πολλά από τα μέλη του συλλόγου προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη, όπως ο Εμμανουήλ Μαϊόπουλος, και κατοικούσαν στον γειτονικό συνοικισμό Δέρκων. Οφείλει να αναφερθεί, επίσης, το πολυδιάστατο της φυσιογνωμίας του σωματείου αναφορικά με τις δραστηριότητές του. Μέσα στα πλαίσια του αναμορφωτικού του χαρακτήρα, πέραν του ποδοσφαιρικού τμήματος, ιδρύθηκαν τμήματα θεάτρου, εκμάθησης μουσικών οργάνων και η περίφημη μαντολινάτα του Απόλλωνα.

Η μαντολινάτα
Οι πρώτοι πρόσφυγες που κατέφθασαν στην Καλαμαριά το 1920 από το Καρς, κατάφεραν και συνέστησαν εντός των θαλάμων εγκατάστασης χοροδιδασκαλείο, όπου μάθαιναν χορό, μουσική και θέατρο. Μετά την έλευση του μεγάλου αριθμού προσφύγων από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη, ο αριθμός των χοροδιδασκαλείων αυξήθηκε. Έως το 1930, στην περιοχή λειτουργούσαν τα χοροδιδασκαλεία του Ερμείδη, του Στέλιου Χαρίτου, του Σεργιάδη και του Πατσιλάρα. Ενδεικτικό της μεγάλης τους συμμετοχής των νεαρών προσφύγων αποτελεί η παρουσία μουσικοχορευτικών τμημάτων στην πλειονότητα των προσφυγικών συλλόγων και σωματείων.
Πάνω σε αυτή τη βάση άρχισε να λειτουργεί από το 1926 και έπειτα η μαντολινάτα και η χορωδία του Απόλλωνα. Ο πρώτος χώρος στέγασης ήταν μια παράγκα, δίπλα στο θάλαμο που λειτουργούσε η εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Πρώτος δάσκαλος ήταν ο Δαγκλής, που δίδασκε μαντολίνο, κιθάρα και τραγούδι στη χορωδία, και τον διαδέχτηκε ο Ηλίας Αλτίνογλου. Οι περισσότεροι από τους μουσικούς ήταν αυτοδίδακτοι και γνώριζαν μουσική από τις παλιές τους πατρίδες. Ο χώρος εκδηλώσεων στην Καλαμαριά ήταν το «κόκκινο σχολείο», το οποίο αποτέλεσε το μοναδικό δημοτικό σχολείο που λειτούργησε στην περιοχή. Ο ξύλινος θάλαμος, στον οποίο στεγαζόταν, αποτέλεσε έναν υποτυπώδη χώρο συναυλιών, που φιλοξενούσε τα διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα. Η δράση της μαντολινάτας του Απόλλωνα δεν περιορίστηκε μόνο στην περιοχή της Καλαμαριάς, αλλά αντιθέτως έδωσε παραστάσεις και στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας.[57]

«Απόψε παίζουμε εμείς»[58]
Το ποδοσφαιρικό τμήμα του συλλόγου ιδρύθηκε το 1926 και πολλά από τα μέλη της ομάδας ήταν ιδρυτές του Απόλλωνα με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του προέδρου του συλλόγου, Εμμανουήλ Μαϊόπουλου. Ο ρουχισμός της ομάδας ήταν αρχικά ασπρόμαυρος, αλλά τα χρώματα της στολής διατέθηκαν στον νεοϊδρυθέντα ΠΑΟΚ, με αποτέλεσμα η ομάδα να χρησιμοποιεί κοκκινόμαυρες στολές. Το μαύρο χρώμα επιλέχθηκε ως σύμβολο του πένθους για τις «χαμένες πατρίδες» και τις ζωές που χάθηκαν, ενώ το κόκκινο για το αίμα των προσφύγων που χάθηκαν στον ξεριζωμό.[59] Οι ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις του Απόλλωνα Καλαμαριάς με άλλες ποδοσφαιρικές ομάδες της περιοχής δεν ήταν μόνο τακτικές αλλά και άκρως ενδιαφέρουσες, όπως οι αναμετρήσεις με τον Μαραθώνα Κουρί, την ΑΕΚ Κατιρλί, τον ΠΑΟΚ, τον Παρθενώνα, την Αστραπή, τον Αβέρωφ Καλαμαριάς, τον Θρίαμβο και την Αυγή.[60] Το Σεπτέμβριο του 1926, στο παλιό γήπεδο του Ηρακλή, σε φιλικό αγώνα, ο Απόλλων Καλαμαριάς ηττήθηκε με σκορ 4-1 από την ομάδα του καταδρομικού Lloyd George με τέρμα που σημείωσε ο Εμμανουήλ Μαϊόπουλος, ο οποίος αγωνιζόταν στη θέση του δεξιού ακραίου επιθετικού.[61] Το 1928, η ποδοσφαιρική ομάδα εντάσσεται στην Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Μακεδονίας και συμμετέχει στο πρωτάθλημα της Γ΄ κατηγορίας της Θεσσαλονίκης, από όπου προβιβάζεται για τη Β΄ κατηγορία το 1929. Το 1932, ο Απόλλων Καλαμαριάς θα κατακτήσει το πρωτάθλημα της Β΄ κατηγορίας αλλά στον αγώνα διαβάθμισης με την ουραγό ομάδα της Α΄ κατηγορίας «Μελιτεύς» θα χάσει με αποτέλεσμα να μείνει στη Β΄ κατηγορία μέχρι και το 1939. Η αποτυχία ανόδου οδήγησε πολλούς παίκτες της ομάδας σε αποχώρηση προκειμένου να προσχωρήσουν στον ΠΑΟΚ, γεγονός που επέφερε το διετή αποκλεισμό τους από τα γήπεδα, γιατί δεν εξασφάλισαν, όπως προέβλεπαν οι σχετικοί κανονισμοί, την άδεια της διοίκησης του συλλόγου. Αναφορικά με το γήπεδο της ομάδας, πρέπει να τονιστεί ότι ο Απόλλων Καλαμαριάς μέχρι και το 1959 δεν έχει δικό του χώρο. Σύμφωνα με μαρτυρίες, τα γραφεία της ομάδας βρίσκονταν σε παράγκα κοντά στη Χ.Α.Ν Καλαμαριάς στην οδό Πασαλίδη. Εκεί υπήρχε μια αλάνα η οποία λειτουργούσε ως χώρος προπονήσεων αλλά και ως αγωνιστικός χώρος.[62]
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τους ιδρυτές του Αναμορφωτικού Συλλόγου Καλαμαριάς «Ο Απόλλων» να ιδρύσουν ποδοσφαιρικό τμήμα; Και τι είναι αυτό που κάνει την ιστορία του ποδοσφαιρικού τμήματος τόσο σημαντική;
Το ποδόσφαιρο είναι εύκολο και απλό άθλημα. Για να παίξει κανείς ποδόσφαιρο δε χρειάζεται παρά μόνο μια μπάλα, ή ένα αντικείμενο που να μπορεί να το κλωτσήσει με σχετική ευκολία χωρίς να τραυματιστεί, και μία ή δύο εστίες. Δεν υπάρχουν, επίσης, προϋποθέσεις σχετικά με το χώρο καθώς αυτός μπορεί να είναι μια αλάνα, ένα χωράφι ή ένας δρόμος. Όσο για το ρουχισμό, το καθημερινό ντύσιμο είναι αρκετό ως και περιττό σε κάποιες περιπτώσεις, αν αναλογιστεί κανείς ότι ποδόσφαιρο μπορεί να παίξει κάποιος και ξυπόλητος. Η απλότητα του αθλήματος σχετίζεται, επίσης, και με την απλότητα και τη σταθερότητα των κανόνων του. Το τέρμα μετράει το ίδιο, όπως και αν μπει, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις είναι λίγες και δεν υπάρχουν απαγορευμένες περιοχές, όπως με άλλα αθλήματα. Συνεπώς η ευκολία και η απλότητα του ποδοσφαίρου ως άθλημα, αποτέλεσαν έναν παράγοντα ανάπτυξης και γρήγορης διάδοσής του.[63]
Όσον αφορά το ερασιτεχνικό ή αργότερα το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αυτό θα πρέπει να εξετασθεί και μέσα στο πλαίσιο κοινωνιών εξαστυσμένων και κρατικά οργανωμένων. Μέσα σε αυτές τις κοινωνίες, οι αυθόρμητες εκρήξεις πάθους των μελών τους περιορίζονται καθώς υπόκεινται σε περιορισμούς και κανόνες. Ο συναισθηματικός έλεγχος, ουσιαστικά, μετατρέπεται σε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της καθημερινότητας καθιστώντας την μονότονη και βαρετή. Για να αποφευχθεί αυτή η μονοτονία, οι κοινωνίες δημιουργούν θύλακες μέσα στους οποίους μειώνεται ο έλεγχος και επιτρέπονται οι συναισθηματικές εξάρσεις  και οι εντάσεις σε ήπια μορφή. Ένας τέτοιος θύλακας συναισθηματικής εκτόνωσης είναι και το ποδόσφαιρο.[64]
Ένας άλλος παράγοντας σχετίζεται με τη συλλογική δραστηριότητα των προσφύγων στις πατρίδες τους. Όπως έχει αναφερθεί, στην Μικρά Ασία, στον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη το ελληνικό στοιχείο είχε δημιουργήσει συλλόγους και σωματεία τα οποία διέθεταν και ποδοσφαιρικά τμήματα. Αυτό το στοιχείο δείχνει ότι υπήρχε γνώση περί ποδοσφαίρου και το γεγονός ότι τα ποδοσφαιρικά σωματεία ήταν τόσο πολλά και με έντονη δραστηριότητα, αποδεικνύει ότι υπήρχε μια κουλτούρα του ποδοσφαίρου, η οποία μεταφέρθηκε στο ελληνικό κράτος με το ταξίδι των προσφύγων. Δεδομένου ότι η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τα ποδοσφαιρικά σωματεία της περιοχής της Θεσσαλονίκης, πρέπει να αναλογιστεί κανείς ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ποδοσφαιρικών τμημάτων. Ήδη από τα τέλει του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, στη Θεσσαλονίκη έχουν δημιουργηθεί σωματεία αθλητικού χαρακτήρα τα οποία προωθούν το ποδόσφαιρο, όπως η Union Sportive που ιδρύθηκε το 1901 ή το 1902 από ξένους κατοίκους της πόλης, ο Ηρακλής και ο Άρης.[65]
Η απλότητα του αθλήματος, η ευκολία ως προς το παιχνίδι τόσο από άποψη υλικοτεχνικού εξοπλισμού όσο και από άποψη κανονισμών, η γνώση περί ποδοσφαίρου από τις παλιές πατρίδες αλλά και η ποδοσφαιρική παράδοση που υπάρχει στη Θεσσαλονίκη ήδη από τον 19ο αιώνα, αποτελούν βασικούς παράγοντες ίδρυσης και ανάπτυξης προσφυγικών ποδοσφαιρικών σωματείων και τμημάτων. Αυτό, όμως, που ουσιαστικά σημασιοδοτεί την ιστορία του Απόλλωνα Καλαμαριάς και μετατρέπει το ποδοσφαιρικό σωματείο σε φορέα απεικόνισης μιας προσφυγικής κουλτούρας, είναι η σχέση του Απόλλωνα και του ποδοσφαίρου με την κουλτούρα της ποντιακής προσφυγιάς, παρά το γεγονός ότι μέλη του συλλόγου δεν ήταν μόνο ποντιακής καταγωγής αλλά προέρχονταν και από την Κωνσταντινούπολη.
Ο κόσμος του ποδοσφαίρου βρίσκεται τόσο μέσα στον αγωνιστικό χώρο όσο και στις κερκίδες. Οι ποδοσφαιριστές είναι οι «μικροί ήρωες» της Κυριακής, που με μια καλή πάσα, ένα περίτεχνο ελιγμό και ένα τέρμα εξασφαλίζουν εισιτήριο για την «αθανασία». Ταυτόχρονα, για όσους βρίσκονται στις κερκίδες, το ποδόσφαιρο είναι η ταύτιση με αυτούς του «μικρούς ήρωες» της Κυριακής. Αυτή η ταύτιση μπορεί να κάνει το θεατή να νιώσει σπουδαίος γιατί έξω, στην αλάνα ή το δρόμο, μπορεί και ο θεατής να παίξει μπάλα, χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, και να γίνει και αυτός ένας «μικρός ήρωας». Αυτό το άθλημα, επιτρέπει στον καθένα να φανταστεί ότι είναι κάποιος άλλος, ένας ήρωας των γηπέδων.[66]
Αυτή ακριβώς η λειτουργία του ποδοσφαίρου σε συνδυασμό με την καθημερινότητα που βιώνει ο Πόντιος πρόσφυγας, μετατρέπει τους ποδοσφαιρικούς αγώνες του Απόλλωνα Καλαμαριάς σε φυγή από την σκληρή πραγματικότητα των «πέτρινων χρόνων».[67] Ο πόντιος πρόσφυγας, λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης και της διαβίωσής του σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, βρίσκει διέξοδο στη «μαγεία» του ποδοσφαίρου. Ξεφεύγει για λίγο από την πραγματικότητα και τα προβλήματα και έρχεται σε επαφή με ένα απλό, εύκολο και «μαγικό» πολιτισμικό προϊόν, όπου ο παράγοντας τύχη διαδραματίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο.
Η σχέση, όμως, ανάμεσα στην κουλτούρα του ποδοσφαίρου και στην ποντιακή προσφυγική κουλτούρα εδράζεται κυρίως στη βασικότερη ιδιότητα του ποδοσφαίρου. Το άθλημα αυτό ικανοποιεί το αίτημα για αποπεριθωριοποίηση και κοινωνική ένταξη. Το αίσθημα αυτό κατασκευάζεται στη βάση διαχωρισμού του κοινωνικού Εγώ προς τον Άλλον, σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.[68] Σε τοπικό επίπεδο, οι πρόσφυγες από τον Πόντο εντάσσονται στο φίλαθλο κοινό του Απόλλωνα Καλαμαριάς σε αντιδιαστολή με τους πρόσφυγες από τα μικρασιατικά παράλια, οι οποίοι υποστηρίζουν τον Μαραθώνα Κουρί.
«…το Κουρί είχε το Μαραθώνα, Μικρασιάτες. Και ο Απόλλων Καλαμαριάς ήταν με τους Πόντιους τότε και εκεί ως συνήθως με τα ποδοσφαιρικά, να πούμε, γινόταν μικροεπεισόδια…»[69]
Σε περιφερειακό επίπεδο, η ποντιακή προσφυγική ταυτότητα σφυρηλατείται σε αντιπαραβολή με την ταυτότητα των ντόπιων. Άλλωστε, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η υποστήριξη του φίλαθλου ή οπαδικού κοινού προς ένα ποδοσφαιρικό σωματείο γίνεται με κριτήριο την πόλη ή την περιοχή όπου γεννήθηκε, μένει ή και εργάζεται κανείς. Αυτή η διαπίστωση, βεβαίως, δεν αποτελεί θέσφατο δεδομένου ότι η επιλογή ποδοσφαιρικής ομάδας ακολουθεί «περίεργες» διαδρομές.[70] Ενδεικτικό αυτού του τρόπου επιλογής ποδοσφαιρικής ομάδας είναι και η προσχώρηση παικτών του Απόλλωνα Καλαμαριάς στον ΠΑΟΚ, μετά την ήττα του Απόλλων στον αγώνα διαβάθμισης με τον Μελιτέα την αγωνιστική περίοδο 1931-1932. Η κίνηση αυτή δεν είναι τυχαία δεδομένου ότι και ο ΠΑΟΚ είναι προσφυγικό ποδοσφαιρικό σωματείο. Αυτό το γεγονός αναδεικνύει την άποψη ότι ο προσφυγικός χαρακτήρας των ποδοσφαιρικών σωματείων αποτελεί πεδίο διαμόρφωσης μια ταυτότητας αντιπαραβαλλόμενης σε έναν διαφοροποιημένο κοινωνικό Άλλον και, ως εκ τούτου, ένταξης σε αυτή τη βάση. Το συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει η έρευνα είναι ότι το ποδόσφαιρο καταφέρνει και επιτελεί ένα έργο, ιδιαιτέρως δύσκολο ακόμα και για τον ίδιο τον κρατικό οργανισμό. Μπορεί δηλαδή να προσφέρει στα περιθωριοποιημένα κοινωνικά σύνολα, όπως το προσφυγικό, τη δυνατότητα να ενταχθούν σε μεγαλύτερα κοινωνικά σύνολα, λόγω παρουσίας κοινών χαρακτηριστικών σε αντιδιαστολή με τα διακριτικά χαρακτηριστικά ενός άλλου κοινωνικού συνόλου.

Συμπεράσματα
Η ποντιακή κουλτούρα είναι ένα τρόπος ζωής. Ένα σύνολο αξιών, τα οποία σημασιοδοτούν την καθημερινότητα ενός κοινωνικού συνόλου. Αυτές οι αξίες, όπως η γλώσσα, αποτελούν προϊόν της διαδραστικότητας των κοινωνικών στοιχείων μεταξύ τους και εξυπηρετούν την ανάγκη για διαφορετικότητα. Επειδή, ακριβώς, οι αξίες προσδιορίζονται ως προϊόντα και αίτια τριβής των κοινωνικών συνόλων μεταξύ τους, επηρεάζονται άμεσα από την ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών, την καθημερινότητα των οποίων και νοηματοδοτούν. Από τη στιγμή που στην εξέλιξη της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού παρεισφρέουν έννοιες όπως «ταξίδι», «μετανάστευση» και «εκτοπισμός», γίνεται αντιληπτό ότι μεταβάλλεται ο κοινωνικός ιστός μέσα στον οποίο τοποθετείται το ποντιακό στοιχείο. Ο αντίκτυπος στην ποντιακή κουλτούρα είναι ότι η τελευταία μετατρέπεται σε προσφυγική, με αποτέλεσμα οι αξίες που την διέπουν να μεταβληθούν και αυτές με γνώμονα τον περιβάλλοντα κοινωνικό ιστό.
Η θεμελιώδης αξία της ποντιακής προσφυγικής κουλτούρας είναι το αίτημα για ένταξη και ενσωμάτωση, αρχικά, σε ένα κοινωνικό σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά, όπως η κοινή καταγωγή και τα κοινά βιώματα, και, στη συνέχεια, στον κοινωνικό ιστό της «νέας πατρίδας».
Αυτή ακριβώς την ανάγκη επικαλύπτει το ποδόσφαιρο. Το λαοφιλές αυτό σπορ λειτουργεί ως «πλατφόρμα» πάνω στην οποία χτίζονται κοινωνικοί συμβολισμοί και ταυτότητες σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Η κατασκευή αυτών των ταυτοτήτων γίνεται στη βάση διαχωρισμού ενός κοινωνικού Εγώ προς έναν κοινωνικό Άλλον. Αυτή ακριβώς η διάκριση είναι που προσφέρει τους θύλακες εκείνους για ικανοποίηση του προσφυγικού αιτήματος για ένταξη και ενσωμάτωση. Το ποδόσφαιρο, λοιπόν, επειδή ακριβώς παράγει και αναπαράγει μαζική κουλτούρα, η οποία ενέχει μια συλλογική διάσταση, προσφέρει εκείνους τους θύλακες που υπόκεινται στην ανάγκη των προσφύγων για ένταξη και ενσωμάτωση. Εξάλλου, οι ποδοσφαιρικές ομάδες συμβολίζουν την ταυτότητα του κοινωνικού συνόλου που αντιπροσωπεύουν.

Κατεβάστε ολόκληρη την εργασία από εδώ: https://docs.google.com/file/d/0B3tbyURfAyrmXzdzdThHdHJZdk0/edit?usp=sharing





[1] Αγγελική Στεργίου, Καλαμαριά μνήμη και φως, Δήμος Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 130.
[2] Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2004, σ. 126.
[3] Ό.π., σ. 147-149.
[4] Ό.π., σ. 159-161.
[5] Θάνος Βερέμης, Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σ. 338.
[6] Χρήστος Σαμουηλίδης, Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 241.
[7] Βλάσης Αγτζίδης, Έλληνες του Πόντου. Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό, Ελληνικές Εκδόσεις Α.Ε., Αθήνα 2005, σ. 178-180.
[8] Θάνος Βερέμης, Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς…, ό.π., σ. 358.
[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., σ. 115.
[10] Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου…, ό.π., σ. 255.
[11] Ό.π., σ. 230.
[12] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σ. 126-127.
[13] Θάνος Βερέμης, Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς…, ό.π., σ. 359-361.
[14] Βλάσης Αγτζίδης, Έλληνες του Πόντου…, ό.π., σ. 208.
[15] Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν, Η Αρμενία και το αρμένικο ζήτημα, Στοχαστής, Αθήνα 1988, σ. 156.
[16] Μαρία Κ. Βεργέτη, Από τον Πόντο στην Ελλάδα. Διαδικασίες διαμόρφωσης μιας εθνοτοπικής ταυτότητας, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη 1994, σ.114
[17] Τέρυ Ήγκλετον, Η έννοια της κουλτούρας, (μτφρ.) Ηλίας Μαγκλίνης, Πόλις, Αθήνα 2003, σ. 15
[18] Ό.π., σ. 21
[19] Μαρία Κ. Βεργέτη, «Η συλλογική ταυτότητα του ποντιακού ελληνισμού στον ελλαδικό χώρο», Πόντος. Θέματα λαογραφίας του ποντιακού ελληνισμού, (επιμ.) Μανώλης Γ. Σέργης, Εκδόσεις Αλήθεια, Αθήνα 2008, σ. 108.
[20] Μαρία Κ. Βεργέτη, Από τον Πόντο στην Ελλάδα…, ό.π., σ. 95-96
[21] T.S. Eliot, Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας, (μτφρ.) Νανά Ησαΐα, Πλέθρον, Αθήνα 1980, σ. 68.
[22] Αγγελική Στεργίου, Καλαμαριά…, ό.π., σ. 107.
[23] Μαρία Κ. Βεργέτη, Από τον Πόντο…, ό.π., σ. 169.
[24] «…Οι γραπτές πηγές αναφέρουν το 1918 ως το χρόνο πραγματοποίησης των πρώτων μαζικών μεταναστεύσεων. Σύμφωνα όμως με προφορική μαρτυρία, ποντιακές οικογένειες μεταναστεύουν από το Καρς στην Ελλάδα το 1912…Σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, ο ποντιακός ελληνισμός αρχίζει αν καταφεύγει στο ελληνικό κράτος από το 1918. Ο Γ. Σακκάς αναφέρει ότι το πρώτο κύμα προσφύγων αποτελείται από τρεις περίπου χιλιάδες Τριπολίτες, οι οποίοι καταφεύγουν στη νότια Ρωσία μετά την ανακωχή του 1918 και ακολουθούν, τον ελληνικό στρατό που υποχωρεί τον Απρίλιο του 1919, μετά την αποτυχημένη εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία.», ό.π., σ. 172-173.
[25]Ό.π., σ. 117-118.
[26] Βίλμα Χαστάογλου, «Προσφυγική εγκατάσταση και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί της Θεσσαλονίκης, 1922-1930», Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940), Ελένη Ιωαννίδου (επιμ.), Πρακτικά Ημερίδας 17 Μαΐου 2008, εκδόσεις Επίκεντρο, σ. 49.
[27] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σ. 301-302.
[28] Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου, Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917. Ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης και στην ανάπτυξη της ελληνικής πολεοδομίας, Δήμος Θεσσαλονίκης, 1985-86, σ. 79.
[29] Βίλμα Χαστάογλου, «Προσφυγική εγκατάσταση και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί της Θεσσαλονίκης, 1922-1930», Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης…, ό.π., σ. 48-49.
[30] Αγγελική Στεργίου, Καλαμαριά…, ό.π., σ. 113.
[31] Βίλμα Χαστάογλου, «Προσφυγική εγκατάσταση και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί της Θεσσαλονίκης, 1922-1930», Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης…, ό.π., σ. 72.
[32] Βίλμα Χαστάογλου, «Η κατασκευή των προσφυγικών συνοικισμών Κάμπελ-Βότση, Βυζαντίου και Καλαμαριάς», Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο (1920-1940). Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα πατρίδα, Ελένη Ιωαννίδου, Χοσέ Ροντρίγκες (επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 197-205.
[33] Σε έγγραφο της γενικής διοικήσεως Μακεδονίας με ημερομηνία 12/11/1920, γίνεται μια σύντομη καταγραφή της «ακριβούς και αυστηράς καταμετρήσεως όλων εν γένει των ευρισκομένων εν Καλαμαριά και τω Απολυμαντηρίω του Μικρού Καρά Μπουρνού». Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου, Θεσσαλονίκη. Τουρκοκρατία & Μεσοπόλεμος. Κείμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, University Studio Press, Εκδόσεις Έκφραση, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 365.
[34] «…Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Γέροι και άρρωστοι. Μαζί και τα λιγοστά υπάρχοντα όσα κατόρθωσαν να περισώσουν από τη λαίλαπα της καταστροφής. Όλοι στον κλίβανο. Στριμωγμένοι κάτω από το ντους με μια πλάκα πράσινο σαπούνι και ποτάσα να λούζουν κεφάλι και σώμα.», Αγγελική Στεργίου, Καλαμαριά…, Αγγελική Στεργίου, Καλαμαριά…, ό.π., σ. 119.
[35]«…Στους θαλάμους μέσα, βάζαν τον κόσμο», Η Καλαμαριά στον Μεσοπόλεμο(1920-1940). Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα πατρίδα, Ελένη Ιωαννίδου, Χοσέ Ροντρίγκες (επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 38.
[36] Ελένη Ιωαννίδου, «Απόλλων, μια διαδρομή. 1926-2006», Μια Ζωή Απόλλων. Μορφωτικός Γυμναστικός Σύλλογος Καλαμαριάς «Ο Απόλλων». 1926-2006, Αγγελική Τσαπακίδου (επιμ.),  Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 16
[37] Μαρία Κ. Βεργέτη, «Η συλλογική ταυτότητα του ποντιακού ελληνισμού στον ελληνικό χώρο»…, ό.π., σ. 107.
[38] «Κατοικείται ο συνοικισμός αυτός ως επί το πλείστον από Πόντιους και Καυκάσιους πρόσφυγας, από τα πρώτα καραβάνια που έστειλεν η τρομερά ανθρωποσφαγή. Είναι άνθρωποι ήσυχοι, νομοταγείς, τίμιοι, αγαπούν πολύ τον αθλητισμόν και την πρόοδον και έχουν ένα σωρό συλλόγους.», Εφημερίς των Βαλκανίων, 4/10/1929.
[39] Μαρία Κ. Βεργέτη, Από τον Πόντο…, ό.π., σ. 221.
[40] «Πως μας έβλεπαν οι ντόπιοι;», Η Καλαμαριά στον Μεσοπόλεμο(1920-1940). Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα πατρίδα, Ελένη Ιωαννίδου, Χοσέ Ροντρίγκες (επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 186.
[41] Ό.π., σ.186.
[42] Θάνος Βερέμης, Γιάννης Κολιόπουλος, Ελλάς..., ό.π., σ. 543-544.
[43] Δημοσθένης Δώδος, «Οι πρόσφυγες στις εκλογές: από τον Βενιζέλο στον Κονδύλη», Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940), Πρακτικά Ημερίδας 17/5/2008, Ελένη Ιωαννίδου (επιμ.), Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 173-174.
[44] «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η άφιξη των προσφύγων στην Καλαμαριά», Η Καλαμαριά στον Μεσοπόλεμο (1920-1940). Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα πατρίδα, Ελένη Ιωαννίδου, Χοσέ Ροντρίγκες (επιμ.), Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 26.
[45] Ελένη Ιωαννίδου, «Τα αθλητικά σωματεία των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου (1922-1940)», Θεσσαλονικέων Πόλις, τχ. 15, Οκτώβριος 2004, σ. 37. 
[46] Ελένη Ιωαννίδου, «Συλλογική οργάνωση και σωματεία στην Καλαμαριά του Μεσοπολέμου (1920-1937)», Η Καλαμαριά στον Μεσοπόλεμο (1920-1940). Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα πατρίδα, Ελένη Ιωαννίδου, Χοσέ Ροντρίγκες (επιμ.), Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 142-143
[47] Ελένη Ιωαννίδου, «Τα αθλητικά σωματεία των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου (1922-1940)», Θεσσαλονικέων…, ό.π., σ.37-38
[48] Ελένη Ιωαννίδου, «Συλλογική οργάνωση και σωματεία στην Καλαμαριά του Μεσοπολέμου (1920-1937)»,  Η Καλαμαριά στον Μεσοπόλεμο…, ό.π., σ. 144
[49] «Εις το ανυπολογίστου σημασίας έργον οδηγοί και συνεπίκουροι της πολιτείας καλούνται αι προσφυγικές οργανώσεις. Πως όμως αύται θα ανταποκριθούν εις μίαν τόσον βαρυσήμαντον αποστολήν, όταν κατατρώγονται από την σάρακα των αντεγκλίσεων και της οικογενειακής διαμάχης και από την πεζότητα των αντιλήψεων, τας οποίας εμπνέει εις τους θέλοντας να προΐστανται των προσφυγικών οργανώσεων ο ωμός υπολογισμός και το αποκλειστικόν πνεύμα της εξυπηρετήσεως του συμφέροντος ορισμένης ομάδος εις βάρος και αδίκημα τόσων άλλων;… Θα δοκιμάση ο προσφυγικός κόσμος και άλλας πικρότερας απογοητεύσεις, αν εξακολουθήση η κατάτμησίς του εις πολλοστημόρια οργανώσεων και η αλληλομαχία των διαπληκτιζομένων επί κεφαλής αυτών και κατά των κεφαλών των προσφύγων.», Μακεδονικά Νέα, 20/8/1924
[50] Ι.Α.Π.Ε.-Συλλογή Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης
[51] Ελένη Ιωαννίδου, «Απόλλων, μια διαδρομή. 1926-2006», Μια Ζωή Απόλλων…, ό.π., σ. 20
[52] Σταύρος Ζαμπέτογλου (επιμ.), 75 Χρόνια Απόλλων Καλαμαριάς 1926-2001, Δήμος Καλαμαριάς, χ.χ., σ. 5
[53] Ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο-μαρτυρία από τον Παπα-Μανώλη Μαϊόπουλο στις 31/5/1970: «…Εγκατασταθήκαμε σε θαλάμους και ως πρόσφυγες ζούσαμε υπό άθλιες συνθήκες… Παρά τις μύριες υποχρεώσεις μας, γρήγορα ασχοληθήκαμε και με τη μουσική, όπως και με άλλες δραστηριότητες… Ένα απόγευμα, ενώ έπαιζα μανδολίνο στο χοροδιδασκαλείο του Χαρίτου (που βρισκόταν στην οδό Κομνηνών), εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το μαγαζί του κ. Τίκου) συνέλαβα την ιδέα να ιδρύσω έναν σύλλογο όπως είχαμε και στην Κωνσταντινούπολη. Παίρνοντας αφορμή από την ονομασία του χοροδιδασκαλείου, αποφάσισα να δώσω στον σύλλογο το όνομα Απόλλων, που ήταν και ο Θεός της μουσικής[…]». Αγγελική Στεργίου, Καλαμαριά…, ό.π., σ. 102-103.
[54] Ιστοσελίδα του Απόλλωνα Καλαμαριάς στην ηλεκτρονική τοποθεσία www.apollonkalamariasfc.com
[55] «…κατ’ εικόνα και ομοίωση του θεού της μουσικής…». Βαγγέλης Κουκούλογλου, Σήματα & Χρώματα. Η γέννηση… και η ιστορία τους, εκδόσεις Γ. Γεωργαλάς Α.Ε., Αθήνα, σ. 48
[56] Ελένη Ιωαννίδου, «Απόλλων, μια διαδρομή. 1926-2006», Μια Ζωή Απόλλων…, ό.π., σ. 20.
[57] Ελένη Ιωαννίδου, «Η Μαντολινάτα», Μια Ζωή Απόλλων…, ό.π., σ. 52
[58] Εντουάρντο Γκαλεάνο, Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου, (μτφρ.) Γιάννης Χρυσοβέργης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σ. 18
[59] Ιστοσελίδα του Απόλλωνα Καλαμαριάς, ό.π.
[60] Σταύρος Ζαμπέτογλου (επιμ.), ό.π., σ. 8.
[61] Ιστοσελίδα του Απόλλωνα Καλαμαριάς, ό.π.
[62] Ελένη Ιωαννίδου, «Απόλλων, μια διαδρομή. 1926-2006», Μια Ζωή Απόλλων…, σ. 25-27
[63] Κριστιάν Μπρομπερζέ, Ποδόσφαιρο: Σύμβολα, αξίες, φίλαθλοι, (μτφρ.-επιμ.) Geraldine Georget-Παντελής Κυπριανός, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 33-36
[64] Νόρμπερτ Ελίας και Έρικ Ντάνινγκ, «Η σχόλη στο φάσμα του ελεύθερου χρόνου», Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος στην εξέλιξη του πολιτισμού, Νόρμπερτ Ελίας, Έρικ Ντάνινγκ, Εκδόσεις Δρομέας, Αθήνα 1998, σ. 157-159.
[65] Απόστολος Ν. Παπαδόπουλος, «Ο αθλητισμός στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο 1875-1920», Θεσσαλονικέων Πόλις, τχ. 15, Οκτώβριος 2004, σ. 20.
[66]Γιώργος Αναστασιάδης, «Εισαγωγή: Στα γήπεδα η πόλη αναστενάζει», Στα γήπεδα η πόλη αναστενάζει. 16 κείμενα για την παλιά Θεσσαλονίκη του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ, Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 10.
[67] Ό.π., σ. 10.
[68] Κριστιάν Μπρομπερζέ, Ποδόσφαιρο…, ό.π., σ. 69-70.
[69]«Συνήλθομεν και απεφασίσαμεν την ίδρυσιν συλλόγου…», Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο (1920-1940). Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα πατρίδα, Ελένη Ιωαννίδου, Χοσέ Ροντρίγκες (επιμ.), Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 158.
[70] Κριστιάν Μπρομπερζέ, Ποδόσφαιρο…, ό.π., σ. 70.
Creative Commons License
This work is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 International License.