Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

‘ Το ένδυμα στα «πέταλα» ’: Οι φίλαθλοι στα ελληνικά γήπεδα και η ενδυματολογική συμπεριφορά τους(δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα)



                                                            Πρόλογος
  Η παρούσα εργασία ασχολείται στα πλαίσια του μεταπτυχιακού σεμιναρίου « Η μελέτη του ενδύματος», με την εξέλιξη της ενδυμασίας στις κερκίδες των ελληνικών γηπέδων, όπου συγκεντρώνονται οι «φανατικοί» οπαδοί, από την αρχή της δεκαετίας του 1970 μέχρι και σήμερα. Η συγκεκριμένη μελέτη είναι ως επί τω πλείστω, μια καταγραφή και παρουσίαση της εξέλιξης της ενδυμασίας στο χρονικό πλαίσιο των τελευταίων σαράντα ετών σε συνδυασμό με τις επιταγές της μόδας κάθε εποχής, αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επικρατεί στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο.
                                                         Εισαγωγή
  Στην παρούσα εργασία, θα ασχοληθούμε με τη μελέτη της ενδυμασίας σε ένα χώρο, ιδιαίτερα γνωστό, το χώρο των κερκίδων όπου συγκεντρώνονται οι φανατικοί οπαδοί, τις «θύρες», όπως επικρατεί να λέγονται, και τα κριτήρια επιλογής της ενδυμασίας, καθώς επίσης και τους παράγοντες που τη διαμόρφωσαν ανά δεκαετία.
Αρχικά, οφείλουμε να αναφερθούμε στους τομείς που αποτελούν συνολικά την έρευνα της «οπαδικής» ενδυμασίας, την ενδυμασία, τη μόδα, το ποδόσφαιρο, και τις υποκουλτούρες.
 Είναι ευρέως αποδεκτό, ότι με τον όρο ενδυμασία εννοούμε το σύνολο των ενδυμάτων, που απαρτίζουν την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων, είτε στην πρωτόγονη, είτε στην αγροτική, είτε στην αστική βιομηχανοποιημένη μορφή τους.
 Το ένδυμα, με τη σειρά του, αποτελεί μια φλύαρη, στη σιωπή του, γλώσσα επικοινωνίας, καθώς τα ενδύματα εκπέμπουν μηνύματα για την κοινωνική ομάδα που αντιπροσωπεύουν. Στο περιοδικό Ζυγός, το 1975, η Λίζα Σκουζέ-Πετρίδη αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι « η μόδα έχει τις ρίζες της στο υποσυνείδητο του ανθρώπου και πάντοτε μια από τις μεγαλύτερες επιθυμίες του τελευταίου ήταν να στολίζει το σώμα του. Γιατί αυτή είναι η βαθύτερη έννοια της μόδας: η αυτοδιακόσμηση», και στη συνέχεια μας οδηγεί στη διαπίστωση, ότι « η αυτοδιακόσμηση δεν έχει μόνο σκοπό το να θαυμάζει ο άνθρωπος τον εαυτό του, αλλά και το να θέλει να τον θαυμάζουν και να τον επιθυμούν οι άλλοι» [Σκουζέ-Πετρίδη: 168].
 Ενδιαφέρουσα για τη μελέτη του θέματος είναι επίσης η διαπίστωση, πως «στις μεγαλύτερες και πιο σύνθετες κοινωνίες, το ντύσιμο δεν μπορεί πια να εκφράσει την ταυτότητα του ατόμου, ως εξαρτημένη από το φύλο, την ηλικία, και την οικογένεια, γιατί έχουν προστεθεί και άλλοι ρόλοι» [Σκουζέ-Πετρίδη:173 ].
 Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, το δημοφιλέστερο άθλημα στον κόσμο, συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά εκείνα, που στον τομέα του θεάματος είναι ένα είδος οπίου του λαού, ή μια συλλογική εκδήλωση που φέρει τη σφραγίδα της ψυχολογικής παλινδρόμησης, ή η αναβίωση αρχέγονων καταλοίπων, ή πρακτική μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης [Μπρομπερζέ: 20].
 Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχολογίας της μάζας, οι ποδοσφαιρικές συγκεντρώσεις απομακρύνουν από τους κανόνες της καθημερινής ζωής, επικαιροποιούν ένα πνεύμα κοινότητας, ακυρωμένο στην καθημερινή ζωή, διευκολύνουν την έκφραση αξιών μη αποδεκτών και απορριπτέων [Μπρομπερζέ: 25].
 Ο χώρος που θα μελετήσουμε, είναι οι κερκίδες των οπαδών, που η σχέση τους με την ομάδα διακρίνεται από «τρέλα» και «πάθος», ένα χώρο όπου μαζεύονται για ελάχιστες ώρες χιλιάδες οπαδοί, το γήπεδο, ειδικότερα του ποδοσφαίρου, αλλά και άλλων αθλημάτων.
 Το γήπεδο αποτελεί μια μικρογραφία της κοινωνίας, καθώς το πλήθος που συγκεντρώνεται για ελάχιστες ώρες, είναι ένα «μωσαϊκό», που το αποτελούν άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, επαγγέλματα, εθνότητες, θρησκευτικές πεποιθήσεις, που το χαρακτηρίζουν διαφορετικά για τον καθένα «μίση και πάθη», αλλά μοιράζονται τις ίδιες συγκινήσεις για το άθλημα και την ομάδα.
  Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε και τον παράγοντα υποκουλτούρα, που διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας των «θυρών», ιδιαίτερα έντονα για ένα διάστημα σχεδόν είκοσι ετών, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’90, και λιγότερο σήμερα. Η λέξη υποκουλτούρα προέρχεται από την αγγλική λέξη subculture.
Ετυμολογικά προέρχεται από την πρόθεση υπό και την λέξη κουλτούρα, δηλώνοντας την υποκατηγορία μιας γενικότερης κουλτούρας. Ήδη από το 1950, ο κοινωνιολόγος Ντέιβιντ Ρίσμαν (David Riesman), διέκρινε τη διαφορά ανάμεσα στην πλειονότητα, η οποία αποδέχεται εμπορικά παρεχόμενα στυλ και σημασίες, και μια υποκουλτούρα η οποία υιοθετεί στυλ μειονότητας προσδίδοντάς του ανατρεπτικές αξίες. Το 1979 στο βιβλίο του Υποκουλτούρα το νόημα του στυλ, ο Ντικ Χέμπντιτζ (Dick Hebdige) υποστήριξε ότι η υποκουλτούρα είναι η ανατροπή της ομαλότητας. Έγραψε ότι οι υποκουλτούρες μπορεί να εκληφθούν ως αρνητικές λόγω της φύσης τους και της κριτικής που ασκούν στο κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο. Ο Χέμπντιτζ υποστήριξε ότι οι υποκουλτούρες συγκεντρώνουν άτομα με παρόμοιες ιδέες και απόψεις που αισθάνονται παραμελημένα από τα κοινωνικά πρότυπα και τους επιτρέπεται, μέσω της ομάδας που δημιουργούν, να αναπτύξουν αίσθηση ταυτότητας [http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%84%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1].
 Σύμφωνα με τον David Downes οι υποκουλτούρες ταξινομούνται σε τρία κύρια είδη, τις προσδιορισμένες ως εθνικές ή εθνοτικές, τις ηλικιακές ή επαγγελματικές, (οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι προτιμούν τον όρο άτυπες ομάδες), και η τρίτη κατηγορία υποπολιτισμού που διαμορφώνονται ως αρνητική απάντηση στις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, και θεωρούνται από τον Downes, οι κατεξοχήν υποκουλτούρες [ Αστρινάκης: 8] .
 Οι υποκουλτούρες μπορούν να διακριθούν σε ομαδοποιήσεις α) αντίστασης, β) αντίδρασης, γ) σχολής [Αστρινάκης-Στυλιανούδη: 32].
 Στην παρούσα εργασία, θα προσπαθήσουμε να ερευνήσουμε τη «μόδα των κερκίδων» σε χρονολογική βάση, δηλαδή ανά δεκαετία, και σύμφωνα πάντοτε, με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην κοινωνία, αλλά και με βάση τις επιταγές της μόδας. Θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε και να ερμηνεύσουμε τις ενδυματολογικές επιλογές των Ελλήνων οπαδών, σε ένα δεδομένο και αιτιολογημένο χρονικό πλαίσιο, με γνώμονα πρωτίστως τις επιταγές της μόδας, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψιν την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, τις επιρροές που πιθανόν υπάρχουν από το εξωτερικό.
 Η επιλογή του θέματος είναι συνισταμένη των εξής παραγόντων. Αφενός, η προσωπική βιωματική εμπειρία, καθώς αποτέλεσε ερέθισμα, η επαφή με τον αθλητισμό, ιδιαίτερα το χώρο του ποδοσφαίρου και τη συμμετοχή στις κερκίδες των γηπέδων και αφετέρου, τη στοιχειώδη έλλειψη που παρουσιάζει η ελληνική βιβλιογραφία.
 Η απουσία βιβλιογραφίας, όπως αναφέρθηκε, δυσχέραινε την έρευνα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αυτός είναι ο λόγος, που αξιοποιήθηκαν πηγές όπως το διαδίκτυο. Οι ιστοσελίδες αυτές αναφέρονται στις τάσεις της μόδας κάθε εποχής, το φωτογραφικό υλικό αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό τις ενδυματολογικές συμπεριφορές, όπως επίσης χρησιμοποιήθηκαν ιστοσελίδες των ίδιων των οργανωμένων οπαδών και ειδησεογραφικοί ιστότοποι από όπου αντλήθηκαν πληροφορίες .
 Αυτό το γεγονός, καθιστά τις ιστοσελίδες αιτιολογημένες για την έρευνα, καθώς οι οπαδοί παρουσιάζουν τις εμπειρίες τους μέσω γραπτών μαρτυρίων και φωτογραφιών, οι οποίες ως ένα βαθμό απαντώνται στο πεδίο της κερκίδας. Η συμμετοχική παρατήρηση και παρουσία σε αυτό το χώρο αποτελούν κριτήριο ελέγχου της αξιοπιστίας τους.
 Τα κεφάλαια χωρίζονται επομένως, σύμφωνα με τη κάθε δεκαετία που ερευνούμε.
 Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην εργασία χρησιμοποιούνται ξενικοί όροι, στην αγγλική κυρίως γλώσσα, καθώς η μεταφορά τους στην ελληνική δεν είναι δυνατή ή απλώς η χρήση τους έχει καθιερωθεί αυτούσια.
 Στο συμπέρασμα της εργασίας καταλήγουμε, με βάση τις παραθέσεις των προηγούμενων κεφαλαίων, στην αποτύπωση της εικόνας του οπαδού, σε σχέση με την ενδυμασία που επιλέγει, ως άτομο, στο γήπεδο, αλλά και στον ευρύτερο κοινωνικό του ρόλο, ως άτομο με την ταυτότητα του οπαδού.
 Στο τέλος της εργασίας, μετά τις βιβλιογραφικές αναφορές, επισημαίνονται και οι κινηματογραφικές ταινίες, από τις οποίες αντλήθηκαν πληροφορίες και στη συνέχεια ακολουθεί παράρτημα φωτογραφιών, ούτως ώστε να γίνει σαφής η ενδυματολογική εικόνα των «θυρών», ανά δεκαετία, μέσω της οπτικής επαφής.

                                                          Η «αφετηρία»
 Η δεκαετία του 1970 θεωρείται ως χρονική αφετηρία της έρευνας που γίνεται στα πλαίσια του να αντιληφθούμε την εισαγωγή και την εξέλιξη της ενδυμασίας στο χώρο των γηπέδων, ειδικά στις κερκίδες των οργανωμένων οπαδών, καθώς βρισκόμαστε στο πρώιμο στάδιο της εξάπλωσης του ποδοσφαίρου και παράλληλα η ενασχόληση με τη μόδα γίνεται μαζικότερη στην Ελλάδα.
 Κατ’ αρχάς, οφείλουμε να αναφερθούμε στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής, καθώς η μόδα και το ποδόσφαιρο επηρεάζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής και τα γεγονότα της.
 Στο παγκόσμιο στερέωμα κυριαρχεί το ψυχροπολεμικό κλίμα, ο πόλεμος στο Βιετνάμ είναι πρόσφατος, η πετρελαϊκή κρίση δημιουργεί ανασφάλεια στις αγορές.
 Απέναντι, στο κλίμα αυτό παρατηρείται η αντίδραση της νεολαίας. Ο Μάιος του ’68 έχει επηρεάσει, ως επί των πλείστων τη νεολαία, το κίνημα της Ειρήνης-των Χίπις διαμηνύει τις ιδέες της παγκόσμιας ειρήνης και της αγάπης, του ελεύθερου έρωτα, των κοινοβίων, το rock n’ roll. Τα «μαλακά» ναρκωτικά διαδίδονται, και τα είδη της μουσικής, που επικρατούν εκείνη την περίοδο είναι η rock και disco, καθώς πρεσβεύουν ιδανικά θα λέγαμε, τις ιδέες που επικρατούν στη νεολαία. Στο τέλος της δεκαετίας, θα εμφανιστεί ένα νέο κύμα, το κίνημα των punk και η επιρροή του θα είναι εμφανής, κρίνοντας από τα αποτελέσματα που επήλθαν και παρατηρούμε σήμερα.
  Στον ελληνικό χώρο, η πολιτική ζωή της χώρας σημαδεύεται από ιστορικά γεγονότα, Δικτατορία, Αττίλας στην Κύπρο, Μεταπολίτευση. Η κατάσταση διακρίνεται από έντονη ρευστότητα, ενώ η νεολαία δείχνει τον έντονο πολιτικοποιημένο χαρακτήρα της.
 Στο κλίμα αυτό της εποχής, η ενδυμασία διαμορφώνεται με βάση τις εξελίξεις και σε βαθμό που να συμβαδίζει με αυτές και τις επιταγές τους, ενώ παραβλέπεται το παλαιότερο πρότυπο της ενδυμασίας σε διαχρονικό επίπεδο. Υιοθετείται το πρότυπο της μόδας, της παροδικής συνήθειας του ανθρώπου σε καθημερινά θέματα της ζωής του. Το ντύσιμο, η διατροφή, ο τρόπος ψυχαγωγίας και διασκέδασης κινούνται με γνώμονα τη μόδα, το επίκαιρο και επιφανειακό, και εγκαταλείπεται το παραδοσιακό.
 Στα ρούχα παρατηρούμε, ότι έρχονται στο προσκήνιο υφάσματα συνθετικά, φανταχτερά και γυαλιστερά, ωστόσο η χρήση των παραδοσιακών υφασμάτων εξακολουθεί να υφίσταται χωρίς ιδιαίτερη μείωση. Τα παντελόνια είναι στενά στο καβάλο και φαρδιά κάτω, η γνωστή μας καμπάνα, και είναι είτε υφασμάτινα, είτε jean. Τα πουκάμισα διακρίνονται από την τάση να έχουν μεγάλο πέτο, άλλοτε μυτερό, άλλοτε στρογγυλό, και το σχέδιο τους είναι καρό ή ριγέ. Τα Τ-shirts δένουν στο λαιμό, ενώ τα σακάκια είναι μεσάτα με στενούς ώμους. Πρέπει να σημειωθεί, πως υπάρχει διάθεση folklore στα σχέδια των ρούχων και οι επιρροές προέρχονται από μη δυτικούς πολιτισμούς, όπως τον ινδιάνικο, τον ινδικό και διάφορους αφρικανικούς. Συχνή είναι η χρήση κασκόλ και μαντηλιών αντί της παραδοσιακής γραβάτας. Τα παπούτσια είναι ψηλά σε γραμμές καθιερωμένες στο πέρασμα των χρόνων και το κούρεμα συνήθως παρουσιάζεται με μακριά μαλλιά και έντονες φαρδιές και μακριές φαβορίτες .
 Στην Ελλάδα, πρέπει να σημειώσουμε καταρχήν, πως οι τάσεις της μόδας, είτε αφορά το ντύσιμο είτε το ποδόσφαιρο και τη μουσική, παρατηρούνται με ελάχιστη χρονική καθυστέρηση, καθαρά για λόγους αδυναμίας σε επίπεδο επικοινωνίας με το εξωτερικό.
 Σε ότι αφορά το ποδόσφαιρο στον ελλαδικό χώρο, μέχρι της αρχές της δεκαετίας του 1960 δεν ήταν θα λέγαμε ιδιαίτερα διαδεδομένο σε όλη την επικράτεια της χώρας, εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, κυρίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα διακρίνεται έντονη «ποδοσφαιροποίηση» της επαρχίας, καθώς ιδρύονται αμιγώς ποδοσφαιρικοί σύλλογοι σε κάθε πρωτεύουσα νομού. Ιδρύεται-δημιουργείται ο εκπρόσωπος της κάθε γεωγραφικής περιοχής (1964 Α.Ε. ΛΑΡΙΣΑΣ, 1965 Α.Ο ΚΑΒΑΛΑΣ, 1966 Π.Α.Σ ΓΙΑΝΝΙΝΑ).
 Αυτό το γεγονός, δίνει μια καινούρια νότα στο ποδοσφαιρικό χάρτη της Ελλάδας και δημιουργεί στους θεατές-οπαδούς-κατοίκους της πόλης, μια «ιδεολογική» ταύτιση και μια ιδιαίτερη τοπικιστική φυσιογνωμία με αποτέλεσμα την ταύτιση της ομάδας και της περιοχής [Μπρομπερζέ: 70]. Το ποδόσφαιρο, άλλωστε, προσφέρεται ως ένα προνομιακό πεδίο για την επιβεβαίωση των συλλογικών ταυτοτήτων και των τοπικών, περιφερειακών, και εθνικών ανταγωνισμών. Κάθε ποδοσφαιρική συνάντηση προσφέρει στο θεατή το υπόστρωμα για το συμβολισμό μιας από τις όψεις της ταυτότητας τους [Μπρομπερζέ: 69].
 Στην Ελλάδα, μια χώρα με διαφορές τοπικού χαρακτήρα, η ποδοσφαιρική ομάδα οφείλει να προάγει και να υπερασπιστεί το μεγαλείο του τόπου ή της φυλής. (π.χ ο ΠΑΣ Γιάννινα θεωρείται εκπρόσωπος της Ηπείρου, ο Απόλλων Καλαμαριάς των Ποντίων, και ο Πανιώνιος των προσφύγων της Σμύρνης).      Παρ΄όλα αυτά, σημαντικό γεγονός αποτελεί για την έρευνα μας η εμφάνιση οργανωμένων οπαδών στους χώρους των κερκίδων. Η ίδρυση συνδέσμων οπαδών, και η απαρχή της οργάνωσης τους, ήδη σε κάποιες ομάδες από τη δεκαετία του ’60 (ΠΑΟΚ και ΠΑΟ έχουν συνδέσμους οπαδών καταστατικά από το 1958 και το 1966 αντίστοιχα, σε πρώιμο στάδιο σε σχέση με αυτό που θα εξελιχθούν) θα θέσει τις βάσεις ενός φαινομένου, που θα κατακλύσει τους χώρους των γηπέδων και της κοινωνίας, ως ένα βαθμό.
 Αρχικά, όμως θα πρέπει να αναφερθούμε στο κλίμα του ποδοσφαιρόφιλου κοινού, που επικρατεί στη δυτική Ευρώπη, κυρίως στην Αγγλία, όπου αρχίζει να εμφανίζεται το φαινόμενο του χουλιγκανισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και να παίρνει τεράστιες διαστάσεις τη δεκαετία του 1970 [Μπρομπερζέ: 112], το οποίο διαδόθηκε κάπως καθυστερημένα στην υπόλοιπη Ευρώπη, και στην ύπαρξη φανατικών οπαδών στην Ιταλία και στο μοντέλο οργάνωσης τους. Όλα αυτά, οδήγησαν, έστω και σχετικά καθυστερημένα, στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Έλληνα οπαδού σε συνδυασμό βέβαια, με την ιδιοσυγκρασία του και τα βασικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του.
 Στις κερκίδες των ελληνικών γηπέδων, κυριαρχεί μια ομοιομορφία, υπάρχει μια άμορφη μάζα, χωρίς ιδιαιτερότητες στον τρόπο αντίληψης και αντιμετώπισης ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Οι θεατές του αγώνα, στην σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία τους άντρες, ανεξαιρέτως προτίμησης, δε διαχωρίζονται σε γηπεδούχους και φιλοξενούμενους, ο όρος φίλαθλος χρησιμοποιείται στην ουσία του, και η ενδυμασία τους είναι απόλυτα συνυφασμένη με τις τάσεις της μόδας. Η μόνη διαφορά, που ίσως μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτή την εποχή, είναι στα αξεσουάρ, το κλασικό κασκόλ στα χρώματα της αγαπημένης τους ομάδας.
 Στη συνέχεια της δεκαετίας, και με την εμφάνιση και δραστηριοποίηση όλο και περισσότερων οπαδών σε οργανωμένους συνδέσμους (αυτό διαπιστώνεται από τα καταστατικά των συνδέσμων και το έτος ίδρυσης τους), αλλάζει σταδιακά η εικόνα στις κερκίδες. Η ταύτιση του οπαδού με την ομάδα και ένα συγκεκριμένο χώρο της κερκίδας, το επονομαζόμενο πέταλο, φέρνουν στο προσκήνιο νέες νοοτροπίες σε σχέση με το ποδοσφαιρικό θέαμα.   Καταργούνται, επομένως τα κλισέ, που θεωρούν τον οπαδό, τον πιο ποδοσφαιρόφιλο, ως ένα μέλος μιας αγέλης, ένα άτομο περιορισμένο, ισχύει το γεγονός πως οι αθλητικές μάζες είναι κοινωνικά διαφοροποιημένες. Κάθε κερκίδα συγκροτεί μια εδαφική επικράτεια, όπου κρυσταλλώνεται ένα κοινό αίσθημα συλλογικής ένταξης, το οποίο εκφράζεται, παρά εξαλείφεται στο συλλογικό πυρετό [Μπρομπερζέ: 104].
 Αυτή η μαζική και κυρίαρχη παρουσία των νεαρών μεταφράζει το νέο τρόπο κατανομής των κερκίδων. Έτσι παρατηρείται το γεγονός, οι νεαρότερες ηλικίες να συγκεντρώνονται στις κερκίδες πίσω από τα τέρματα, τα οποία ήταν και παραμένουν τα οικονομικότερα από τις αντίστοιχες κερκίδες, που βλέπουν γήπεδο. Η νέα αυτή μορφή εδαφικής κατανομής, αναδεικνύει το κοινωνικό πλαίσιο που εισχώρησε στο γήπεδο, δηλαδή η κερκίδα αποτελεί εικονογραφία της κοινωνίας, η νεολαία αυτονομείται και «αυτοπεριθωριοποιείται», θέλοντας να εμφανίσει το αντιδραστικό της πρόσωπο στις κατεστημένες συνθήκες.
 Ως εκ τούτου, ο διαχωρισμός στις κερκίδες θα αναδείξει τις συνοδευόμενες και συνυφασμένες με τη νεολαία πολιτισμικές τάσεις και τις ιδιαίτερες τελετουργίες, που θα καθιστούν ένα μοτίβο που διαρκώς θα εξελίσσεται στη βάση που θα τις θέτει η μόδα της νεολαίας.
 Το χρονικό τέλος της δεκαετίας του 1970 είναι το κύκνειο άσμα της ομοιομορφίας των θεατών, είτε αφορά το απλό παράδειγμα που εξετάζουμε, την ενδυμασία, είτε βαθύτερα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα, ωστόσο είναι η γενέτειρα των μεγάλων αλλαγών που θα ακολουθήσουν την επόμενη δεκαετία, τη δεκαετία που θα χαρακτηριστεί από ακρότητες σε κοινωνικές συμπεριφορές αλλά και ενδυματολογικές επιλόγες.

                                                      Στα «άκρα» και στην «μπάλα»
Η αυγή της δεκαετίας του 1980 βρίσκει τη νεολαία να θέτει νέους όρους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στην κοινωνία, που έχει ως αποτέλεσμα ριζοσπαστικές και αντιδραστικές αλλαγές στους περισσότερους τομείς της κοινωνίας, που συσχετίζονται με αυτή.
 Όπως προαναφέρθηκε, στο τέλος της δεκαετίας του 1970, στην Αγγλία ένα νέο είδος μουσικής, η μουσική punk, με τον επαναστατικό και αντιδραστικό χαρακτήρα της ξεπήδησε από το περιθώριο της rock κουλτούρας, και εξαπλώθηκε άμεσα στους κόλπους των νέων της εποχής, καθώς εξέφραζε, σύμφωνα με την τότε θεωρία, τις ανάγκες, τους προβληματισμούς, τα πάθη και τις επιθυμίες της νεολαίας. Η έξαρση, αυτού του φαινομένου, επηρέασε θα λέγαμε, στο μέγιστο την καθημερινή ζωή των νέων. Η υποκουλτούρα του punk υιοθετήθηκε από το μεγαλύτερο τμήμα της νεολαίας σε κάθε χώρα της Ευρώπης, ενώ επικράτησε και στις H.Π.Α. μια προσαρμοσμένη στα δεδομένα της κοινωνίας εκδοχή του.
 Η punk μουσική, ένα παρακλάδι της rock,απασχολεί τις έρευνες για την εποχή των δεκαετιών 1970 και 1980 ως μουσικό είδος, καθώς το συγκεκριμένο είδος μουσικής κατάφερε να ενσωματώσει πληθώρα ιδεολογημάτων, αντιδραστικών ιδεών, ακραίων, βίαιων και παραβατικών συμπεριφορών.Η Debbie Harry, τραγουδίστρια των Blondie, αναφέρει ότι, «το punk εκφραζόταν στη μουσική, στο τρόπο που ντυνόσουν, στα μέρη που σύχναζες» [Dorling:8].
 Η ενδυμασία της εποχής ξεφεύγει από τα καθιερωμένα, οι τάσεις της μόδας συμβαδίζουν με τις επιταγές της punk κουλτούρας και την διαρκής αναζήτηση των νέων για πρωτοποριακά υφάσματα και σχέδια. Ασφαλώς, δεν πρέπει να παραλείψουμε το γεγονός της ύπαρξης του «κλασικού» ντυσίματος ή της πιο «ανάλαφρης» pop ενδυμασίας, του mainstream της εποχής [Αστρινάκης:49], που είχε ερείσματα και στη νεολαία, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό.
 Σύμφωνα, με τους πρωταγωνιστές της εποχής στην Αγγλία, κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους, της στάσης, την πολιτική, τις καλλιτεχνικές τάσεις οφειλόταν σε δυο μικρά μαγαζιά, στην King’s road το «Acme» και το «SEX» [Dorling:84].
 Έτσι παρατηρώντας την ενδυμασία της εποχής, συμπεραίνουμε ότι η νεολαία ουσιαστικά, για πρώτη φορά αποκτά τη δική της μόδα (τη δεκαετία του 1970 μπορεί να ήταν η μόδα των χίπις νεανική, αλλά υπήρχε και σε μεγαλύτερες ηλικίες η τάση αυτή, ήταν περισσότερο αποδεκτή).
 Έτσι συναντούμε στην αντρική ενδυμασία, το κουστούμι να παραμένει στη κλασική γραμμή του, τα πουλόβερ να έχουν σχέδια με ρόμβους αντί ρίγες και καρό σχέδια, τα polo shirts να κυριαρχούν και τα jean να κινούνται στο παραδοσιακό μοτίβο και να υιοθετείται το αθλητικό look με συνθετικές πολύχρωμες φόρμες [http://blogs.sch.gr/8lyk-pat/files/2012/02/%CE%953-texnima1.pdf.]
 Από την άλλη, όσον αφορά το punk, τα ρούχα, τα σχέδια, ο συνδυασμός των ρούχων μεταξύ τους, τα αξεσουάρ αποτυπώνουν την αντιδραστικότητα, την επιθετικότητα, την ανατρεπτικότητα.
 Ρούχα, από ελαστικά-πλαστικά υφάσματα, jean κολλητά, γνωστά με την ονομασία «σωλήνας», ξεβαμμένα, κομμένα, «διανθισμένα» με παραμάνες και κονκάρδες (συνήθως έχουν κάποια φράση-«ατάκα» που αντικατοπτρίζει τη «νοοτροπία» του ατόμου), στενά υφασμάτινα καρό παντελόνια τύπου στρατιωτικής παραλλαγής ή «σαδομαζοχιστικό παντελόνι» όπως αναφέρονταν [Dorling:85], φαρδιά Τ-shirts γραμμένα με μελάνι, αραιοπλεγμένα πουλόβερ-τύπος moher [Dorling:84], δερμάτινα πανωφόρια (τα πιο διαδεδομένα της μάρκας Perfecto), jean και fly jackets (προς το τέλος της δεκαετίας), συνήθως προτιμούνται σε μικρότερο μέγεθος, παπούτσια αθλητικού τύπου, οι ελβιέλες, τα γνωστά All-star, τα sneakers που φορούν οι καλαθοσφαιριστές, αλλά κυρίως τα creepers και οι αρβύλες Doc Martens [Dorling:85], που συμβολίζουν την αντικουλτούρα. Διαδεδομένο εξίσου, είναι το “Bryan Ferry style”, ένα σταυροκουμπωτό σακάκι-blazer που έχει ραμμένες ετικέτες-seditionaries παραμάνες και κονκάρδες, συνοδευόμενο από μια λεπτή γραβάτα. Τα περιλαίμια, οι χειροπέδες και οι αλυσίδες κυριαρχούν στο χώρο των αξεσουάρ, οι ζώνες είναι τεράστιες [Dorling:87]. Τέλος, τα είδη κουρέματος που κυριαρχούν είναι εμπνευσμένα από ινδιάνικες φυλές (moican style) [Αστρινάκης:154] ή είναι μακριά και ατημέλητα, πιασμένα «αλογοουρά» ή κουρεμένα ως χαίτη «γαϊδάρου» (donkey fringe: το περίφημο παραδοσιακό αγγλικό κούρεμα των hooligans [Αστρινάκης: 242]). Επίσης, κάνει την εμφάνιση του και το skinhead style, (στην Αγγλία οι σκίνχεντς αντιπροσωπεύουν τα προβλήματα ορισμένων στρωμάτων της εργατικής νεολαίας τη δεκαετία 1960-1970, στη συνέχεια πέρασε στη φάση της ξενοφοβίας και του σοβινισμού, μια στάση που υιοθετήθηκε στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη, και επομένως στην Ελλάδα[ Αστρινάκης:172]), που υιοθετείται και εξαπλώνεται από ακροδεξιών πεποιθήσεων νέους, οι οποίοι επιλέγουν ως κόμμωση το ξυρισμένο κεφάλι. Παράλληλα, τα είδη περιποίησης μαλλιών, όπως hair spray και gel χρησιμοποιούνται περισσότερο για την «επιτυχία» της κόμμωσης και την «ακεραιότητα» της [Αστρινάκης:157].
 Όπως έχει αναφερθεί, κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ιδρύονται σύνδεσμοι φιλάθλων-οπαδών στην Ελλάδα, από υποστηρικτές ποδοσφαιρικών ομάδων, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Στη δεκαετία του 1980 η ίδρυση συνδέσμων είναι μαζικότερη και χώρος των οικονομικών κερκίδων καταλαμβάνεται πλήρως από τους νέους, που βρίσκουν λόγο ύπαρξης στο γήπεδο και επιβεβαιώνουν τη δύναμη τους και την εξουσία τους, μια αίσθηση που δεν μπορούν να νιώσουν στην κοινωνία εκτός γηπέδου [Ζαφειρόπουλος:233]. Οι κερκίδες οργανώνονται σε παλμό, τραγούδια, εκφράσεις πάθους, αγάπης, «τρέλας», μίσους για τους αντιπάλους, αλλά και για την ίδια την ομάδα αν δεν «μάτωνε» τη φανέλα από τους οργανωμένους οπαδούς [Ζαφειρόπουλος:569]. Το γεγονός, ότι ο σκληροπυρηνικός οπαδός αντιλαμβάνεται και θεωρεί τον εαυτό του «κομμάτι» του ποδοσφαιρικού συλλόγου, τον τοποθετεί στο προσκήνιο, δεν είναι απλώς ένας θεατής αλλά κάτι περισσότερο για την ομάδα, ο «12ος παίχτης», όπως επικράτησε να λέγεται για τους οπαδούς [Χουμεριανός:658].
 Αξίζει να αναφερθεί, πως την ίδια εποχή το φαινόμενο της συσπείρωσης και της μαζικοποίησης του οπαδισμού και η νοοτροπία του, στο εξωτερικό και ειδικότερα στην Ιταλία παρουσιάζει ιδιαίτερη έξαρση. Οφείλουμε να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στο φαινόμενο αυτό και τις πολιτικές συγκυρίες, όπως παρουσιάστηκε στη γειτονική χώρα, καθώς θεωρείται από τους περισσότερους ερευνητές, είτε ιστορικούς είτε κοινωνιολόγους η κοιτίδα του και θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τις ομοιότητες με τα ελληνικά γήπεδα.
 Η δεκαετία του 1980 προτείνει νέα πρότυπα και συμπίπτει με την είσοδο της Ιταλίας στη φιλελεύθερη εποχή, στα ήθη και στην οικονομία. Η κυβέρνηση του σοσιαλιστή Μπετίνο Κράξι ενσαρκώνει αυτόν τον εκσυγχρονισμό με την εικόνα μιας χώρας, χωρίς συμπλέγματα, που επιβάλλεται στο παγκόσμιο στερέωμα [Λουί: 84].
 Την ίδια περίοδο, στις πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας, κυρίαρχο γεγονός της Μεταπολίτευσης αποτελεί η είσοδος της χώρας στην Ε.Ο.Κ. και η τάση για εξευρωπαϊσμό της κοινωνίας. Ωστόσο, οι παθογένειες της κοινωνίας υφίσταντο ακόμα, και η νεολαία παραμένει καχύποπτη και αντιδραστική.   Παράλληλα, η εμφάνιση διαφόρων υποκουλτούρων, που τις οικειοποιείται η νεολαία, εντάσσονται σε μεγάλο βαθμό στο οργανωμένο οπαδικό κίνημα. Το πέταλο γίνεται ένας από τους σπάνιους χώρους, όπου μια μερίδα της νεολαίας μπορεί να εκφράσει τη σύγχυση της, μια «βαλβίδα ασφαλείας» που επιτρέπει την εκτόνωση κοινωνικών εντάσεων [Λουί: 85].
 Οι “Ultras”, όπως καθιερώθηκε να ονομάζονται στην Ιταλία, θέλοντας να δείξουν εξαρχής την ιδεολογική τους υπόσταση χρησιμοποιούν την ονομασία αυτή, που είχε αποδοθεί κατά τη διάρκεια της Παλινόρθωσης, σε εκείνους που αγωνίστηκαν μέχρι τέλους για την αποκατάσταση της βασιλείας [Λουί: 18]. Μια ονομασία, που αποδίδεται, επίσης σε εξτρεμιστικές οργανώσεις και εξωκοινοβουλευτικές ομάδες. Η άντληση της ονοματολογίας, βέβαια, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία, καθώς είναι εμπνευσμένη από την πολιτική θέλοντας να εμφανίσουν ένα ιδεολογικό υπόστρωμα, όσον αφορά τις πεποιθήσεις τους για την ομάδα, την πίστη και την αφοσίωση, για οτιδήποτε συμβολίζει η ποδοσφαιρική ομάδα για αυτούς. Το σημαντικότερο, ωστόσο για τη μελέτη μας, αποτελεί το γεγονός πως οι οπαδοί αντιγράφουν τον τρόπο ντυσίματος των οργανώσεων αυτών και το συμβολισμό που απορρέει.
 Η ιδιότητα αυτή, του ατόμου, που «ζει και αναπνέει» για ένα ποδοσφαιρικό σύλλογο αποτυπώθηκε σε τομείς της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου.
 Ο τρόπος ζωής, τα ιδεολογήματα, οι συμβολισμοί, το ντύσιμο συνιστούν αντιδράσεις του οπαδού, που θα αποδεικνύουν στο ευρύτερο ποδοσφαιρόφιλο κοινό τον πρωταγωνιστικό του ρόλο και την άμεση συμμετοχή του στη δράση του ποδοσφαιρικού αγώνα.
 Η χρήση πολιτικών όρων, κυρίως επαναστατικών κινημάτων και εξτρεμιστικών οργανώσεων [Λουί: 45], καθιερώνεται στους περισσότερους οπαδούς στο εξωτερικό, ωστόσο στην Ελλάδα η τάση αυτή εμφανίζεται σε ελάχιστους οπαδούς και καθυστερεί να εδραιωθεί, παρ’ όλα αυτά υιοθετείται ο τρόπος ντυσίματος από μεγάλη μερίδα των νεαρών οπαδών. Πολλοί οπαδοί καθιερώνουν το παραστρατιωτικό ντύσιμο, που αποτελείται από στρατιωτικό jacket ή «πέτσινο» μπουφάν, στρατιωτικό παντελόνι παραλλαγής, βάσκικο μπερέ, στρατιωτικές αρβύλες, φανέλα στα χρώματα της αγαπημένης τους ομάδας και φουλάρι, συνήθως παλαιστινιακό [Λουί:46].
 Το ντύσιμο εμφανίζει, ως φορέας μηνυμάτων της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας, τα χαρακτηριστικά που θέλει και επιδιώκει να μεταδώσει στον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό. Το «στυλ», εν ολίγοις, παραπέμπει σε ένα στυλ ζωής που χαρακτηρίζεται από υπόγειες αξίες, τις οποίες συνδυάζει προκειμένου να φτιάξει μια ορατή πρόκληση, τόσο σε δομικό όσο και σε υπαρξιακό επίπεδο [Αστρινάκης:55]. Έτσι ακριβώς, και οι οργανωμένοι οπαδοί επιχειρούν να αποδώσουν την εικόνα και την ταυτότητα τους στην κοινωνία. Ο παραστρατιωτικός τρόπος ντυσίματος αποδεικνύει τα αντιδραστικά και επαναστατικά μηνύματα της νεολαίας, σε συνδυασμό ταυτόχρονα με την επίδειξη της μαχητικότητας στην ιδέα τους-την ομάδα τους [Λουί: 45].
 Η χρήση φουλαριών τύπου αραβικής μαντίλας, το ευρύτερα γνωστό στις τάξεις των οπαδών ως παλαιστινιακό, εξαπλώνεται στα γήπεδα λόγω του παλαιστινιακού αγώνα, και οι φενταγίν πολεμιστές εμφανίζονται ως πρότυπο απομίμησης. Επιπλέον, στην καθιέρωση της στις κερκίδες συνηγορεί το γεγονός, πως χρησιμοποιείται σε πολιτικές συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες του εξωκοινοβουλευτικού χώρου της Αριστεράς, ενός χώρου, που έχει αρκετούς υποστηρικτές στις κερκίδες των γηπέδων, καθώς ευαγγελίζεται τη βία και την αντίδραση σε οτιδήποτε κατεστημένο της κοινωνίας, μια άποψη, που πρώτοι οι hooligans στα γήπεδα μετουσίωσαν σε πράξη [Χουμεριανός:657].
 Παράλληλα, η τάση που κυριαρχεί είναι αυτή της μόδας των punk που επηρεάζει σε μέγιστο βαθμό την αμφίεση του οπαδού, η οποία θα εδραιωθεί σε όλη τη δεκαετία του 1980, αλλά και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
 Το ντύσιμο έχει όλα τα χαρακτηριστικά της punk υποκουλτούρας, όπως τα αναφέραμε παραπάνω, καθώς επίσης και κάποιες προσθήκες που αναδεικνύουν τον οπαδικό τους προσανατολισμό, την οπαδική τους προέλευση.
 Έτσι συναντούμε, για παράδειγμα, τους οπαδούς του Ολυμπιακού να φορούν μόνο κόκκινου χρώματος all-star παπούτσια, επειδή είναι στο χρώμα της ομάδας τους, αν και το μαύρο είναι επικρατέστερο στην punk υποκουλτούρα. Ωστόσο, η χρησιμοποίηση τους από τους οπαδούς του ΠΑΟΚ, τα καθιστά απαγορευμένο καρπό, αλλά και αφορμή σύγκρουσης [Χουμεριανός:660].   Γενικότερα, η επιλογή υποδήματος εξαρτάται από καθαρά υποκειμενικά κριτήρια, και προκύπτει από τη χρησιμότητα του. Οι αρβύλες προσθέτουν δύναμη και σκληρότητα, ενώ τα αθλητικού τύπου ταχύτητα και ευελιξία. Επομένως, ο οπαδός τα επιλέγει ανάλογα την περίσταση (επεισόδια με αντίπαλους οπαδούς, εντός ή εκτός έδρας παρακολούθηση αγώνα, συμπλοκές με την αστυνομία) [http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=35499].
 Η χρήση των αξεσουάρ συμπληρώνει την εικόνα του σκληροπυρηνικού οπαδού. Οι καρφίτσες, οι γνωστές «κονκάρδες», κρέμονται στα μπουφάν με σχέδια, που παραπέμπουν στην ομάδα ή στην αγαπημένη τους μουσική προτίμηση-συγκρότημα. Συχνή εικόνα αποτελεί η τοποθέτηση καρφιτσών στο μπράτσο με σύμβολα όπως τη «πειρατική» νεκροκεφαλή ή κάποιο συγκρότημα της rock, της punk ή της metal,το οποίο χαρακτηριζόταν ως «σκληρό» και «αλήτικο» [Χουμεριανός:660].
 Το αγαπημένο αξεσουάρ του απλού φίλαθλου μέχρι του φανατικότερου, το κασκόλ, κατέχει πρωτεύουσα θέση στην επιλογή της αμφίεσης. Ο οπαδός θα επιλέξει να το φορέσει στο μπράτσο, στον καρπό, στο λαιμό ή πιο σπάνια στη μέση.
 Οι ζώνες είναι τεράστιες, με μεγάλη μεταλλική αγκράφα και όσο το δυνατό πιο «άγριο» σχέδιο. Πολλές φορές συναντούμε αντί ζώνης μια μακριά χοντρή αλυσίδα.
 Σημαντικό όλων είναι να αναφέρουμε, πως στα τέλη της δεκαετίας, κάνει την εμφάνιση του στο χώρο των κερκίδων, ένας νέος κώδικας ντυσίματος, το γνωστό «flying bomber jacket», το γνωστό μπουφάν των αεροπόρων. Το συγκεκριμένο μπουφάν «φλάι», όπως επικράτησε στη γλώσσα των οπαδών, το οποίο στις αρχές τις δεκαετίας δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο, αν και έχει ποικιλία σε χρωματισμούς (μαύρο, βυσσινί, αποχρώσεις του πρασίνου), επιλέχθηκε και καθιερώθηκε να φοριέται ανάποδα, από την πορτοκαλί πλευρά του, ως ένδειξη αντισυμβατικής νοοτροπίας αλλά και, σύμφωνα με τη γλώσσα των φανατικών, ως το μπουφάν στα χρώματα της βίας [http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=59146]. Η εξάπλωση της μόδας αυτής συνεχίστηκε και την επόμενη δεκαετία, όχι μόνο στα γήπεδα, αλλά ακόμα και στα σχολεία. Ίσως, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε, ότι αυτό το ανεξάρτητο πανωφόρι είναι η απαρχή της ομοιομορφίας στις κερκίδες των φανατικών οπαδών, καθώς υπήρχαν μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή διαφορετικές τάσεις στην ενδυμασία αρκετά διαδεδομένες, όμως καμία δεν είχε τόσο μεγάλη απήχηση. Το μπουφάν «φλάι» δεν ήταν για τους φανατικούς, για τους «συνδεσμίτες» ένα απλό μπουφάν. Η υστεροφημία, η δύναμη, η «τρέλα», ο σεβασμός, ο φόβος προς τους αντιπάλους, αλλά και στους «ομοϊδεάτες», κρινόταν από την ύπαρξη αυτού του ενδύματος και ειδικότερα την παλαιότητα του. Αυτή η θεωρία, που περιέβαλε το μπουφάν «φλάι», καθώς επίσης και το κασκόλ, τα ενέτασσε σε πρώτης κλίμακας στόχους για τον αντίπαλο οπαδό, με απώτερο στόχο την ταπείνωση του οπαδού, συνεπώς και της ομάδας, ήταν ένας συμβολικός ευνουχισμός εντός και εκτός κερκίδων, παραβλέποντας την κατάσταση στον αγωνιστικό χώρο.[1]
[1] Μία επίθεση, το επονομαζόμενο «ντου», από οπαδούς του ΠΑΟΚ σε αυτούς του Ολυμπιακού, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στον Πειραιά, με «λάφυρα» κάποιον αριθμό μπουφάν και κασκόλ, θεωρούνταν μεγαλύτερη νίκη από αυτή της ομάδας. Συνέβαινε το εξής παράδοξο, η ομάδα να χάνει, παρ’ όλα αυτά αυτοανακηρύσσονταν οι οπαδοί νικητές, επειδή κατείχαν ενδύματα του αντιπάλου. Παρατηρούμε, την πρώτη ταύτιση του συμβόλου, χρωμάτων, του συλλόγου με την ενδυμασία. 

    Όσον αφορά τη μαζικότητα μιας τάσης στην εμφάνιση, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το μαλλιά των σκληροπυρηνικών οπαδών είναι, ως επί των πλείστων, μακριά και ατημέλητα, και κάποιες φορές σε ινδιάνικης επιρροής κόμμωση. Σπανίως, θα συναντήσουμε κόμμωση στα καθιερωμένα πρότυπα της εποχής. Άλλωστε, όπως και στη μόδα, έτσι και στη «μόδα» της κερκίδας επικρατεί το πρωτότυπο, το απόμακρο από τα καθιερωμένα, το «περίεργο».
 Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, κάνει την εμφάνιση της και μια πρωτότυπη «ενδυματολογική» συμπεριφορά, η επιλογή των οπαδών να παραμένουν ημίγυμνοι από τη μέση και πάνω, ανεξαιρέτως καιρικών συνθηκών, μια συνήθεια που παραμένει στα οπαδικά «πρότυπα» μέχρι και σήμερα.
 Τέλος, στη δεκαετία του 1980 κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση οι skinheads, μια περιθωριοποιημένη ομάδα οπαδών, μικρή στον αριθμό, που δεν εμφανίζεται σε όλες τις ομάδες, η οποία διακατεχόταν από τις εξής αρχές: την αποθέωση της σωματικής δύναμης, την αφοσίωση τους στην κοινότητα, την ομαδική αλληλεγγύη και την υπεράσπιση της περιοχής τους. Το ντύσιμο τους αποτύπωνε τη μόδα της εποχής, δερμάτινο στενό πανωφόρι, jean συνήθως μαύρο, αρβύλες και φυσικά το ξυρισμένο κεφάλι.

                                   Σύνδεσμοι, ξενομανία, και η αρχή της εμπορευματοποίησης
Αν βέβαια, για τις προηγούμενες δεκαετίες ισχύει η έντονη πολιτικοποίηση της κοινωνίας και τα αντιδραστικά αντανακλαστικά της νεολαίας προς αυτή, μέσω συνδυασμού διαφορετικών τρόπων έκφρασης, όπως γήπεδο, μουσική, ενδυμασία, στη δεκαετία του 1990 εμφανίζεται για πρώτη φορά η προσπάθεια εκμετάλλευσης ή διαχείρισης της «μόδας» των κερκίδων, ανάλογα την πεποίθηση και το πρίσμα που το βλέπει το κάθε άτομο ξεχωριστά.
 Αρχικά, η χρονική περίοδος της δεκαετίας του 1990 χαρακτηρίζεται από ομαλότητα, σταθερότητα και ισορροπία. Οι έντονες αλλαγές έχουν εκλείψει και οι πολιτικές εξελίξεις που διαμορφώνουν την κοινωνική κατάσταση στο παγκόσμιο στερέωμα και στο εσωτερικό της χώρας διακρίνονται από τεχνοκρατισμό [http://www.stylewatch.gr/default.asp?pid=76&decade=9].
 Μέχρι αυτό το χρονικό διάστημα παρατηρήσαμε, ότι σε κάθε δεκαετία ανάλογα με τις εξελίξεις, τα γεγονότα και την τάση της μόδας που επικρατούσαν, επηρέαζε τον τρόπο έκφρασης και τη νοοτροπία της νεολαίας στα κυρίαρχα πεδία ενασχόλησης της.
 Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται στην αρχή της δεκαετίας του 1990, σχεδόν θα λέγαμε σε όλο το πρώτο μισό της, αποτελεί γεγονός, χωρίς καμία επιφύλαξη, τη συνέχεια της δεκαετίας του 1980. O τρόπος ντυσίματος, ο συγκεκριμένος κώδικας οπαδικής ενδυμασίας αποτελεί τον πλέον καθιερωμένο και κοινώς αποδεκτό.
 Εξάλλου, οι τάσεις της μόδας διακρίνονται αυτήν την εποχή από απλότητα στα σχέδια, επιρροές κλασικών σχεδίων, χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Μπορεί οι ακραίες επιλογές στην ενδυμασία, τη δεκαετία του ’80 να ήταν, θεωρητικά, μονόδρομος αντίδρασης και αντισυμβατικότητας , στη δεκαετία του ’90 αποδεικνύουν τη θέληση περιθωριοποίησης και απομάκρυνσης από το «κατεστημένο» που επικρατεί και εντός νεανικής μόδας.
 Οι επιταγές της μόδας προτείνουν και προτρέπουν στο νεανικό χώρο αυτή την εποχή, παπούτσια «χοντροκομμένα», αθλητικά-προερχόμενα από το χώρο της καλαθοσφαίρισης- ή τα επονομαζόμενα sneakers (παπούτσια αθλητικά με απλοϊκό σχέδιο), αρβύλες «εργοταξίου»[2], τα jean είναι «ξεφτισμένα» ή ξεβαμμένα με χλωρίνη (κάποιοι νέοι για να ξεχωρίζουν τα ζωγραφίζουν), οι αθλητικές φόρμες από συνθετικά υφάσματα αποτελούν τη βασική επιλογή στο χώρο της ένδυσης, τα πανωφόρια είναι επηρεασμένα από το σχέδιο του αμερικάνικου κολεγιακού μπουφάν, τα επονομαζόμενα college jacket. Επίσης, τα παλτά Montgomery και τα «φουσκωτά» μπουφάν είναι στις πρώτες επιλογές των νέων. Τα μπλουζάκια έχουν παράξενα λογότυπα, είναι η αρχή των Τ-shirts με στάμπες, καθώς επίσης συναντούμε το συνδυασμό μιας μακρυμάνικης μπλούζας φούτερ και ενός Τ-shirt από πάνω. Τα ρούχα μεταξύ τους έχουν χαρακτηριστική ομοιομορφία και ομοχρωμία, είναι ασορτί όπως επικρατεί στο λεξιλόγιο της μόδας [http://www.retromaniax.gr/vb/content.php].
 Τα βραχιόλια είτε είναι πλαστικά και χρωματιστά, είτε «έθνικ» από κλωστές. Στο χώρο των αξεσουάρ, θα πρέπει να προστεθούν και τα καπέλα με λογότυπο κάποιας ομάδας καλαθοσφαίρισης των Η.Π.Α, τα γνωστά jockeys, τα οποία φορούσαν κατά κόρον οι νέοι, κάποιοι μάλιστα προτιμούσαν να τα φορούν ανάποδα [http://www.retromaniax.gr/vb/content.php].
 Επιστρέφοντας, στις κερκίδες των οργανωμένων οπαδών, αυτό που οφείλουμε να σημειώσουμε εξαρχής, είναι η εμφάνιση ή ορθότερα, η καθιέρωση των φανελών στα χρώματα της ομάδας που υποστηρίζουν οι οπαδοί. Οι φανέλες αυτές είναι πιστές απομιμήσεις της αυθεντικής φανέλας του συλλόγου και πωλούνται στα περισσότερα καταστήματα, είτε αυτά περιέχουν αθλητικά ήδη είτε είναι ακόμα και πλανόδιοι πωλητές.
 Επιπλέον, τα νέα τεχνολογικά μέσα, υπολογιστές και εκτυπωτές βοηθούν σε μια νέα εκδοχή των Τ-shirts, τα πολυφωτογραφικά [http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=59146], τα οποία θα λέγαμε χαριτολογώντας, πως αποτελούν ένα φωτογραφικό κατάλογο στιγμών της ομάδας, του «λαού» της, του αγαπημένου και δημοφιλέστερου παίχτη - ηγέτη της ομάδας. Οι συγκεκριμένες φανέλες, συνθετικές στην ποιότητα του υφάσματος εκτυπώνονται για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας, κυρίως από συνδέσμους οπαδών οι οποίοι σε πρωταρχικό στάδιο εμπλέκονται με την εμπορικότητα του σήματος-συμβόλου της ομάδας προς ίδιον όφελος, με απώτερο στόχο την οικονομική ανεξαρτησία τους από τις διοικήσεις της ομάδας που υποστηρίζουν.
 [2] Την πρωτοκαθεδρία διεκδικούν τα brandnames των Timberland και Caterpillar, εταιρείας να σημειωθεί που κατασκευάζει οχήματα εκσκαφέων. 
 Πρέπει να σημειωθεί, ότι η πρώτη απόπειρα εμπορικής χρήσης του συμβόλου και των χρωμάτων από τους συνδέσμους είχε απώτερο σκοπό και την αναγνώριση και το σεβασμό εντός του χώρου των οργανωμένων κερκίδων. Ο σύνδεσμος με τα περισσότερα μέλη, με τα περισσότερα μπλουζάκια με την εντονότερη ενασχόληση διεκδικεί την οργάνωση της κερκίδας.
 Στο χώρο των ελληνικών γηπέδων, για την ακρίβεια του λόγου, στις κερκίδες, (τώρα πια δεν αναφερόμαστε μόνο στα ποδοσφαιρικά γήπεδα αλλά και σε αυτά του μπάσκετ) τη δεκαετία του 1990 παρατηρείται ένα φαινόμενο που δε συναντάται ενδυματολογικά σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Ο φανατικός οπαδός επιλέγει να φορέσει φανέλα ομάδος του εξωτερικού, που έχει τα ίδια χρώματα με τον αγαπημένο του σύλλογο «εντός των τειχών», και είναι και αυτή εξίσου δημοφιλής, ιστορική, επιτυχημένη, οτιδήποτε θεωρεί ο οπαδός ότι εκφράζει και συμβολίζει η ομάδα του και ανταποκρίνεται σε αυτό η ομάδα του εξωτερικού, π.χ στις τάξεις των οπαδών του Πανιωνίου συνηθίζεται να φορούν τη φανέλα της καταλανικής Barcelona, οι οπαδοί του Π.Α.Ο.Κ της ιταλικής Juventus, του Άρη Θεσσαλονίκης της γερμανικής Dortmund [http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=59146] .
 Στη συνέχεια και προς τα τέλη της δεκαετίας, οι σύνδεσμοι οπαδών δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο εμπορικό κομμάτι και στη δημιουργία φανελών και σχεδίων, θέλοντας να εκμεταλλευτούν και το κενό που έχουν αφήσει οι ίδιες οι ομάδες στην αγορά και τη «ξενομανία». Οι επιρροές που δέχονται είναι σαφέστατα από το σχέδιο της επίσημης φανέλας, κυρίως της παραδοσιακής, της ιστορικής, προσαρμοσμένες στην αισθητική των οπαδών και τον ενδυματολογικό τους προσανατολισμό.  Επίσης, την εμφάνιση τους σε μικρή κλίμακα, κάνουν και τα Τ-shirt με λογότυπα, που καταρχάς είναι απλά στο σχέδιο τους και χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες.
 Αξίζει να αναφερθεί και το γεγονός, πως οι οπαδοί στη συνθηματολογία τους χρησιμοποιούν νέους κώδικες και συμβολισμούς της «επαναστατικότητας» τους. Πολλοί οπαδοί επιλέγουν να φορούν στο γήπεδο, ανάλογα την πολιτικό-ιδεολογική προέλευση και πεποίθηση, τους μπλούζες ή φανέλες με τη εικόνα του Che Guevara, τη σημαία της Κούβας, ή τον Bob Marley, τη σημαία της Τζαμάικα, τα χρώματα των Ρασταφάρι, φύλλο κάνναβης, ή τον ήλιο της Βεργίνας, το Μέγα Αλέξανδρο, βυζαντινά σύμβολα, αρχαιοελληνικά σύμβολα, ή ακόμα να τυλίγονται με σημαίες της Παλαιστίνης, της Τζαμάικα ή της Βουλγαρίας.
 Το σημείο αναφοράς, ωστόσο, αυτής της δεκαετίας, αποτελεί η ένταξη δύο οικονομικών και διαφημιστικών όρων της παγκόσμιας αγοράς, με άμεσο στόχο την εκμετάλλευση ενός μεγάλου αναξιοποίητου, μέχρι εκείνη τη χρονική περίοδο, αγοραστικού δυναμικού, τους οπαδούς.
 Στη σύγχρονη καταναλωτική εποχή, ο όρος μόδα ακολουθείται και συνοδεύεται από ένα ορισμό της αγοράς, το marketing, την ενεργητική προσπάθεια εξασφάλισης ισορροπίας στην αγορά, μεταξύ δυο σημαντικών παραγόντων αυτής, της αγοράς και της ζήτησης [http://marketing-lexicon.pblogs.gr/2011/11/orismos-toy-marketing.html].
 Ακολούθως, για την επιτυχή είσοδο στο δύσβατο, καχύποπτο και πρωτόγνωρο πεδίο της αθλητικής-οπαδικής ενδυμασίας χρησιμοποιείται η τεχνική του merchandising. Αυτή η εξειδικευμένη ανάπτυξη τεχνικών προώθησης λαμβάνει υπόψη και τη συμπεριφορά του καταναλωτή, στο σημείο που πραγματοποιείται η πώληση. Ουσιαστικά, το merchandising είναι όλες οι δραστηριότητες, που έχουν σχεδιαστεί με σκοπό να πετύχουν τη διακίνηση του προϊόντος από το σημείο πώλησης στο καλάθι του καταναλωτή.
 Βέβαια, οφείλουμε να παρατηρήσουμε, πως η είσοδος του ποδοσφαίρου στην αγορά δε θα μπορούσε να εξελιχθεί, εάν δε συνέβαινε παράλληλα μια ολοκληρωτική αλλαγή στο χώρο του. Οι ομάδες ποδοσφαίρου μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες με το Νόμο 879/79, και η λειτουργία τους ορίζεται βάσει των προσταγών των οικονομικών θεωριών. Η μετατροπή αυτή οδηγεί τις εταιρείες-ποδοσφαιρικές ομάδες στην αναζήτηση εσόδων με στόχο την κερδοφορία τους. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, είναι η κατασκευή καταστημάτων με τα αυθεντικά προϊόντα της ομάδας, γνωστές στους οπαδούς ως boutique.
 Στα επίσημα καταστήματα των ποδοσφαιρικών ανωνύμων εταιρειών, ο οπαδός-καταναλωτής έχει τη δυνατότητα, εάν έχει την οικονομική άνεση, να επιλέξει μέσα από ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, καθαρά αθλητικού χαρακτήρα όπως τη φανέλα της ομάδας που αγωνίζεται στους επίσημους αγώνες, το μπουφάν ή τη ζακέτα. Είναι η πρώτη προσπάθεια και επομένως η ποικιλία δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ωστόσο καλύπτει τη θέληση, τη «δίψα» του οπαδού να ταυτιστεί ακόμα περισσότερο με την ομάδα, με την «ιδέα», με την κερκίδα.
 Συνεπώς, δημιουργεί η εμπλοκή των όρων της αγοράς στο χώρο της μόδας των κερκίδων μια νέα τάση, η οποία θα καθιερωθεί ποικιλοτρόπως και θα επηρεάσει την επόμενη δεκαετία σε μεγάλο βαθμό, καθώς και τις επιλογές της καθημερινής ένδυσης.

                                       Η ενδυμασία και το «σύγχρονο ποδόσφαιρο»
Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι όροι και οι πρακτικές της αγοράς εισήλθαν στο ποδόσφαιρο, αναζητώντας ένα φρέσκο και δυναμικό αγοραστικό κοινό. Και αν αυτό είχε συμβεί και επεκταθεί στον υπόλοιπο κόσμο, και ειδικότερα στην δυτική Ευρώπη, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην Ελλάδα εμφανίστηκε προς τα τέλη της, όχι ιδιαίτερα οργανωμένα και σε ελάχιστες ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες.
 Κατ’ αρχάς, η μόδα της εποχής χαρακτηρίζεται από απλότητα, υπάρχουν πιο «εκλεπτυσμένες» μορφές σχεδίων, είτε πρωτότυπα είτε επηρεασμένα από προηγούμενες τάσεις. Τα ενδύματα που σχεδιάζονται δε διακρίνονται από κάποια «επιθετικότητα», «αντιδραστικότητα», «επαναστατικότητα» και οποιαδήποτε «έκφανση βιαιότητας», αλλά αντίθετα κυριαρχεί περισσότερο η κομψότητα, και αν υπάρχει ψήγμα υπερβολής και διαφορετικότητας, αυτό παραμένει στην αφάνεια και δεν προκαλεί η εκκεντρικότητα του.
 Παρατηρήσαμε, ότι στις κερκίδες των φανατικών οπαδών κυριαρχούσε τις προηγούμενες δεκαετίες μια τάση οπαδικής μόδας, που εξελισσόταν σταδιακά και ακολουθούνταν από τους περισσότερους.     Στη σύγχρονη εποχή, μια εποχή που την χαρακτηρίζει ο υπερκαταναλωτισμός, στο χώρο του ποδοσφαίρου η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου (UEFΑ) θεσμοθετούν νέους κανόνες, αυστηρότεροι και να κινούνται με βάση την εμπορικότητα των football clubs και γνώμονα το κέρδος, καθώς αναφερόμαστε σε εταιρείες. Ως εκ τούτου, συντελείται το εξής γεγονός, η μετάλλαξη του ποδοσφαίρου από αθλητικό γεγονός σε υπερθέαμα εκατομμυρίων ευρώ και δολαρίων, το επονομαζόμενο «σύγχρονο ποδόσφαιρο» (modern football), το οποίο συμπυκνώνει ίσως όλες τις πολιτιστικές λειτουργίες που βασίζονται στη συνεχή παραγωγή αγαθών και αδιάκοπη ροή προϊόντων, μετατρέπεται συνεπώς το πάθος σε κατανάλωση [http://www.sgt.gr/players/football/index.html]
 Οι ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν διττή υπόσταση για το κάθε άτομο ξεχωριστά. Υπάρχουν οι μετριοπαθείς φίλαθλοι, υπάρχουν οι επαγγελματίες-τεχνοκράτες του ποδοσφαίρου. Ωστόσο στην αντίπερα όχθη, βρίσκονται οι «πιστοί» της ομάδας, αυτοί που η ομάδα είναι για αυτούς «ιδέα», τρόπος ζωής, «αρρώστια», είναι οι οπαδοί, είναι αυτοί που αντιλαμβάνονται την ύπαρξη τους, ακόμα και στα πλαίσια της καθημερινής ζωής, ταυτόσημη με της ομάδας.
 Οι ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες θέλοντας να εκμεταλλευτούν την εμπορική τους δύναμη προχωρούν σε επιθετικές κινήσεις στο χώρο της αγοράς. Η συνήθης σύναψη συμφωνιών με εταιρείες για διαφήμιση στη φανέλα [3] καταλαμβάνουν χώρο και σε άλλα σημεία της ποδοσφαιρικής στολής, όπως στα μανίκια, στην πίσω πλευρά της φανέλας, στη παντελόνι. Επιπλέον, τοποθετούνται διαφημίσεις, στις αθλητικές φόρμες, στο μπουφάν, στη στολή προπόνησης.
 Η ίδρυση επίσημου καταστήματος, από την ποδοσφαιρική εταιρία, έχει ως στόχο την εμπορική διάθεση των προϊόντων της. Στα καταστήματα αυτά, η ποικιλία προϊόντων ικανοποιεί και τον πιο απαιτητικό αγοραστή σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι Π.Α.Ε τοποθετούν στα καταστήματα, εκτός από αθλητικά προϊόντα, όπως τις επίσημες φανέλες, τις μπλούζες και ζακέτες που φορούν οι ποδοσφαιριστές, τα μπουφάν, αλλά ακόμα και το κοστούμι που φορούν οι παίχτες της ομάδας πριν την έναρξη του αγώνα ή ακόμα και βρεφικά είδη. Το σύμβολο της ομάδας, η «ιδέα» έχει το ρόλο του εμπορικού σήματος, του brandname όπως επικρατεί στους κόλπους της αγοράς να ονομάζεται.
 Αυτός ο υπέρμετρος καταναλωτισμός δημιουργεί την αίσθηση στους οπαδούς μιας κακόβουλης εκμετάλλευσης, καθώς δέχονται την ύπαρξη και πώληση ορισμένων προϊόντων που δημιουργούν τη ξεχωριστή εικόνα στις κερκίδες, παρ’ όλα αυτά απορρίπτουν κάποιες άλλες ενδυματολογικές επιλογές, θεωρώντας πως προσβάλουν το σύλλογο [http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=35499] .  Επίσης, η τοποθέτηση καμερών στους χώρους των γηπέδων, η αυστηρή αστυνόμευση εκτός γηπέδου, η μερική απαγόρευση μετακινήσεων, η θεσμοθέτηση του νόμου Ορφανού το 2006 [4] και η κατάργηση του στη συνέχεια, καθώς επίσης και η πρόσφατη αναφορά με σκοπό τη θεσμοθέτηση νόμου ενάντια στη χρήση κουκούλας [5] οδηγούν τους φανατικούς οπαδούς σε επιλογές ενδυματολογικές που θα τους εξυπηρετούν.
[3] Η χρονική αφετηρία τοποθετείται στη δεκαετία του ’80 με ελάχιστο κέρδος για την ομάδα
[4] http://www.makthes.gr/news/sports/37211/ 12/10/2012
[5] Ο αναπληρωτής υπουργός Χαράλαμπος Αθανασίου στις 11/9/2012 έθεσε ζήτημα ιδιώνυμου αδικήματος http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=474351 12/10/2012 

 Και ενώ τις προηγούμενες δεκαετίες, στις κερκίδες κυριαρχούσε μια ενδυματολογική τάση προσαρμοσμένη στις κοινωνικές καταβολές των οπαδών και τις «εξωγηπεδικές» συνήθειες, τη χρονική αυτή περίοδο συναντούμε τρείς και τέσσερις τάσεις, διαφορετικές μεταξύ τους, τις οποίες θα αναφέρουμε επιγραμματικά και στη συνέχεια, θα γίνει επιμέρους ανάλυση. Οι τάσεις αυτές είναι το black block ντύσιμο, το old school style και το casual dress.
 Προτού αναφέρουμε αναλυτικά τις τάσεις, πρέπει να γίνει μνεία στην οργάνωση των οπαδών, στους συνδέσμους, οι οποίοι δραστηριοποιούνται εξίσου στο εμπορικό κομμάτι και παρουσιάζουν ιδιαίτερη στόχευση προς τον καταναλωτή-οπαδό, με τη διακίνηση προϊόντων, τα επονομαζόμενα «materials». Στην κατηγορία αυτή, εντάσσονται συγκεκριμένα ρούχα και αξεσουάρ, που στη νοοτροπία του οπαδού θεωρούνται απαραίτητα. Έτσι βλέπουμε, Τ-shirt ή hoodies( το φούτερ με κουκούλα, όπως επικράτησε να λέγεται) ή ζακέτες με λογότυπο του συνδέσμου, της ομάδας, ή κάποιου εθνικού ή άλλου πολιτικού συμβόλου, σε χρωματισμούς οικείους με τα χρώματα της ομάδας και της ιδεολογίας. Επίσης, το αγαπημένο αξεσουάρ των οπαδών, το κασκόλ σε διάφορα σχέδια, καπέλα τύπου jockey ή τραγιάσκες αγγλικού τύπου και ζώνες.
 Οι λόγοι που οι σύνδεσμοι διεκδικούν μέρος του «market pool», όπως επικρατεί με οικονομικούς όρους να λέγεται, είναι προφανείς. Οι σύνδεσμοι στοχεύουν στην οικονομική ανεξαρτησία τους, η λειτουργία τους στηρίζεται σε συνδρομές των μελών που δεν καλύπτουν τις απαραίτητες ανάγκες, καθώς ένας σύνδεσμος έχει λειτουργικά έξοδα, παρόμοια μιας επιχείρησης. Συνεπώς, η αναζήτηση εσόδων επιτυγχάνεται με την πώληση ειδών, τα οποία είναι ποιοτικά και σε χαμηλή τιμή (βέβαια δεν αποκλείονται περιπτώσεις εκμετάλλευσης).
 Στην κερκίδα, όπως έχει αναφερθεί, ο κάθε σύνδεσμος καταλαμβάνει συγκεκριμένο χώρο. Η ομοιομορφία αποτελεί επιδίωξη των οργανωτών, και επιτυγχάνεται εφόσον οι οπαδοί που βρίσκονται στον ίδιο χώρο φορούν τα ίδια ή παρόμοια ρούχα.
 Αξίζει να επιστρέψουμε στη σημειολογία, σε ότι αφορά τις φανέλες. Αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί πολλές φορές η ομοιότητα μεταξύ τους ή η κοινή παραπομπή, ο κοινός συμβολισμός, ανάμεσα σε φανέλες διαφορετικών συνδέσμων αντιπάλων οπαδικών «φρονημάτων». Παρατηρούμε επομένως, σε φανέλες συνδέσμων του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού που έχουν έδρα τη Σπάρτη για παράδειγμα, εκτός από το σήμα της ομάδας και του συνδέσμου που ασφαλώς είναι διαφορετικά, να υπάρχει σχέδιο που αποτυπώνει ένα αρχαίο Σπαρτιάτη πολεμιστή, ή φανέλες συνδέσμων του Π.Α.Ο.Κ και του Άρη να αποτυπώνουν τον ήλιο της Βεργίνας και το Μέγα Αλέξανδρο. Σε πολλές φανέλες του Π.Α.Ο.Κ και της Α.Ε.Κ θα συναντήσουμε ονομασίες συνδέσμου και εικόνες που παραπέμπουν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία [Βασιλάκη:424] ή φανέλες συνδέσμων που κυριαρχεί η αριστερή ιδεολογία έχουν σχέδιο με το αστέρι του εξωκοινοβουλευτικού πολιτικού χώρου ή πειρατική νεκροκεφαλή [Τάσσης:407].
 Οι σύνδεσμοι οπαδών ανάλογα τη μαζικότητα τους και το «σεβασμό» που έχουν στο χώρο του γηπέδου και εκτός αυτού, δημιουργούν ενδυματολογική τάση, ή υιοθετούν μια τάση που είναι προσαρμοσμένη στα «πιστεύω» τους και τις «ανάγκες» τους. Βέβαια, εξαρτάται και από άλλους παράγοντες η συνολική ενδυματολογική επιλογή και ταύτιση με αυτή ενός συνδέσμου, οι οποίοι εμπεριέχουν το κοινωνικό υπόβαθρο, τις πολιτικές, εθνικές, θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου που εντάσσεται σε αυτή την ομάδα οπαδών.
 Επομένως, παρατηρούμε, όσον αφορά, το κώδικα ντυσίματος «black block style», να υιοθετείται από αρκετούς οπαδούς, ίσως από τη μεγαλύτερη μερίδα φανατικών οπαδών, καθώς ο χρωματισμός είναι μαύρος, μια εικόνα ομοιόμορφη που δε ξεχωρίζει το άτομο από τη μάζα, ειδικά αν πρόκειται για οπαδούς που η ομάδα τους έχει το μαύρο χρώμα (Π.Α.Ο.Κ, Α.Ε.Κ, Άρης).
 Επίσης, το συγκεκριμένο είδος αμφίεσης παραπέμπει σημειολογικά σε δύο ακόμα τομείς της οπαδικής νοοτροπίας. Αρχικά, το «black block style» προέρχεται από το χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, για την ακρίβεια του αντιεξουσιαστικού χώρου όπως επικρατεί να λέγεται, καθώς επίσης και στους hooligans των περασμένων δεκαετιών [http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=35499]. Τα ρούχα που επιλέγονται είναι συνήθως, jean ή αθλητική φόρμα, ασφαλώς, μαύρου χρώματος, μπλούζα με κουκούλα και μπαλακλάβα, γνωστό και ως «full face» [6], το οποίο χρησιμοποιείται για να «προστατεύει» το πρόσωπο, δηλαδή το αποκρύπτει ή κάποιο κασκόλ ή παλαιστινιακό μαντήλι και μαύρα παπούτσια, είτε αρβύλες είτε αθλητικά. Προκαλείται, συνεπώς, η εικόνα μιας ομοιόμορφης μάζας, μιας οργανωμένης αγέλης αντιδραστικής και επιθετικής, όμοια με αυτή των διαδηλώσεων ή υπενθυμίζονται εικόνες βίαιων επεισοδίων του παρελθόντος. Με αυτό τον τρόπο, εξυμνείται η βία, κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο, και καλλιεργείται το αίσθημα του φόβου στον αντίπαλο.
 [6] Αξεσουάρ των οδηγών μοτοσυκλετών για να προστατεύονται από το κρύο.

 Άλλο ένα στοιχείο, που οφείλουμε να προσθέσουμε είναι η ύπαρξη καμερών και οι συχνές συγκρούσεις των οπαδών με τις αστυνομικές δυνάμεις. Η επιλογή αυτής της ενδυμασίας γίνεται και για λόγους «παραλλαγής», «εξαπάτησης» και «προστασίας» από τις διατάξεις των νόμων του κράτους, αλλά και τους κανόνες του «σύγχρονου ποδοσφαίρου».
 Σε αυτές τις αναφορές, θα προσθέσουμε και το γεγονός, ότι πολλοί σύνδεσμοι οπαδών χαρακτηρίζονται από ιδεολογικές πεποιθήσεις που ανατρέχουν στην αναρχία, οπότε η επιλογή των «μαύρων ενδυμάτων» συνδέεται με την πολιτική τους ταυτότητα.
 Το «old school style», στη συνέχεια, είναι όπως ακριβώς αναφέρει και η ονομασία του, «τρόπος παλιάς σχολής». Με αυτό τον όρο οι οπαδοί χαρακτηρίζουν την γενικότερη νοοτροπία του οπαδού, στον τρόπο συμπεριφοράς του, στις συνήθειες του, στην καθημερινότητα του, ο οποίος περιέχει και την ενδυμασία. Είναι κατά μια έννοια, μια «οπαδική ιδεολογία».
 Το «old school» έχει διττή υπόσταση. Μπορεί να χαρακτηριστεί, ενδυματολογικά, παρωχημένο, η μόδα της δεκαετίας του ’80, ωστόσο επιβάλει «άθελα», «αυτόματα» το «σεβασμό» προς τον οπαδό που το ακολουθεί από τους υπόλοιπους. Ο οπαδός αυτός είναι συνήθως μεγάλης ηλικίας και είχε βιώσει νεότερος, στην εφηβική ηλικία, την έξαρση του «οπαδικού» κινήματος και του «χουλιγκανισμού» και πιθανόν για συναισθηματικούς λόγους συνεχίζει να ακολουθεί αυτή την τάση ή για λόγους εντυπωσιασμού.
 Το «casual» ντύσιμο είναι το συμβατικό ντύσιμο, σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας, δεν είναι προκλητικό και δεν ανήκει σε κάποιο είδος υποκουλτούρας. Επιπλέον, τα ενδύματα που επιλέγονται είναι γνωστών και ακριβών εταιρειών-οίκων μόδας.
 Το είδος αυτό, προέρχεται από την Αγγλία της δεκαετίας του ’80, όταν οι οπαδοί επέλεγαν το συμβατικό ντύσιμο για να αποφεύγουν την αστυνομία και να μπορούν να μετακινούνται σε γήπεδα αντιπάλων ομάδων, καθώς υπήρχε απαγόρευση σύμφωνα με το νόμο [http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=35499].
 Στην Ελλάδα, επικράτησε με βάση την «αίγλη» του ξενόφερτου, τις κινηματογραφικές ταινίες του εξωτερικού, που «εξυμνούν» αυτές τις πράξεις και συνήθειες των οπαδών, την καλαισθησία των ενδυμάτων, αλλά και τις συγκρούσεις μεταξύ οπαδών στα επονομαζόμενα «ραντεβού».
 Τα ρούχα είναι διάσημων οίκων μόδας, όπως Lacoste, Burberry, Fred Perry, Lonsdale, Ben Sherman (ειδικός τύπος χονδρού παλτού γνωστό ως Crombie [Αστρινάκης: 153]), Paul Shark και άλλων. Ακολούθως, η εικόνα ενός «casual» οπαδού, που μπορούμε να σχηματίσουμε είναι ένα σύνολο με παπούτσια Fred Perry, συνήθως λευκού χρώματος, Τ-shirt Lonsdale, jean, και παλτό Ben Sherman ή μπουφάν ορειβατικού τύπου και καπέλο jockey Burberry.
 Συχνά, παρατηρείται το φαινόμενο οι οπαδοί να φορούν jockeys αγγλικών ομάδων, που είναι γνωστές για το «αμαρτωλό» παρελθόν των οπαδών-συμμοριών τους. Είναι αυτονόητο πως, όταν επιλεγεί αυτή την αμφίεση οπαδός υποδηλώνει την κοινωνική τάξη που ανήκει, ή το εύρος της οικονομικής του άνεσης.
 Παρατηρούμε συνεπώς, μέσω της ενδυμασίας και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής προέλευσης και ανάδειξης της.
                                                            Επιλογικά
 Παρατηρώντας, τη διαδρομή και την εξέλιξη της ενδυμασίας στο χώρο των κερκίδων των φανατικών οπαδών, στα ελληνικά γήπεδα του ποδοσφαίρου και όχι μόνο, στο χρονικό πλαίσιο μεταξύ της δεκαετίας του 1970 μέχρι και το σήμερα, σε συνάρτηση με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τη μόδα κάθε εποχής, τη συλλογικότητα και τα ερεθίσματα που δεχόταν κατά βάση η νεολαία, καταλήγουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα που αποκωδικοποιούν το «χαρακτήρα» και τη «νοοτροπία» του οπαδού, όσον αφορά την επιλογή της «γηπεδικής» ενδυμασίας.
 Το άτομο-οπαδός εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα της ενδυμασίας, ως μέσο έκφρασης, και δημιουργεί ενδυματολογικά σύνολα, τα οποία αποκαλύπτουν την ταυτότητα του ίδιου του ατόμου, του συλλόγου που υποστηρίζει, του συνδέσμου που ανήκει, τη δράση των οπαδών είτε στο γήπεδο είτε στην κοινωνία, το «ιδεολογικό» υπόβαθρο του, τους στόχους και τις επιδιώξεις που έχει για τον οπαδό η επιλογή της αμφίεσης.
 Η ενδυμασία είναι, κατά μια έννοια, ο πομπός μηνυμάτων του οπαδού προς την ευρύτερη μάζα των θεατών του αθλήματος, θέλοντας να αποτυπώσει τη σχέση οπαδού-ομάδας, αλλά και τη σχέση μεταξύ οπαδού και κοινωνίας.
 Επιπλέον, η επιλογή του ενδύματος αποδεικνύει το γεγονός, ότι ισχύουν άγραφοι «νόμοι», ακαθόριστοι αλλά υπαρκτοί, που θέτουν τα όρια στη συμπεριφορά του οπαδού.
 Σε αυτή την ενδυματολογική συμπεριφορά οφείλουμε να εντάξουμε και την επιλογή των οπαδών να ξεντύνονται, να παραμένουν δηλαδή ημίγυμνοι από τη μέση και πάνω, μια συνήθεια που αναδεικνύει το «πάθος» των οπαδών και είναι ίσως η μακροβιότερη «ενδυματολογική συμπεριφόρα».
 Επομένως, παρατηρούμε ότι σε κάθε εποχή ο φανατικός οπαδός επιλέγει την αμφίεση που θα αναδείξει την «ιδεολογία» του, τον τρόπο ζωής του. Παρατηρούμε μέσα από την επιλογή της ενδυμασίας τον οπαδό να «υποδύεται» χαρακτήρες, όπως του «διαδηλωτή», του «αγανακτισμένου» πολίτη, του «επαναστάτη», του «πειθαρχημένου στρατιωτικά» ακροδεξιού, του περιθωριοποιημένου, σε όλη τη χρονική διαδρομή, από την απαρχή της οπαδικής ενδυμασίας έως τώρα.
 Βεβαίως, συναντούμε και το παράδοξο αλλά σύνηθες γεγονός της επιλογής ενδυμάτων από άτομα, που δεν «πιστεύουν» σε αυτό που φορούν, που το «κάνουν για τη μόδα», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, τα οποία με τη σειρά τους διαστρεβλώνουν άθελα τους την αντικειμενική διάσταση της αμφίεσης του συνόλου των οπαδών.
 Γενικότερα, στη φράση της Coco Chanel, ότι η μόδα δεν είναι κάτι που υπάρχει μόνο στα ρούχα. Μόδα υπάρχει στον ουρανό, στο δρόμο, η μόδα έχει να κάνει με ιδέες, με τον τρόπο που ζούμε, με το τι συμβαίνει, θα πρέπει να επισημάνουμε το ποδόσφαιρο, ως άθλημα, ως θέαμα, ως τρόπο ζωής φιλάθλων και οπαδών, ως ένα αναπόσπαστο τμήμα του πολιτισμού της σύγχρονης κοινωνίας.


                                        ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 
  •  Αστρινάκης Α.-Στυλιανούδη Λ., Χέβυ μέταλ, ροκαμπίλι, και φανατικοί οπαδοί: νεανικοί Πολιτισμοί  και Υποπολιτισμοί στη Δυτική Αττική, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1996
  •  Ασημακόπουλος Ν.- Γεωργιάδης Κ., Μυστική επιχείρηση ποδόσφαιρο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1988 
  •  Βασιλάκη Ρ., «ΠΑΟΚ: αθλητική αποκέντρωση και βορειοελλαδίτικος τοπικισμός» στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό», Αθήνα, Το Πέρασμα, 2010, 423-424
  • • Βρέλλη-Ζάχου Μ., Η ενδυμασία στη Ζάκυνθο μετά την Ένωση (1864-1910). Συμβολή στη μελέτη της Ιστορικότητας και της Κοινωνιολογίας του Ενδύματος, Εκδ. Ιδρύματος Αγγ. Χατζημιχάλη, Αθήνα 2003, 55-91. 
  •  Ελίας Ν.-Ντάνινγκ Ε., Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος στην εξέλιξη του πολιτισμού, μτφρ. Χειρδάρη Σ., Κακαρούκα Γ., Κατάρτι, Αθήνα, 2010.
  • • Ζαφειρόπουλος Χ., «Θύρα 7: βία για την ομάδα, μυθολογία και κοινωνική ταυτότητα» στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό», Αθήνα, Το Πέρασμα, 2010, 233-234 
  •  Ζαφειρόπουλος Χ., «Συνθήματα του γηπέδου: Το πέρασμα στην οργανωμένη ταυτότητα και τη βωμολοχία» στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό», Αθήνα, Το Πέρασμα, 2010, 569-570
  •  Kindersley Dorling, Η ιστορία του Punk, μτφρ. Τομαράς Π., Μεταίχμιο, Αθήνα, 2006
  •  Μερακλής Μ.Γ, Ελληνική Λαογραφία, τόμος Γ’: Λαϊκή Τέχνη, Αθήνα 1992, 96-105
  •  Μπρομπερζέ Κριστιάν, Ποδόσφαιρο: Σύμβολα, αξίες, φίλαθλοι, μτφρ-επιμ. Georget Geraldine-Κυπριανός Π., Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007
  •  Λουί Σεμπαστιάν, Το φαινόμενο των ultras στην Ιταλία: χρονικό του κινήματος των ultras στην Ιταλία από το 1968 ως το 2009, μτφρ Γιαννακοπούλου Β., επιμ. Καράμπελας Γ., Απρόβλεπτες, Αθήνα, 2011 
  •  Ξανθοπούλου Ε.-Πεταλά Ε., Το fashion marketing και η εφαρμογή του στις ελληνικές επιχειρήσεις μόδας, Α.Τ.Ε.Ι.Θ, Τμήμα Εμπορίας και Διαφήμισης, Ιούνιος 2009
  •  Παπαντωνίου Ι. (2000), « Η εξέλιξη της ελληνικής φορεσιάς στο χώρο επικρατείας του ελληνικού πολιτισμού», περιοδικό Εθνογραφικά, τεύχος 10, 17-25
  •  Παπαγεωργίου Δημήτρης, Μια «άλλη Κυριακή»: «τρέλα» και «αρρώστια» στα ελληνικά γήπεδα, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2007 
  •  Σκουζέ-Πετρίδη Λ. (1975), «Η μόδα φαινόμενο κοινωνικό», περιοδικό Ζυγός, τεύχος 15-17, 168-185
  •  Τάσσης Δημ. Χρύσανθος, «Original 21, φανατισμός και πολιτική στις τάξεις των φιλάθλων», στο Β. Βαμβακάς-Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.) « Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό», Πέρασμα, Αθήνα, 2010, 406-408. 
  •  Χουμεριανός Μ., «ΑΕΛ (Αθλητική Ένωση Λάρισας): Η ποδοσφαιρική εξέγερση του θεσσαλικού κάμπου για το πρωτάθλημα 1987-1988» στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό», Αθήνα, Το Πέρασμα, 2010, 13-14 
  •  Χουμεριανός Μ., « Χούλιγκαν, οργάνωση βίαιων κοινωνικών ταυτοτήτων και πρακτικών» στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό», Αθήνα, Το Πέρασμα, 2010, 657-660 

                                          ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ
  •  Η Ρένα είναι οφσάιντ, Σακελλάριος Αλ., 1972
  •  Mean Street, Scorceze, 1973 
  •  Κάτω τα χέρια από τα νιάτα (Χούλιγκανς), Καραγιάννης Κ.,     1983 
  •  Τα τσακάλια, Δαλιανίδης Γ., 1983
  •  Outsiders, Coppola F., 1983
  •  The Rumple Fish, Coppola F., 1983 
  •  Η φανέλα με το 9, Βούλγαρης Π., 1988
  •  Trainspotting, Boyle D. 1996 
  •  24 hours party people, Winterbottom M., 2002
  •  The football factory, Love N., 2004 
  •  Green street hooligans, Alexander L., 2005
  •  Green street hooligans 2, Johnson J., 2009 


                                             ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
  • http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=97464 
  • http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=35499 
  • http://1926.gr/periodiko_details.php?keyi=59146 
  • http://www.stylewatch.gr/default.asp?pid=76&decade=7 
  • http://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%B7+%CE%BC%CE%BF%CE%B4%CE%B1+1970&source=web&cd=12&ved=0CCYQFjABOAo&url=http://moda.teithe.gr/dat/F8499636/file.doc? 634817018698070313&ei=wMxFUJOGNYKh4gTDxoCYCg&usg=AFQjCNFKsfVEqvX0WPIY9DgdkhyUH4hcHg 
  • http://prezi.com/pla7g75ic1de/presentation/ 
  • http://prezi.com/lupf1cyedrr4/1920/ http://www.visualnews.com/2010/10/16/who-shot-the-couch-vintage-bad-fashions/ 
  • http://lyk-klas-arsak.att.sch.gr/wp-content/uploads/2012/06/%CE%9C%CF%8C%CE%B4%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-VINTAGE-%CE%B1%CE%BD%CE%AC-%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BA%CE%B1%CE%B5%CF%84%CE%AF%CE%B5%CF%82.pdf
  • http://www.stilaki.gr/el/FASHION_NEWS/Editorial/A_Fashion_Flash_from_the_1970s
  • http://giwtaki.wikispaces.com/1970'' 
  • http://mam.avarchive.gr/portal/digitalview.jsp?get_ac_id=1782&thid=9093, (στιγμιότυπα από τον αγώνα Παναθηναϊκός-Α.Ε.Κ.) 
  • http://passionforjewllery.wordpress.com/2012/01/24/%CE%B7-%CE%BC%CF%8C%CE%B4%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-80-%CF%83%CF%84%CE%B1-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/ http://passionforjewllery.wordpress.com/2012/01/24/t%CE%B1-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B4%CE%B5%CE%BA%CE%B1%CE%B5%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-90/ 
  • http://www.egnomi.gr/article.php?id=968&category_id=13
  • http://www.in2life.gr/indulgence/fashion/articles/158075/article.aspx
  • http://www.retromaniax.gr/vb/content.php
  • http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%84%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1 
  • http://www.sgt.gr/players/football/index.html 
  • http://olapaok.gr/ http://www2.paok24.com/ 
  • http://blogs.sch.gr/8lyk-pat/files/2012/02/%CE%953-texnima1.pdf 
  • http://marketing-lexicon.pblogs.gr/2011/11/orismos-toy-marketing.html
  • http://www.thedecobook.com/index.php?option=com_content&view=article&id=509:visual-merchandising-&catid=124:2010-05-17-18-13-34&Itemid=246
  •  www.1926.gr
  •  www.paokgate4.gr


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ




Μπορείτε να κατεβάσετε την παρουσίαση της εργασίας, σε μορφή powerpoint, από εδώ: https://docs.google.com/file/d/0B3tbyURfAyrmdkZmSURGNDRNaFE/edit?usp=sharing












Creative Commons License
This work is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 International License.