Η ανδρική ταυτότητα και το γήπεδο
του Κων. Γιαννακόπουλου*
Την τελευταία δεκαετία στον χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη μελέτη του αθλητισμού και ειδικότερα του ποδοσφαίρου. Και αυτό διότι, όπως έχει παρατηρηθεί από τον ανθρωπολόγο C. Bromberger, το γήπεδο αποτελεί έναν τόπο θεάματος μιας συγκεκριμένης αθλητικής πρακτικής όπου εκφράζονται με τρόπο θεατρικό, συμβολικά, κοινωνικές σχέσεις, όπως εκείνες που αφορούν την τάξη, την εντοπιότητα, το φύλο. Αλλά και, αντιστρόφως, οι ποδοσφαιρικές αξίες και συμπεριφορές τόσο των φιλάθλων όσο και των παικτών ακόμη και το ίδιο το στυλ του «παιχνιδιού» διαμορφώνονται από τις ταξικές, τοπικές και έμφυλες ταυτότητες. Θα περιοριστούμε εδώ στη διαπλοκή του ποδοσφαίρου με τις κοινωνικές σχέσεις του φύλου και ιδιαίτερα την ανδρική ταυτότητα.
Εξάλλου, το ποδόσφαιρο αποτελεί ένα από τα προνομιακά πεδία μελέτης του ανδρισμού, αφού θεωρείται κατεξοχήν ανδρικό σπορ τόσο ως θέαμα όσο και ως αθλητική πρακτική.
Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται σε εθνογραφική επιτόπια έρευνα που διεξάχθηκε το διάστημα 1990-1992 σε ποδοσφαιρική ομάδα μιας εργατικής συνοικίας του Πειραιά, στο πλαίσιο ευρύτερης έρευνας για τις ανδρικές ταυτότητες στην Αθήνα και στον Πειραιά. Η ομάδα, την εποχή της έρευνάς μου, «έπαιζε» στην Δ' εθνική ερασιτεχνική κατηγορία. Οι συνομιλητές μου ήταν οι άνθρωποι της διοίκησης του συλλόγου, οι φίλαθλοι και, κυρίως, οι ποδοσφαιριστές.
Οι ποδοσφαιριστές της ομάδας, αν και ερασιτέχνες, έπαιρναν από τον σύλλογο μια μικρή αμοιβή με τη μορφή του πριμ , συμπληρωματική του εισοδήματος από το κύριο επάγγελμά τους. Οι άνδρες του ποδοσφαίρου όμως λένε ότι το χρήμα αποτελεί ένα «κίνητρο» που είναι αντίθετο με το πάθος για το ποδόσφαιρο, το οποίο θεωρείται το απαραίτητο «έμφυτο» χαρακτηριστικό του καλού παίκτη. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα σε μια «φυσική» εσωτερική παρόρμηση ή συναίσθημα και ένα εξωτερικό «κίνητρο» φαίνεται ότι είναι χαρακτηριστική του λόγου των ανδρών στις ομοκοινωνικότητές τους, αφού έχει επισημανθεί και για το κέφι στο καφενείο από τον Ε. Παπαταξιάρχη. Το πάθος του ποδοσφαιριστή αλλά και του φιλάθλου εκφράζεται ακόμη και με εκφράσεις όπως «αρρώστια», «τρέλα, έχω τρέλα με το ποδόσφαιρο». Σημειώνουμε εδώ ότι οι εκφράσεις αυτές χρησιμοποιούνται, όπως και το πάθος, στην περίπτωση μιας παράφορης, ανεξέλεγκτης ερωτικής επιθυμίας. Αλλωστε, πολλές φορές οι ποδοσφαιριστές εκφράζουν το πάθος για το ποδόσφαιρο με όρους σεξουαλικής διέγερσης, ενστίκτου που θεωρείται «φύσει» ανδρικό. Είναι σαν ο παίκτης που παίζει «γερά», «δυνατά», με «τσαμπουκά» να αντλεί συμβολικά τη δύναμή του, την ενέργειά του από την ανδρική σεξουαλική «φύση». Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα και γενικότερα στις μεσογειακές χώρες οι σεξουαλικές επαφές απαγορεύονται την προηγούμενη μέρα του παιχνιδιού και μια κακή απόδοση των ποδοσφαιριστών αποδίδεται στην ερωτική σχέση με μια γυναίκα. Εξάλλου, το ίδιο το παιχνίδι περιγράφεται με όρους σεξουαλικής μάχης, όπου οι ρόλοι επιτιθέμενου / ενεργητικού υφιστάμενου την επίθεση παθητικού εναλλάσσονται συνέχεια. Ο υφιστάμενος την επίθεση πρέπει να απαντήσει, αλλιώς υποβιβάζεται στη θηλυκή κατηγορία της «κότας» ή της «κυρίας» ή ακόμη χειρότερα θεωρείται ότι έχει πληρωθεί από την αντίπαλη ομάδα. Θεωρείται ότι η σωματική σύγκρουση μεταξύ των παικτών πρέπει να γίνεται «ανδρικά», «μέσα στη φάση», «στα ίσα». Ο παίκτης που τηρεί την ανδρική αυτή τάξη είναι «καθαρός», ενώ εκείνος που επιτίθεται «έξω από τη φάση», «από πίσω», «βρώμικος». Εκείνος όμως που έχει υποστεί μια «βρώμικη» επίθεση πρέπει να απαντήσει, έστω και «βρώμικα», αλλιώς δεν θα είναι «άνδρας». Η επιβεβαίωση αυτή ενός υπεραρρενωπού ανδρισμού δεν εκφράζεται μόνο διά μέσου μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα στους αντίπαλους παίκτες ή και φιλάθλους. Περιλαμβάνει, επίσης, τις «φιλικές» σωματικές επαφές και τη λεκτική ανταλλαγή σεξουαλικών, συχνά ομόφυλων, φαντασιώσεων με τη μορφή συνήθως «αστείων» μεταξύ των ποδοσφαιριστών και οπαδών της ίδιας ομάδας. Επιπλέον, πολλές φορές, οι συμπαίκτες προσφωνούν ο ένας τον άλλον σε φιλικό, «αστείο» τόνο είτε με θηλυκά ονόματα είτε γενικότερα ως «κορίτσια». Φαίνεται ότι η υπεραρρενωπότητα μπορεί να περικλείει και μία θηλυκότητα. Οπως λέει η ιστορικός της αρχαίας Ελλάδας Ν. Loraux: «Ο άνδρας είναι περισσότερο άνδρας όταν έχει μέσα του μία γυναίκα».
Η παραπάνω έκφραση δεν γίνεται αντικείμενο ενός οργανωμένου, συνειδητού λόγου και συνήθως αποφεύγεται εκτός γηπέδου ή μπροστά σε έναν εξωτερικό παρατηρητή, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι μια γυναίκα και δη η σύζυγος. Και γενικότερα η γυναικεία συμμετοχή αποκλείεται από τον κόσμο του ποδοσφαίρου. Πόσο μάλλον η παρουσία των γυναικών συζύγων, αφού η ανδρική αυτή συλλογικότητα συγκροτείται γύρω από μια παραβατική σε σχέση με τη συζυγική σεξουαλικότητα. Ετσι, εκτός από τη σεξουαλική αποχή πριν από το παιχνίδι, υπάρχει επιπλέον και μια συνολικότερη ρήξη των ανδρών του ποδοσφαίρου με τη συζυγική ζωή. Η γυναίκα ενός βετεράνου ποδοσφαιριστή και κατόπιν παράγοντα του συλλόγου μού έλεγε ότι ξαναβρήκε τον «χαμένο» άντρα της μόνο όταν αυτός σταμάτησε να ασχολείται με την ομάδα. Από την άλλη μεριά οι άνδρες του ποδοσφαίρου, όταν σπάνια αναφέρονται στις συζύγους τους, θεωρούν ότι οι συζυγικές και γενικά οικογενειακές τους «υποχρεώσεις» τούς παρεμποδίζουν από το να δοθούν ολοκληρωτικά στο πάθος για το ποδόσφαιρο.
Αυτό το «φυσικό» πάθος φέρνει τους άνδρες του ποδοσφαίρου σε αντίθεση και με τους κανόνες της επίσημης εξουσίας που εκπροσωπούν η αστυνομία και ο διαιτητής. Το τελευταίο είναι χαρακτηριστικό και στην ανδρική ομοκοινωνικότητα του στρατού όπου οι φαντάροι, στηριζόμενοι στην ανδρική τους «φύση», αντιπαραθέτουν μια αρρενωπή «αταξία», απειθαρχία στην επίσημη τάξη των αξιωματικών.
Το γήπεδο λοιπόν αποτελεί τον χώρο όπου επιβεβαιώνεται ένας «φυσικός» ανδρισμός. Η «φυσικότητα» αυτή νομιμοποιεί την παραβίαση από τους άνδρες της επίσημης σεξουαλικής και, γενικότερα, κοινωνικής τάξης. Ισως αυτός να 'ναι και ο λόγος όπου οι άνδρες «παθιάζονται» με το ποδόσφαιρο. Πάντως, την τελευταία εικοσαετία ένα άλλο ομαδικό σπορ, εκείνο της καλαθοσφαίρισης, είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, δημοφιλές με το ποδόσφαιρο. Το μπάσκετ θεωρείται πιο αστικό, «κυριλέ» από το «λαϊκό» ποδόσφαιρο, οι παίκτες του είναι «μορφωμένοι», δεν είναι «αλήτες» όπως οι ποδοσφαιριστές. Από την άλλη μεριά πολλοί μιλάνε για μια «ποδοσφαιροποίηση» του μπάσκετ, δηλαδή μεταφορά των ποδοσφαιρικών αξιών και συμπεριφορών στο μπάσκετ. Τελικά, μήπως το μπάσκετ οφείλει την απήχησή του στο ότι σηματοδοτεί μια πιο σύγχρονη εκδοχή της αρρενωπότητας;
*Ο Κων. Γιαννακόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας & Εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου