Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Ο ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ


Ο ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ*

του Γιωργ. Κεντρωτή**

Το κείμενο του Πιέρ Πάολο Παζολίνι με τον τίτλο Το ποδόσφαιρο «είναι» γλώσσα με δικούς της ποιητές και πεζογράφους, που παρουσιάζω εδώ μεταφρασμένο από εμένα, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Μιλάνου Il Giorno στις 3 Ιανουαρίου 1971 και συμπεριελήφθη στον δεύτερο τόμο των δοκιμίων του Παζολίνι για τη λογοτεχνία και την τέχνη (Saggi sulla letteratura e sullarte) που εκδόθηκε το 1999 στο Μιλάνο από τον οίκο Mondadori στη σειρά Meridiani.
Ο Παζολίνι, που δεν ήταν μόνο σκηνοθέτης, αλλά και λογοτέχνης και φιλόλογος πρώτης γραμμής, καθώς και πολιτικό πρόσωπο διεθνούς εμβελείας, έχει πει για το ποδόσφαιρο τα εξής σημαδιακά λόγια:

Il calcio è l’ultima rappresentazione sacra del nostro tempo. È rito nel fondo, anche se è invasione. Mentre altre rappresentazioni sacre, persino la messa, sono in declino, il calcio è l’unica rimastaci. Il calcio è lo spettacolo che ha sostituito il teatro.

Δηλαδή:

Το ποδόσφαιρο είναι η έσχατη ιερή παράσταση της εποχής μας. Κατά βάθος είναι ιεροτελεστία, ακόμα κι αν πρόκειται για εισβολή ή για επιδημία. Ενώ άλλες ιερές παραστάσεις, ακόμα και αυτή η θεία λειτουργία, βρίσκονται σε παρακμή, το ποδόσφαιρο είναι η μοναδική που μας απομένει. Το ποδόσφαιρο είναι το θέαμα εκείνο που έχει αντικαταστήσει το θέατρο.



Στο κείμενο αυτό αποδεικνύεται όχι απλώς ότι ο Παζολίνι «ήξερε από» μπάλλα (είχε, εξ άλλου παίξει κάμποσα χρόνια ποδόσφαιρο ερασιτεχνικά), αλλά και ότι «μέσα» στη μπάλλα «έβλεπε» πράγματα που μόνο πνεύματα κομψά και συνάμα προωθημένα, σαν το δικό του, μπορούν να δουν. Δεν μετέφρασα το κείμενο αυτό μόνο εξ αιτίας της αγάπης μου για το ποδόσφαιρο και για τον Παζολίνι ούτε μόνο για τις ανάγκες της ανά χείρας ολυμπιακής έκδοσης· το μετέφρασα κυρίως, μπας και (κατά τύχην και όλως κατ’ εξαίρεσιν) το διαβάσουν τίποτα γλωσσολόγοι της συ(μ)φοράς –«επίσημοι ex cathedra», ου μην αλλά και «ερασιτεχνολογούντες» που, ώσπερ οι γάιδαροι της γνωστής παροιμίας, τσακώνονται σε ξένον αχυρώνα–, και, αφού το διαβάσουν, συνέλθουν... μήπως δουν, επί τέλους, λέω, ότι η γλώσσα (όπως, άλλωστε, και το ποδόσφαιρο) είναι π α ι χ ν ί δ ι και καταλάβουν ότι οι κανόνες είναι υπηρετικοί του παιχνιδιού, όχι το παιχνίδι δούλος των κανόνων.
Πρόσθεσα μερικές υποσημειώσεις –όλες οι υποσημειώσεις στο κείμενο είναι δικές μου–, που έκρινα ότι, επειδή ακριβώς τις υπαγορεύει ο «κώδικας» του παζολινιανού κειμένου, διευκολύνουν τον όχι πολύ καλά πληροφορημένο αναγνώστη στην «αποκωδίκευσή» του. Από τους ειδήμονες, και πρωτίστως από τους σύγγαυρους Θρησκευόμενους Κόκκινους Επιστήμονες, που αυτά τα παίζουν στα δάχτυλα του ενός χεριού, ζητάω συμπάθιο.


ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ

ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ «ΕΙΝΑΙ» ΓΛΩΣΣΑ
ΜΕ ΔΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΥΣ

Στο πλαίσιο της συζήτησης γύρω από τα γλωσσικά προβλήματα, όπου με τρόπο εξόχως τεχνητό διαχωρίζονται οι λογοτέχνες από τους δημοσιογράφους και οι δημοσιογράφοι από τους ποδοσφαιριστές, απηύθυνε και στην αφεντιά μου ερωτήσεις μιά ευγενέστατη δημοσιογράφος του περιοδικού Europeo[1]. Οι απαντήσεις, που της έδωσα, συντμήθηκαν, συμμαζεύτηκαν και ενοποιήθηκαν (προφανώς για λόγους δημοσιογραφικής δεοντολογίας!). Επειδή, όμως το θέμα μού αρέσει πολύ, επιθυμία μου είναι να επιστρέψω στην αρχή του και να πω με σχετική ηρεμία και με πλήρη ευθύνη των λεγομένων μου αυτά που θέλω να πω. Ιδού!
Τί είναι η γλώσσα; «Σύστημα σημείων» απαντά –με τρόπο ακριβέστατο σήμερα– ο οποιοσδήποτε σημειολόγος.
Αυτό, ωστόσο, το «σύστημα σημείων» δεν είναι αποκλειστικώς και κατ’ ανάγκην γλώσσα γραπτή / προφορική (αυτή, ας πούμε που χρησιμοποιούμε τώρα εδώ, εγώ που γράφω και εσύ, αναγνώστη μου, που με διαβάζεις).
«Συστήματα σημείων» υπάρχουν πολλά. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα! Αμφότεροι, εγώ και εσύ, φίλε μου αναγνώστη, βρισκόμαστε σε μιά κάμαρα, όπου συμπαρευρίσκονται ο Γκιρέλλι[2] και ο Μπρέρα[3], κι εσύ θέλεις να μου πεις για τον Γκιρέλλι κάτι που δεν πρέπει να το ακούσει ο Μπρέρα. Όπερ σημαίνει, πρώτον, ότι είναι αδύνατον να μου μιλήσεις μέσω του ρηματικού σημειοσυστήματος και, δεύτερον, ότι πρέπει να υιοθετήσεις (το κατά δύναμιν) ένα άλλο σημειοσύστημα: ένα σύστημα σημείων, παραδείγματος χάριν, μιμικό: αρχίζεις, λοιπόν, να παίζεις τα μάτια και το στόμα σου, να κουνάς τα χέρια, να κάνεις πως προσπαθείς να κάνεις κάτι με τα πόδια σου, κ.λπ., κ.λπ. Τη στιγμή εκείνη εσύ είσαι ο «κώδικας» ενός διαλόγου «μιμικού», τον οποίον καλούμαι να αποκωδικεύσω εγώ: αυτό, με λόγια, σημαίνει ότι εμείς οι δύο κατέχουμε από κοινού έναν «ιταλικό» κώδικα ενός σημειοσυστήματος που βασίζεται στη μίμηση.
Ένα άλλο μη ρηματικό σημειοσύστημα είναι εκείνο της ζωγραφικής... ή εκείνο του κινηματογράφου... ή εκείνο της μόδας (που αποτελεί και αντικείμενο έρευνας ενός κορυφαίου δασκάλου, του Ρολάν Μπαρτ[4]) ή... ή... ή... Το παιχνίδι του football... το ποδόσφαιρο, ήτοι, αποτελεί «σύστημα σημείων» και, άρα, είναι γλώσσα, ασχέτως του ότι δεν είναι γλώσσα ρηματική. Σίγουρα θα αναρωτιέσαι τώρα γιατί ανοίγω αυτήν εδώ την κουβέντα (που σχεδιάζω, βέβαια, και να την προχωρήσω). Σου απαντώ: διότι η querelle –το ζήτημα είναι η επίσημη (ο σκυλοκαβγάς είναι η ορθή) μετάφραση του συγκεκριμένου γαλλικού όρου–, που τίθεται από την αντιπαράθεση της γλώσσας των λογοτεχνών και της γλώσσας των δημοσιογράφων, απέχει πολύ από του να τοποθετείται στη σωστή της βάση. Το δε πραγματικό πρόβλημα είναι άλλο!
Για να δούμε, λοιπόν, πώς έχουν τα πράγματα! Η γλώσσα... η κάθε γλώσσα (: σύστημα σημείων γραπτών / προφορικών) διαθέτει και ένα γενικό κώδικα. Ας πάρουμε, φίλε αναγνώστη, τα ιταλικά. Εγώ κι εσύ, οσάκις χρησιμοποιούμε το δεδομένο «ιταλικό» σημειοσύστημα, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον ακριβώς επειδή τα ιταλικά αποτελούν κοινή μας κληρονομιά... επειδή είναι το κοινό μας νόμισμα, που λειτουργεί και ως συνάλλαγμα. Η γλώσσα, όμως... η κάθε γλώσσα διαρθρώνεται και αρθρώνεται σε ποικίλες υπογλώσσες – όλες δε οι υπογλώσσες διαθέτουν τον δικό τους υποκώδικα. Οι ιταλοί γιατροί καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον, όταν χρησιμοποιούν τη ζαργκόν του επαγγέλματος και της ειδικότητάς τους, ακριβώς επειδή όλοι τους γνωρίζουν τον υποκώδικα της ιατρικής γλώσσας· ομοίως οι ιταλοί θεολόγοι καταλαβαίνονται μεταξύ τους ακριβώς, επειδή κατέχουν τον υποκώδικα της θεολογικής ζαργκόν, κ.λπ., κ.λπ. Ομοίως, περαιτέρω, και η γλώσσα της λογοτεχνίας είναι γλώσσα ζαργκονική με δικό της υποκώδικα (στην ποίηση, π.χ., την ελπίδα, αντί να την πεις speranza, μπορείς να την πεις speme[5], και κανείς μας να μην εκπλήσσεται από αυτό το «μπουφόνικο» πράγμα, διότι όλοι μας ξέρουμε ότι ο υποκώδικας της ιταλικής λογοτεχνικής γλώσσας όχι μόνο ανέχεται, αλλά και απαιτεί να χρησιμοποιούνται στην ποίηση λατινισμοί, αρχαϊσμοί, κολοβωμένες λέξεις κ.λπ., κ.λπ.).
Η δημοσιογραφία αποτελεί ελάσσονα κλάδο της λογοτεχνικής γλώσσας – θα μπορούσαμε, μάλιστα, να πούμε, για να το καταλάβουμε καλύτερα, ότι είναι ένας υποϋποκώδικάς της. Για να το πούμε και με λόγια φτωχοντυμένα και απλά: οι δημοσιογράφοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από συγγραφείς, οι οποίοι, προκειμένου να εκλαϊκεύσουν και να απλοποιήσουν έννοιες και παραστάσεις, στρέφονται προς έναν κώδικα λογοτεχνικό –θα λέγαμε, αν θέλαμε να μείνουμε στον χώρο του αθλητισμού– επιπέδου Β΄ Εθνικής Κατηγορίας. Αλλά και η γλώσσα του Μπρέρα επιπέδου Β΄ Εθνικής Κατηγορίας είναι, αν τη συγκρίνουμε με τη γλώσσα του Κάρλο Εμίλιο Γκάντα και του Τζανφράνκο Κοντίνι[6].
Η δε περίπτωση του Μπρέρα είναι ίσως η πλέον αξιοπρεπής, η πλέον ευγενής σε όλο το φάσμα της ιταλικής αθλητικής δημοσιογραφίας.
Δεν υφίσταται, όθεν, σύγκρουση «πραγματικά» ανάμεσα στη λογοτεχνική και στη δημοσιογραφική γραφή. Σημειωθήτω απλώς, πάντως, ότι η δεύτερη, η δημοσιογραφική τουτέστιν, μολονότι ανέκαθεν υπηρετική, αν μη δουλική, εξυψώθηκε στις μέρες μας και μέσα στο πλαίσιο της μαζικής κουλτούρας (που δεν είναι αναγκαστικά και λαϊκή κουλτούρα!) από δουλειά σε λειτούργημα και, έτσι, διεκδικεί με διάνοια parvenu, με διάνοια παναπεί νεόπλουτου, διάφορα προνόμια. Για να πάμε, όμως, στο ποδόσφαιρο[7]!
Το ποδόσφαιρο είναι σύστημα σημείων, με άλλα λόγια είναι γλώσσα, και κατ’ εξοχήν διαθέτει το άπαν των ουσιωδών χαρακτηριστικών της, και δη αυτό που από μιάς αρχής έχουμε μάθει να ορίζουμε ως μέτρο συγκρίσεως: τον γραπτό και τον προφορικό της λόγο.
Οι «λέξεις» της γλώσσας του ποδοσφαίρου σχηματίζονται στην πραγματικότητα ακριβώς όπως και οι λέξεις της γλώσσας που γράφεται και ομιλείται. Πώς σχηματίζονται, τώρα, αυτές που ανέφερα τελευταίες; Σχηματίζονται διά μέσου της λεγόμενης «διπλής άρθρωσης», ήτοι διά μέσου των απείρων συνδυασμών των «φωνημάτων», τα οποία φωνήματα είναι στα μεν ιταλικά τα εικοσιένα, στα δε ελληνικά τα εικοσιτέσσερα γράμματα του αντιστοίχου αλφαβήτου.
Τα «φωνήματα» είναι, συνεπώς, οι «ελάχιστες μονάδες» της γραπτής και προφορικής γλώσσας. Αν θέλουμε να διασκεδάσουμε, ας σκεφτούμε να βρούμε στη γλώσσα του ποδοσφαίρου την ελάχιστη μονάδα! Ιδού δε πώς: «Ένας άνθρωπος που κλωτσάει με το πόδι του μιά μπάλλα» αποτελεί αυτή την ελάχιστη μονάδα – το «πόδημα» (θα πούμε, για να συνεχίσουμε τη σκέψη μας με πνεύμα διασκεδαστικό). Οι εις το άπειρον τείνουσες δυνατότητες συνδυασμού ποδημάτων σχηματίζουν τις «ποδοσφαιρικές λέξεις». Το σύνολο των «ποδοσφαιρικών λέξεων» συστήνει ένα discours… ένα ντισκούρσο... έναν λόγο εκφερόμενο, που ρυθμίζεται από δικούς του συντακτικούς κανόνες που είναι γλωσσολογικώς αληθείς συντακτικοί κανόνες.
Τα «ιταλικά ποδήματα» είναι εικοσιδύο (όσα, δηλαδή, περίπου και τα ιταλικά φωνήματα): οι «ποδοσφαιρικές λέξεις» είναι δυνητικώς άπειρες, καθόσον άπειρες είναι και οι δυνατότητες συνδυασμού των «ποδημάτων» (των περασμάτων, στην πράξη, ή πασαρισμάτων της μπάλλας από ποδοσφαιριστή σε ποδοσφαιριστή). Η σύνταξη εκφράζεται στον «αγώνα», που είναι –κατά τα ανωτέρω– ένα ντισκούρσο, ήτοι ένας δραματικός[8] εκφερόμενος λόγος, που ρυθμίζεται από δικούς του συντακτικούς κανόνες που είναι γλωσσολογικώς αληθείς συντακτικοί κανόνες.
Κωδικευτές της εν λόγω γλώσσας είναι οι παίκτες· εμείς δε, οι θεατές που βρισκόμαστε στις κερκίδες, γινόμαστε / είμαστε οι αποκωδικευτές της. Ποδοσφαιριστές και θεατές κατέχουμε, άρα, από κοινού έναν κώδικα.
Όποιος δεν γνωρίζει τον κώδικα του ποδοσφαίρου δεν καταλαβαίνει ούτε τη σημασία των λέξεών του (: των πασών) ούτε την έννοια του ντισκούρσου του (: του συνόλου των πασών).
Ούτε ο Ρολάν Μπαρτ είμαι, φίλε αναγνώστη, ούτε ο Γκρεϊμάς[9], πλην όμως, ορμώμενος –αν θέλεις– από τον ντιλετάντικο ερασιτεχνισμό μου θα μπορούσα να γράψω «περί γλώσσης του ποδοσφαίρου» ένα δοκίμιο πολύ πιό πειστικό σε σύγκριση με την έως τώρα νύξη, που έχω επιχειρήσει. Σκέπτομαι, περαιτέρω, ότι θα μπορούσε επίσης να γραφεί ένα πολύ ωραίο δοκίμιο με τίτλο Η εφαρμογή του Προπ στο ποδόσφαιρο[10], και τούτο διότι, όπως κάθε γλώσσα, έτσι, φυσικώ τω λόγω, και το ποδόσφαιρο έχει αφ’ ενός μεν τη δική του καθαρή «οργανική» ροπή μέσα στο ρυθμιστικό πλαίσιο του αυστηρού και γενικού-αφηρημένου κώδικα των κανόνων του, και αφ’ ετέρου τη δική του «εκφραστική ροπή».
Και όπως εξέθεσα και παραπάνω, έτσι και αυτό, όπως όλες οι γλώσσες, αρθρώνεται σε ποικίλες υπογλώσσες, καθεμία από τις οποίες διαθέτει δικό της υποκώδικα.
Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να προβούμε και ως προς τη γλώσσα του ποδοσφαίρου σε διακρίσεις, όπως η ακόλουθη: το ποδόσφαιρο διαθέτει ομοίως υποκώδικες από τη στιγμή εκείνη, οπού από καθαρά οργανικό είδος γίνεται είδος εκφραστικό.
Οπότε μπορεί να υπάρχει και ποδόσφαιρο, που αρθρώνεται ως γλώσσα κατά βάση πεζή, και ποδόσφαιρο, που αρθρώνεται ως γλώσσα κατά βάση ποιητική.
Για να σου δώσω, φίλε αναγνώστη, να καταλάβεις τί θέλω να πω εδώ, θα επικαλεσθώ μερικά παραδείγματα, αφού όμως σου προείπω ότι θα προεξοφλήσω τα συμπεράσματά μου. Ο Μπουλγκαρέλλι[11] παίζει ποδόσφαιρο πρόζας – είναι «ρεαλιστής πεζογράφος». Ο Ρίβα[12] παίζει ποδόσφαιρο ποιητικό – είναι «ρεαλιστής ποιητής».
Ο Κόρσο[13] παίζει ποιητικό ποδόσφαιρο, πλην όμως δεν είναι «ρεαλιστής ποιητής» – ως ποιητής είναι λίγο maudit… είναι, δηλαδή, καταραμένος... είναι της υπερβολής και των άκρων. Ο Ριβέρα[14] παίζει ποδόσφαιρο πρόζας – μα η πρόζα η δικιά του είναι πρόζα ποιητική, είναι τυπωμένη με «ελζεβίρια[15]» των επιφυλλίδων. Λάτρης των ελζεβιαριανών στοιχείων και δυνατός επιφυλλιδογράφος είναι και ο Ματσόλα[16], ο οποίος θα μπορούσε να γράφει στον Εσπερινό Ταχυδρόμο[17]: είναι ασφαλώς περισσότερο ποιητής σε σύγκριση με τον Ριβέρα και, εν πάση περιπτώσει, διακόπτει κάθε τόσο την πεζή ανάπτυξη των κειμένων του... έτσι, για να πετάξει δυό-τρεις απαστράπτοντες στίχους.
Θα παρατήρησες, φίλε αναγνώστη, ότι εγώ εδώ δεν κάνω αξιολογική διάκριση μεταξύ πεζού και ποιήσεως· η όποια διάκρισή μου είναι διάκριση αμιγώς τεχνικού χαρακτήρα.
Να καταλάβουμε, ωστόσο, κάτι... να το ξεκαθαρίσουμε. Η ιταλική λογοτεχνία, είδος πρόσφατο, είναι η λογοτεχνία των «ελζεβιριανών στοιχείων» – λογοτεχνία φίνα, στα όρια του αισθητισμού. Κατά βάθος είναι σχεδόν πάντα συντηρητική και όσο νά ’ν’ επαρχιώτικη – χριστιανοδημοκρατική σε τελική ανάλυση. Μεταξύ των διαλέκτων, που ομιλούνται σε ένα κράτος, υφίσταται απαραιτήτως ένα κοινό πεδίο –ακόμα δε και μεταξύ των ζαργκονικών και των αργκοτικών ιδιωμάτων–: το εν λόγω κοινό πεδίο είναι η «κουλτούρα» του συγκεκριμένου κράτους: η ιστορική της επικαιρότητα με άλλα λόγια.
Κατόπιν τούτου, κυρίως δε για λόγους ιστορικούς και κουλτουραλικούς, το ποδόσφαιρο μερικών λαών είναι κατά βάση πεζό: πρόκειται για πρόζα δημιουργούμενη είτε από ρεαλιστές είτε από αισθητές. Το ιταλικό ποδόσφαιρο ανήκει στην κατηγορία της πρόζας που αναφέραμε εδώ δεύτερη: στην κατηγορία της πρόζας των εστέτ, δηλαδή. Άλλων λαών το ποδόσφαιρο είναι κατά βάση ποιητικό.
Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν στιγμές αποκλειστικότατα ποιητικές: είναι οι στιγμές του «γκολ». Κάθε γκολ, μα κάθε γκολ είναι και μία επινόηση, καθώς είναι πάντα και μονίμως ανατροπή του ισχύοντος κώδικα. Όλα δε τα γκολ είναι άφευκτα, περίλαμπρα, εκπληκτικά και, ως καταστάσεις, μη αναστρέψιμα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον ποιητικό λόγο. Ο πρώτος σκόρερ... ο αρχικανονιέρης του πρωταθλήματος είναι πάντα ο καλύτερος ποιητής της χρονιάς. Τη στιγμή αυτή, οπού γράφω, είναι ο Σαβόλντι[18]. Το ποδόσφαιρο που εκφράζει περισσότερα γκολ είναι και το ποιητικότερο.
Ποιητικό αφ’ εαυτού είναι και το «ντριμπλάρισμα» – το αγγλιστί λεγόμενο «dribbling» (αν και όχι «πάντοτε», όπως η πράξη του γκολ. Το όνειρο και του τελευταίου ποδοσφαιριστή (ένα όνειρο που συμμερίζονται όλοι οι θεατές, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη και αν παρακολουθούν ματς) είναι, στην πραγματικότητα, να ξεκινήσει με τη μπάλλα από τη σέντρα, να ντριμπλάρει όλους τους αντιπάλους του και να σκοράρει. Αν, κινούμενοι στα όρια του επιτρεπτού, είμαστε σε θέση να φαντασθούμε κάτι υπέροχο και έξοχο και υψηλό στο ποδόσφαιρο, είναι ακριβώς αυτό που μόλις έγραψα. Δεν συμβαίνει όμως ποτέ[19]. Είναι ένα όνειρο, που είδα να πραγματοποιείται από τον Φράνκο Φράνκι στους Μάγους της μπάλλας[20], που, μολονότι ως σύλληψη έργου είταν απλοϊκή, κατάφερε να αναδειχθεί σε ταινία αφάνταστα ονειρική.
Ποιοί είναι οι καλύτεροι «ντριμπλαδόροι» και οι καλύτεροι «γκολτζήδες» του κόσμου; Οι Βραζιλιάνοι. Το ποδόσφαιρό τους, ως εκ τούτου, είναι ποδόσφαιρο ποιητικό: και όντως, βασίζεται καθ’ ολοκληρίαν στη ντρίμπλα και στο σκοράρισμα.
Το κατενάτσιο και τα τριγωνάκια (ό,τι ο Μπρέρα αποκαλεί γεωμετρία) συνιστούν ποδόσφαιρο πρόζας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ποδόσφαιρο βασισμένο στη σύνταξη· ως συντεταγμένο δε παιχνίδι είναι συλλογικό / ομαδικό και οργανωμένο: κατατείνει στην έλλογη εκτέλεση του κώδικα. Η μοναδική του ποιητική στιγμή είναι η «αντεπίθεση» που καταλήγει σε γκολ (το οποίο, όμως, ούτως ή άλλως, όπως έχουμε ήδη δει, είναι αφ’ εαυτού ποιητικό). Φαίνεται, δηλαδή, εν τέλει ότι η ποιητική στιγμή του ποδοσφαίρου είναι (όπως πάντα) η ατομική ενέργεια (ντριμπλάρισμα και γκολ ή εμπνευσμένη πάσα).
Το πεζό ποδόσφαιρο είναι το λεγόμενο «συστηματικό» (το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο[21]), το δε σύστημα του είναι το ακόλουθο, και περιλαμβάνει το catenaccio τα triangolazioni και τα conclusioni, δηλαδή το κατενάτσιο, τα τριγωνάκια και τα τελειώματα:

Το «γκολ», όπως βλέπουμε στο ανωτέρω σχήμα, οφείλεται στο τελείωμα» (στην «τελική ενέργεια» πιθανόν ενός «ρεαλιστή ποιητή», όπως ο Ρίβα)· πρέπει, εν τούτοις, να ξεκινήσει από την οργάνωση του παιχνιδιού σε βάση συλλογική / ομαδική, οργάνωση που θα βασίζεται σε μιά σειρά από πάσες «γεωμετρικές» που θα έχουν γίνει σύμφωνα με τους κανόνες του κώδικα (τέλειος στον τομέα αυτόν είναι ο Ριβέρα, αλλά στον Μπρέρα δεν αρέσει, διότι πρόκειται για τελειοποίηση εστετίστικη και όχι πραγματική, σαν κι αυτή που επιτυγχάνουν οι άγγλοι και οι γερμανοί χαφ[22]).
Ποιητικό ποδόσφαιρο είναι το λατινοαμερικάνικο, το σχήμα του οποίου περιλαμβάνει discese concentriche και conclusioni, ήτοι κεντρομόλες κινήσεις και τελειώματα αντίστοιχα, και είναι το ακόλουθο:


Για να γίνει πράξη το ανωτέρω σχήμα απαιτείται τερατώδης ικανότητα στο ντριμπλάρισμα (πράγμα το οποίο στην Ευρώπη σνομπάρεται εν ονόματι της «συλλογικής / ομαδικής πρόζας»). Το γκολ μπορεί να επινοηθεί από τον οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή και από την οποιαδήποτε θέση.
Αν η ντρίμπλα και το γκολ είναι οι ατομικές-ποιητικές στιγμές του ποδοσφαίρου, τότε νά γιατί το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο είναι ποδόσφαιρο ποιητικό! Μιλώντας με όρους καθαρά τεχνικούς και δίχως να προβαίνουμε σε καμμία απολύτως αξιολογική κρίση μπορούμε να πούμε ότι στον τελικό του Μεξικού είδαμε την ιταλική εστετίστικη πρόζα να ηττάται από τη βραζιλιάνικη ποίηση[23].

*πηγή: : http://dflti.ionio.gr/sites/default/files/%20%CE%A0%CE%91%CE%96%CE%9F%CE%9B%CE%99%CE%9D%CE%99%20%CE%A0%CE%9F%CE%94%CE%9F%CE%A3%CE%A6%CE%91%CE%99%CE%A1%CE%9F_0.doc (το άρθρο εντοπίζεται επίσης στο βιβλίο Ποδόσφαιρο και πολιτισμός: Το ποδόσφαιρο ως ψυχαγωγία και πολιτισμικό φαινόμενο, Γκοβοστής, Αθήνα, 2012)

** Ο Γιώργος Κεντρωτής είναι καθηγητής Θεωρίας της Μετάφρασης στο τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου



[1] Η εβδομαδιαία επιθεώρηση Europeo υπήρξε το κορυφαίο βήμα πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής κριτικής στην Ιταλία από το 1945 έως και το 1995. Από το 2005 κυκλοφορεί ως διμηνιαία θεματική επιθεώρηση.
[2] Antonio Ghirelli (1922): Διάσημος ναπολιτάνος συγγραφέας και αθλητικογράφος – ιστορικός της πόλης της Νάπολης και της επαρχίας της Καμπανίας, αλλά και του ιταλικού ποδοσφαίρου.
[3] Gianni Brera (1919-1992): Επιφανής –ίσως, μάλιστα, ο επιφανέστατος– ιταλός αθλητικογράφος. Το στυλ του μπορεί να ορισθεί ως πρωτότυπη μείξη επισήμων ιταλικών με από διαλέκτου στοιχεία παρμένα από όλο το γλωσσικό φάσμα της Ιταλίας –τουλάχιστον δέκα χρόνια, προτού εμφανισθεί στα γράμματα ο Παζολίνι–, πράγμα που οδήγησε τον Ουμπέρτο Έκο να πει το άκρως κολακευτικό ότι τα κείμενα του Μπρέρα θυμίζουν «un Gadda spiegato al popolo», ήτοι «Γκάντα για τον λαό».
[4] Ο Παζολίνι υπαινίσσεται εδώ το έργο του Roland Barthes (1915-1980) Système de la mode (1967), που είχε μόλις εκδοθεί και στα ιταλικά (Sistema della moda, μετάφραση Lidia Lonzi, 1970).
[5] Ο Τσέζαρε Παβέζε, φέρ’ ειπείν, γράφει O dolce speranza (: Verrà la morte e avrà I tuoi occhi) και ο Πετράρχης γράφει quando mia speme già condutta al verde (: Canzoniere, XXXIII).
[6] Εδώ ο Παζολίνι κάνει συνειδητά μιά ζαβολιά! Και εξηγούμαι: Αν μιλήσουμε με όρους του ποδοσφαίρου, πρέπει να πούμε ότι η γλώσσα του μεν Carlo Emilio Gadda παίζει μονίμως πρωταγωνιστικό ρόλο στο Champions League, του δε Gianfranco Contini μπορεί, υπό όρους (: διάβαζε, αφού κατακτήσει το scudetto, δηλαδή το ιταλικό πρωτάθλημα) να αγωνιστεί στα προκριματικά και –αν περάσει– να παίξει στους ομίλους του Champions League, όπου ίσως διακριθεί. Ο Gadda, μιάς και είναι βέρος μιλανέζος, είναι σαν την Μίλαν· ο Contini, που γεννήθηκε σε ένα χωριό του Πεδεμοντίου, τη Ντομοντόσολα, είναι σαν την US Pro Vercelli: η ομάδα αυτή έχει κατακτήσει μεν 7 πρωταθλήματα Ιταλίας, το τελευταίο της όμως το πήρε το 1922, τότε που δεν υπήρχε Champions League! Το ότι η φιλία και η συνεργασία των δύο συγγραφέων έχει μείνει ιστορική στα ιταλικά γράμματα δεν σημαίνει καθόλου και ότι, ως λογοτεχνικά μεγέθη, μπορούν να θεωρηθούν ισάξιοι. Η σχέση τους είναι –άντε...– λίγο ευνοϊκότερη για τον Contini από ό,τι είναι η σχέση της AC Milan με την US Pro Vercelli! Ο Παζολίνι θεωρώ ότι τους βάζει στην ίδια θέση, επειδή ο μέγας κριτικός Κοντίνι ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε την ποιητική αξία του Παζολίνι, όταν έγραψε τα πρώτα του ποιήματα στη φριουλάνικη διάλεκτο. (Προς αποφυγήν δε παρεξηγήσεων διευκρινίζω: Δεν είμαι Μίλαν· είμαι Νάπολι! Δεν είμαι με τον Γκάντα· είμαι με τον Εντουάρντο ντε Φιλίππο! Και είμαι και με τον Γεώργιο Βιζυηνό που έγραψε το υπέροχο εκείνο Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως!)
[7] Ο Παζολίνι, μιλώντας για ποδόσφαιρο, χρησιμοποιεί την διεθνή αγγλική λέξη football (και όχι την σημασιακώς ισοδύναμή της ιταλική calcio), για να εκμεταλλεύεται γλωσσικώς / ετυμολογικώς το πρώτο συνθετικό της: το foot / πόδι.
[8] Ο Παζολίνι, που έχει τραφεί με την ελληνολατινική παράδοση, γνωρίζει οίκοθεν ότι ο οποιοσδήποτε αγών είναι δράμα.
[9] Ο Παζολίνι αναφέρεται εδώ στον κορυφαίο λιθουανό σημειολόγο και εν γένει διανοητή Algirdas Julius Gréimas (1917-1992).
[10] Ο Παζολίνι υπαινίσσεται τις δομικές αναλύσεις του ρώσου διανοητή Βλαδίμηρου Γιακόβλεβιτς Προπ (1895-1970), ιδίως αυτές που αφορούν τα ρωσικά λαϊκά παραμύθια· βλ. σχετικά το θεμελιώδες έργο του Β.Γ. Προπ, Μορφολογία του παραμυθιού (1928), μετάφραση του οποίου στα ελληνικά έχει φιλοτεχνηθεί από την Αριστέα Παρίση.
[11] Giacomo Bulgarelli (1940): Θρυλικός χαφ που έπαιξε σε όλην του την καριέρα στη Μπολόνια. Έχει 29 διεθνείς συμμετοχές με την Εθνική Ιταλίας και πέτυχε 7 γκολ. Αγωνίσθηκε στα παγκόσμια κύπελλα της Χιλής (1962) και της Αγγλίας (1966).
[12] Gigi Riva (1944): Περίφημος αριστερός εξτρέμ της Κάλλιαρι και μέγας σκόρερ. Έχει 42 διεθνείς συμμετοχές με την Εθνική Ιταλίας και πέτυχε 35 γκολ. Αγωνίσθηκε στα παγκόσμια κύπελλα του Μεξικού (1970) και της Γερμανίας (1974)· κατέκτησε το Κύπελλο Εθνών Ευρώπης το 1968· αναδείχθηκε καλύτερος ποδοσφαιριστής της Ιταλίας το 1967 και το 1970.
[13] Mario Corso (1941): Περίφημος αριστερός εξτρέμ της Ίντερ και καλός σκόρερ. Έχει 23 διεθνείς συμμετοχές με την Εθνική Ιταλίας και πέτυχε 4 γκολ. Αγωνίσθηκε στο παγκόσμιο κύπελλο της Αγγλίας (1966).
[14] Gianni Rivera (1943): Διάσημο «δεκάρι» της Μίλαν και δεινός σκόρερ. Έχει 60 διεθνείς συμμετοχές με την Εθνική Ιταλίας και πέτυχε 14 γκολ. Αγωνίσθηκε στα παγκόσμια κύπελλα της Χιλής (1962), της Αγγλίας (1966), του Μεξικού (1970) και της Γερμανίας (1974)· κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ολυμπιακών Αγώνων του 1960 και το Κύπελλο Εθνών Ευρώπης το 1968· αναδείχθηκε καλύτερος ποδοσφαιριστής της Ιταλίας το 1969 και το 1973.
[15] Με γράμματα της οικογενείας στοιχείων ελζεβίρ τυπώνονταν έως και πρόσφατα στις μεγάλες –εθνικής εμβελείας– ιταλικές εφημερίδες τόσο οι επιφυλλίδες όσο και τα διάφορα μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες.
[16] Sandro Mazzola (1942): Μέγας επιθετικός της Ίντερ, γιός του αδικοχαμένου Βαλεντίνο Ματσόλα. Έχει 70 διεθνείς συμμετοχές με την Εθνική Ιταλίας και πέτυχε 22 γκολ για τη Σκουάντρα Ατζούρα. Αγωνίσθηκε στα παγκόσμια κύπελλα της Αγγλίας (1966), του Μεξικού (1970) και της Γερμανίας (1974)· κατέκτησε το Κύπελλο Εθνών Ευρώπης το 1968.
[17] Ακολουθώντας το ήθος των πολύ παλαιών ημερών μετέφρασα στα ελληνικά και τον τίτλο της παγκοσμίως γνωστής εφημερίδας του Μιλάνου Corriere della Sera.
[18] Beppe Savoldi (1947): Δεινός σκόρερ, που σε 405 αγώνες, που έπαιξε με την Αταλάντα, τη Μπολόνια και τη Νάπολι, σημείωσε 168 γκολ. Είχε 24 διεθνείς συμμετοχές με την Εθνική Ιταλίας, αλλά πέτυχε μόνο 1 γκολ. Η μεταγραφή του από τη Μπολόνια στη Νάπολι το 1975 κόστισε δύο δισεκατομμύρια λιρέττες – ποσό μυθικό για την εποχή. Ο Παζολίνι τον αναφέρει εδώ όχι τόσο (ή, έστω, όχι μόνο) διότι τη χρονιά εκείνη ο Σαβόλντι είταν επικεφαλής στον πίνακα των σκόρερ στο καμπιονάτο (: στο ιταλικό πρωτάθλημα, τουτέστιν), αλλά κυρίως (και) διότι ο Παζολίνι υποστήριζε φανατικά τους «ροσομπλού», τους «κυανέρυθρους» της Μπολόνιας.
[19] Και όμως –όλοι το ξέρουμε– αυτό έχει πιά συμβεί! Στις 22 Ιουνίου 1986, στο στάδιο Αζτέκα της Πόλης του Μεξικού, στο μνημειώδες ματς Αργεντινής – Αγγλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, και συγκεκριμένα στο 9΄ του Β΄ ημιχρόνου ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα πέτυχε το ωραιότερο γκολ όλων των εποχών. Πήρε τη μπάλλα στα δεξιά λίγο έξω από τη μεγάλη περιοχή της Αργεντινής και, όταν μετά από 10 μαγικά δευτερόλεπτα την έσπρωξε ολομόναχος στα δίχτυα της Αγγλίας, είχε διανύσει περίπου 60 μέτρα, ντριμπλάροντας «καθ’ οδόν» τους Χοντλ, Ράιντ, Σάνσομ, Μπούτσερ, Φένγουικ και Σίλτον. Είταν το δεύτερο γκολ του «Θεού» εκείνη την ημέρα – είταν το γκολ που έβαλε με το πόδι· κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να ξεχάσει και / ούτε το πρώτο γκολ του: εκείνο που είχε βάλει με το χέρι, «con la mano de Dios»!
[20] Η ταινία Οι μάγοι της μπάλλας (Maghi del pallone) είναι ιταλική φαρσοκωμωδία, παραγωγής του 1970, με πρωταγωνιστές τους δημοφιλέστατους (και στην Ελλάδα) Φράνκο και Τσίτσο (: ο Franco Franchi και ο Cicio Ingrassia αντίστοιχα). Έχει παιχθεί και στην Ελλάδα – την έχω δει (και στην τηλεόραση!).
[21] Δικαιολογείται ο Παζολίνι να μην «γνωρίζει» ή να μην «αναγνωρίζει» ακόμα –τότε, δηλαδή, που έγραφε το δοκίμιό του αυτό– το ευρωπαϊκό ποιητικό ποδόσφαιρο που έπαιξε ο Άγιαξ του Ρίνους Μίχελς με τους Κρόιφ, Νέεσκενς, Κρολ, Κάιζερ, Ρεπ και τόσους άλλους «λυρικούς»! Στις αρχές του 1971 ο Άγιαξ δεν είχε κατακτήσει ακόμα κανέναν ευρωπαϊκό τίτλο, ενώ είχε ήδη ηττηθεί στις 26 Μαΐου 1969 στο στάδιο Σαντιάγκο Μπερναμπέου της Μαδρίτης στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης από τη Μίλαν με 4-1. (Και δυστυχώς, δεν «πρόλαβε» να δει την «υπερηχητική» Δυναμό Κιέβου του Βαλέρη Λομπανόφσκη και του Ολέγκ Μπλαχίν...)
[22] Ο Μπρέρα –αλλά, βεβαίως, και ο Παζολίνι– είμαι απολύτως σίγουρος ότι εννοεί εδώ όχι μόνο τον Άλαν Μπωλ και τον Ούβε Ζέελερ, αλλά και τους Μπόμπυ Μουρ και Φραντς Μπεκενμπάουερ. Είταν όλοι τους χαφ –«χαφάρες»!– χωρίς να παίζουν μόνο στο κέντρο. Οι δύο πρώτοι έπαιζαν στο κέντρο και στην επίθεση· οι δύο τελευταίοι έπαιζαν στο κέντρο και στην άμυνα, αλλά και στην επίθεση!
[23] Στον τελικό αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλουυ, που διεξήχθη στο στάδιο Αζτέκα της Πόλης του Μεξικού (21 Ιουνίου 1970), η Βραζιλία είχε νικήσει την Ιταλία με σκορ 4-1. Τα γκολ για τους Βραζιλιάνους τα είχαν πετύχει οι Πελέ (18΄), Ζέρσον (66΄), Ζαϊρζίνιο (71΄) και Κάρλος Αλμπέρτο (86΄), εβώ για τους Ιταλούς είχε ισοφαρίσει πρόσκαιρα ο Ρομπέρτο «Μπόμπο» Μπονινσένια (37΄).